(καρέ από την ταινία του Τζον Φορντ "Τα σταφύλια της οργής")
Την άνοιξη του 1939 ο John Steinbeck (1902- 1968) δημοσίευσε τα "Σταφύλια της οργής" και ο Carey McWilliams τα "Εργοστάσια στους αγρούς". Και τα δύο βιβλία περιέγραφαν την ιστορία αλλά και τα προβλήματα της μαζικής "προσωρινής" μετανάστευσης ξένων εργατών για συγκομιδή στις πλούσιες περιοχές της Καλιφόρνιας. Ο Στάινμπεκ ο οποίος έζησε εξίσου στις μαύρες σελίδες της αμερικανικής οικονομίας, περιγράφει το άγουρο αμερικανικό όνειρο των αγροτών, οι οποίοι βλέποντας τη γη τους να'χει καλυφθεί από άμμο (το φαινόμενο Dust bowl που γέμισε τις αμερικανικές και καναδικές εκτάσεις με άμμο) και τους καπιταλιστές να ξεκληρίζουν μία- μία τις περιοχές, ξεκινούν με τα σαραβαλιασμένα τους φορτηγά προς τη αμερικανική Δύση.
Κι η Αμερική, μη νομίζεις πως είναι και τόσο μεγάλη. Δεν υπάρχει χώρος για μένα και για σένα, για τους όμοιούς μου και για τους όμοιούς σου, δε χωράνε μαζί πλούσιοι και φτωχοί στην ίδια χώρα, δε χωράνε κλέφτες και τίμιοι άνθρωποι μαζί, ούτε η πείνα μαζί με το πάχος.
***
Στην πολιτεία της Οκλαχόμα, στην περιοχή με το κόκκινο χώμα
και σ’ένα μέρος της περιοχής με το γκρίζο χώμα, οι τελευταίες βροχές πέσανε
σιγανές και μετρημένες, κι έτσι δεν έσκασαε το χώμα για να ποτιστεί η γης. Τα
αλέτρια όργωναν και ξαναόργωναν τα υγρά χωράφια. Οι τελευταίες βροχές κάνανε να
ψηλώσει γρήγορα το καλαμπόκι, θρέψανε τα αγριόχορτα και το γρασίδι πλάι στις
δημοσιές, κι όλος ο τόπος σκεπάστηκε με πρασινάδα∙ τόσο η περιοχή με το σκούρο
κοκκινόχωμα, όσο και η άλλη με το γκρίζο χώμα. Τις τελευταίες μέρες του Μάη ο
ουρανός άρχισε να ξεθωριάζει και σκόρπισαν τα φλοκάτα σύννεφα που σωριάζονταν
ψηλά τόσο καιρό, τώρα την άνοιξη.
Μία μάντρα και μια παράγκα που μόλις χωρεί ένα γραφείο, μια
καρέκλα, ένα γραφείο κι ένα γαλάζιο κατάστιχο. Ένα μάτσο παλιά συμβόλαια
κουρελιασμένα που τα συγκρατεί ένας συνδετήρας, και μια στοίβα καθαρά και
αμεταχείριστα συμβόλαια. Το στυλό – έχε το γεμάτο, έχε το σε καλή κατάσταση.
Χάθηκε μια δουλειά εξαιτίας που το στυλό ήταν χαλασμένο.
Εκείνοι
εκεί οι μπάσταρδοι δεν είναι ν’αγοράσουν. Τριγυρνούν σ’όλες τις μάντρες.
Οφθαλμοπορνεία. Χάνουν τον καιρό τους να κοιτάνε. Δεν έρχονται για ν’αγοράσουν∙
σε χασομεράνε μονάχα. Δε δίνουν δεκάρα που χάνεις τον καιρό σου άδικα. Οι δυο
εκεί κάτω- όχι, αυτοί με τα παιδιά. Πάσαρέ τους κανένα αυτοκίνητο. Αρχίνα του
από διακόσια δολάρια και κατέβαινε. Σταμάτα στα εκατόν είκοσι πέντε, θα τα
πληρώσουν. Τύλιξέ τους. Πάσαρέ τους ένα κελεπούρι. Κόλλα τους το! Αρκετά μας
χασομέρησαν.
Μαγαζάτορες
με ανασκουμπωμένα μανίκια. Υπάλληλοι καθαροντυμένοι, μοιραίοι, τα πονηρά τους
ματάκια παραφυλάνε πότε θα λυγίσει ο πελάτης.
[…] Περιδιάβασε στα μέρη που θυμόταν- στην κοκκινωπή
ακροποταμιά που φώλιαζαν τα χελιδόνια, κάτω από την ιτιά που ίσκιαζε το
χοιροστάσιο. Δυο γουρούνες του γρύλισαν και αναδεύτηκαν πίσω απ’το φράχτη,
μαύρα γουρούνια που λιάζονταν μακάρια. Έτσι τέλειωσε το προσκύνημά του και πήγε
να καθίσει στο κατώφλι της πόρτας που είχε αρχίσει να ισκιάζεται. Πίσω του η
μητέρα του ήταν απασχολημένη στην κουζίνα της να πλένει τα ρούχα των παιδιών
μέσα σ’ένα μαστέλο∙ και τα ρωμαλέα και φακιδωμένα μπράτσα της έσταζαν
σαπουνάδες από τους αγκώνες. Σταμάτησε να τρίβει σαν τον είδε που κάθισε. Τον
κοίταζε πολλή ώρα, κι ύστερα το πίσω μέρος του κεφαλιού του, σαν γύρισε και
αγνάντευε την έκταση μες στο ζεστό ηλιόφωτο. Έπειτα ξανάπιασε το τρίψιμο. Είπε:
«Τομ,
ελπίζω να’ναι εντάξει τα πράγματα στην Καλιφόρνια».
Γύρισε και
την κοίταξε. «Τι σε κάνει να φαντάζεσαι πως δεν είναι;» ρώτησε.
Οι Τζόουντ
και οι Γουίλσον εξακολουθούσαν τη φυγή τους μεσ’από το Πάνχαντλ, την κυματιστή
και γκρίζα έκταση που κόβεται από χαντάκια και είναι ανασκαλεμένη από τις
παλιές πλημμύρες. Είχαν αφήσει πίσω τους την Οκλαχόμα και διασχίζανε το Τέξας.
Οι χελώνες σέρνονταν μέσα στη σκόνη κι ο ήλιος χτύπαγε αλύπητα τη γη, και το
βραδινό η κάψα έφευγε από τον ουρανό και η γης ανάδινε από τα σπλάχνα της μια
καυτερή πνοή.
Δυο μέρες
τώρα κρατά η φυγή, αλλά την Τρίτη μέρα η έκταση έγινε γι’αυτούς υπερβολικά
μεγάλη, και καταστάλαξαν σε μια καινούργια τεχνοτροπία της ζωής∙ η δημοσιά
έγινε το σπίτι τους και η κίνηση το εκφραστικό τους μέσο. Καταστάλαξαν σιγά
σιγά στην καινούργια ζωή. Πρώτα η Ρουθ και ο Γουίνφηλντ, έπειτα ο Αλ, έπειτα ο
Κόνυ και η Ρόζα, και τελευταία, οι πιο ηλικιωμένοι. Η χώρα ξετυλιγόταν ίδια
μεγάλα στατικά πρηξίματα της γης. Γουάιλντοράντο, Βίγκα, Μπόιζ, Γκλένριο. Εδώ
τελειώνει το Τέξας. Νέο Μεξικό και τα βουνά. Στο απόμακρο, τα βουνά υψώνονταν
κυματιστά πάνω στον ουρανό. Κι οι ρόδες έτριζαν παντού τριγύρω, οι μηχανές
πάθαιναν υπερθέρμανση και ο ατμός πιτσιλούσε γύρω στις τάπες των ψυγείων.
Σύρθηκαν ως το ποτάμι Πέκος και το πέρασαν κοντά στα Σάντα Ρόζα. Και τράβηξαν
είκοσι μίλια παραπέρα.
Στο Κάνσας
και στο Αρκάνσας, στην Οκλαχόμα, στο Τέξας και στο Νέο Μεξικό, έμπαιναν τα
τρακτόρια κι έδιωχναν τους νοικάρηδες.
Τριακόσιες
χιλιάδες ήταν κιόλας στην Καλιφόρνια, κι έρχονταν ακόμα κι άλλοι. Οι δρόμοι της
Καλιφόρνιας ήταν γεμάτοι έξαλλους ανθρώπους που έτρεχαν σαν τα μερμήγκια
γυρεύοντας δουλειά, να σύρουν, να σπρώξουν, να σηκώσουν, ό,τι δουλειά και
να’ναι. Για κάθε δουλειά που ήταν για έναν άνθρωπο, απλώνονταν πέντε ζευγάρια
χέρια∙ και για κάθε μπουκιά ψωμί άνοιγαν πέντε στόματα.
Και οι
μεγάλοι γαιοκτήμονες, από την άλλη, που σε μια εξέγερση θα έχαναν τη γη τους,
που έχουν μάτια να διαβάσουν ιστορία και να μάθουν το μεγάλο γεγονός: πως όταν
η ιδιοκτησία συγκεντρώνεται σε ελάχιστα χέρια, τότε χάνεται απ’αυτά τα χέρια.
Και το άλλο γεγονός που πάει συντροφικά: πως όταν μια πλειονότητα του λαού
πεινά και κρυώνει, θα πάρει με τη βία ό,τι έχει ανάγκη. Και το μικρογεγονός που
φωνάζει μέσα σε ολάκερη την ιστορία: πως η καταπίεση έχει για μοναδικό
αποτέλεσμα να δυναμώνει και να ενώνει το λαό που καταπιέζεται. Οι μεγάλοι
γαιοκτήμονες αγνόησαν αυτές τις τρεις κραυγές της ιστορίας. Η γης πήγε σε
λιγοστά χέρια, οι άκληροι πλήθυναν, και οι μεγάλοι γαιοκτήμονες συγκέντρωσαν
τις προσπάθειές τους στην καταπίεση του λαού. Ξοδεύοντας χρήματα σε όπλα, σε
ασφυξιογόνα, για να προστατευτούν οι μεγάλες περιουσίες, παντού στάλθηκαν
σπιούνοι για ν’αρπάξουν κάθε μουρμούρισμα επαναστατικό, κι έτσι να μπορέσει να
ξεριζωθεί η εξέγερση.
«Τομ, θα σε
κυνηγήσουν» είπε η μητέρα. «Θα σε εξολοθρεύσουν, όπως κάνανε μ’εκείνο το παιδί,
τον Φλόυντ».
«Όπως κι αν
είναι, θα με κυνηγήσουν. Κυνηγάνε όλους τους δικούς μας».
«Τομ, δεν
έχεις στο νου σου να σκοτώσεις κανέναν;»
«Όχι.
Συλλογιόμουν, μια και είμαι εκτός νόμου όπως το λένε, πως θα μπορούσα να… Δεν
τα ξεκαθάρισα μες στο μυαλό μου. Μητέρα, μη με στενοχωρείς. Μη με στενοχωρείς».
Κάθονταν
σιωπηλοί μέσα στη θεοσκότεινη σπηλιά που φτιάναν οι βατομουριές. Η μητέρα είπε:
«Πώς θα μάθω νέα σου; Μπορεί να σε σκοτώσουν και να μην το μάθω. Μπορεί να σε
χτυπήσουν. Πώς θα ξέρω τι γίνεσαι;»
Ο Τομ
γέλασε βιασμένα. «Ε, όπως έλεγε κι ο Κέισι, μπορεί ο άνθρωπος να μην έχει δική
του ψυχή, μα μόνο ένα κομματάκι από μια μεγάλη ψυχή… κι έτσι, τότε…»
«Τομ, τότε,
τι;»
«Τότε δε
θα’χει σημασία. Τότε θα βρίσκομαι αόρατος παντού, θα βρίσκομαι παντού… όπου κι
αν γυρίσεις να κοιτάξεις. Όπου αγωνίζονται οι πεινασμένοι για να βρουν να φάνε,
θα’μια κι εγώ εκεί. Όπου κανένας πολισμάνος χτυπάει κάποιον άνθρωπο, θα’μια κι
εγώ εκεί. Αν είναι όπως τα’λεγε ο Κέισι, ε, θα’μαι κι εγώ μες στη φωνή των
οργισμένων ανθρώπων, και… θα’μαι και μες στο γέλιο των παιδιών, σαν είναι
πεινασμένα και ξέρουν πως το φαγητό είναι έτοιμο. Και όταν πια οι δικοί μας θα
τρώνε απ’όσα οι ίδιοι ανάστησαν, και όταν πια θα ζουν μες στα σπίτια που
έχτισαν οι ίδιοι – ε, θα βρίσκομαι κι εγώ εκεί».
***
«Πρέπει να πάω στις κοιλάδες στα ενδότερα της χώρας. 5000
οικογένειες λιμοκτονούν εκεί. Η κυβέρνηση προσπαθεί να τους θρέψει και να τους περιθάλψει,
ενώ οι Φασίστες των τραπεζών και των μεγάλων ιδιοκτησιών το σαμποτάρουν αυτό
συνεχώς, και απαιτούν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό… Πρέπει να φτάσω εκεί και να
δω αν μπορώ να κάνω κάτι για να χτυπήσω κατακέφαλα αυτού τους δολοφόνους. Ξέρεις
τι φοβούνται; Σκέφτονται ότι αν όλοι αυτοί οι άνθρωποι μπορέσουν να ζήσουν σε
καταυλισμούς με αξιοπρεπείς συνθήκες υγιεινής θα οργανωθούν, πράγμα που
τρομοκρατεί τους μεγαλοϊδιοκτήτες. Αλλά χωρίς αυτούς τους ανθρώπους δεν μπορεί
να θεριστεί η σοδειά σε κανένα μέρος αυτής της χώρας… Είναι συνταρακτικό πόσα
παιδιά πεθαίνουν από την πείνα στις κοιλάδες μας. Θα κάνω ό,τι μπορώ».
John Steinbeck – Από επιστολή του προς την Elizabeth Otis.