Με αφορμή την 186η επέτειο γέννησης του Λ. Τολστόι, ξέθαψα ένα παλιό βιβλίο με τους μεγαλύτερους άντρες λογοτέχνες, για να παρουσιάσω όσο πιο περιεκτικά και άρτια μπορώ το σημαντικότατο αυτό πρόσωπο των ρωσικών γραμμάτων και όχι μόνο. Η βιογραφία του, τα λόγια του, οι θεωρίες και τα μυθικά πρόσωπά του βρέθηκαν κάποτε ανάμεσα σε παλιές σελίδες που μύριζαν ξύλο και μούχλα, βρίσκονται κατά καιρούς παντού γύρω μας, στην πολιτική και στον έρωτα, σε έναν φίλο που έχεις καιρό να ανταμώσεις, βρίσκονται στο θάνατο και στη φιλοσοφία της ζωής, βρίσκονται στα συμπυκνωμένα παρατημένα όνειρα σου και στην φτώχεια. Βρίσκονται εκεί που βρίσκεσαι κι εσύ και αναρωτιούνται: "να σκοτώσουν εμένα που όλοι μ'αγαπούσαν τόσο;"
ΟΙ ΚΥΡΙΟΤΕΡΕΣ ΧΡΟΝΟΛΟΓΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΟΛΣΤΟΪ
1928. Γεννήθηκε στη Γιασνάγια Πολιάνα της Ρωσίας.
1844. Μπήκε στο Πανεπιστήμιο του Καζάν.
1851. Πηγαίνει στον Καύκασο και κατατάσσεται στο στρατό.
1857. Έπειτα από διαμονή στην Πετρούπολη ταξιδεύει στο εξωτερικό και επαναλμβάνει το ταξίδι του στα 1880.
1862. Παντρεύεται τη Σοφία Μπερς.
1876. Αρχίζει τη διδασκαλία της νέας του φιλοσοφίας.
1910. Πέθανε στο Αστάποβο της Ρωσίας.
Ο Λέων Τολστόι (1928-1910) είναι ένας από τους σπάνιους εκείνους ανθρώπους, που αντί να υψωθούν πάνω από τον κοινό μέσο όρο, έχοντας σα βοηθό τους και κίνητρο τη φιλοδοξία, αντίθετα κατέβηκαν θεληματικά ανάμεσα στους πολλούς, από οίκτο γι'αυτούς.
Χάνοντας από νωρίς την μητέρα του, μόλις σε ηλικία τριών χρονών και τον πατέρα του στα εννιά του, αυτόν και τα τέσσερα αδέρφια του τους ανέλαβε μια μακρινή συγγενής: η "θεία Τατιάνα". Ο Τολστόι μέσω της "θείας" του απέκτησε από πολύ νωρίς ιδιαίτερη έλξη προς τη μεταφυσική, που δεν μπόρεσε να αποβάλει ποτέ. Στο σχολείο ήταν πολύ κακός μαθητής. Οι καθηγητές συνήθιζαν να λένε για τους τρεις αδελφούς Τολστόι: "Ο Σέργιος και θέλει και μπορεί. Ο Δημήτρης θέλει, μα δεν μπορεί. Ο Λέων ούτε θέλει, ούτε μπορεί...".
Ο Τολστόι αντίκριζε με μεγάλη σοβαρότητα τη ζωή. Δεν ήταν ούτε πέντε χρονών, όταν είχε κιόλας φτάσει στο συμπέρασμα ότι "η ζωή δεν είναι διασκέδαση, αλλά βαρειά προσπάθεια". Στα δεκάξι του χρόνια μπήκε στο πανεπιστήμιο του Καζάν κι άρχισε γι'αυτόν μια περίοδος φιλοσοφικών περιπλανήσεων μέσα "στην έρημο της εφηβείας", καθώς την αποκαλούσε. Για ένα ορισμένο διάστημα τον είχε πιάσει η φοβερή εκείνη απαισιοδοξία, που δεν είναι καθόλου σπάνια στην επικίνδυνη αυτή η ηλικία, όταν η ψυχή του εφήβου πρωτοαντικρίζει τη ζωή.
Η δυστυχία του οφειλόταν κατά μεγάλο μέρος και στη φυσική του ασχήμια. Αυτό τον τυραννούσε, γιατί ένιωθε μεγάλη ανάγκη να τον θαυμάζουν στα πρώτα χρόνια της νιότης του. Το πρόσωπό του ήταν "άσχημο σαν του γορίλα" καθώς έγραφε στο ημερολόγιο του. Είχε μικρά βαθουλωμένα μάτια, χαμηλό μέτωπο, χοντρά χείλια, χοντρή μύτη και τεράστια αυτιά. Είχε το πνεύμα ενός Άριελ στο κορμί ενός Κάλιμπαν. Και τόσο μεγάλο κακό του έκανε η ασκήμια του αυτή, ώστε αποφάσισε να αυτοκτονήσει. Σύντομα όμως αλλάζει γνώμη και αναζητά τη διασκέδαση, αντί για τη λήθη του θανάτου. Συχνάζει στους κοσμικούς κύκλους του Καζάν, που ήταν σημαντικό πνευματικό και κοινωνικό κέντρο του καιρού εκείνου.
Αργότερα, ανακαλύπτει τον Ζαν-Ζάκ Ρουσσώ. Η ανακάλυψη αυτή ήταν το τονωτικό που του ήταν απαραίτητο την εποχή εκείνη. Συμφιλιώθηκε με την ασκήμια του κι άνοιξε τα μάτια του στην ομορφιά της Φύσης. Απέκτησε μία νέα θρησκεία- τη λατρεία του Ρουσσώ, που τον αντίκριζε σαν υπερφυσικό πλάσμα. Είχε κρεμασμένη στο λαιμό του μια εικόνα του, σαν ιερό κειμήλιο.
Ξαφνικά, γύρω στα 1847, διακόπτει τις σπουδές του στο Καζάν και αποτραβιέται στην Γιασνάγια Πολιάνα με το ενδιαφέρον του συγκεντρωμένο στην καλλιέργεια των κτημάτων του και στη βελτίωση της ζωής των δουλοπαροίκων του.
Τα επόμενα χρόνια του τριγυρνάει στην Μόσχα, στο κέντρο μιας εύθυμης συντροφιάς νέων. Όταν στα 1851 έχασε πολλά χρήματα στα χαρτιά, έφυγε στον Καύκασο για να γλυτώσει από τους πιστωτές του. Εκεί πήγε να καταταγεί στο στρατό, όπου ο αδερφός του υπηρετούσε ως αξιωματικός. Μακριά από την παλιότερη επιθυμία του θανάτου, ο Τολστόι στα είκοσι τρία πίστευε απόλυτα στη ζωή- ενδιαφερόταν για τον μυστικισμό και τις ωραίες γυναίκες. "Τίποτα δεν είναι κακό", γράφει στους Κοζάκους. "Το να διασκεδάζει κανείς δεν είναι αμαρτία". Χαιρόταν ολόψυχα την ομορφιά της Φύσης, έπαιζε χαρτια, είχε ερωτικές περιπέτειες και δημιουργούσε αριστουργήματα ποιητικού ρεαλισμού. Ιστορίες της παιδικής του ηλικίας, ιστορίες πολέμων, μυθιστορήματα για τη ζωή των Κοζάκων, δοκίμια, επιστολές, όλα αυτά έβγαιναν σα χείμαρρος, το ένα μετά το άλλο, από την ακούραστη πένα του.
Αφοσιωμένος στα λογοτεχνικά του έργα, δεν έδινε και πολλή προσοχή στις στρατιωτικές του υποχρεώσεις. Δεν αγαπούσε τους πολέμους και στην Εισβολή, που την έγραψε σε ηλικία είκοσι τεσσάρων χρονών, έγραφε: "Είναι τάχα αδύνατον να ζουν οι άνθρωποι εν ειρήνη, μέσα σ'αυτόν το γεμάτο ομορφιές κόσμο, κάτω από αυτόν τον άπειρο έναστρο ουρανό; Πώς μπορεί κανείς σ'ένα μέρος σαν αυτό να νοιώθει μίσος και να θέλει εκδίκηση, σκοτώνοντας τους άλλους; Κάθε τι άσχημο μέσα στην ανθρώπινη ψυχή πρέπει να εξαφανίζεται στο άγγιγμα της Φύσης, που είναι η πιο άμεση έκφραση του ωραίου και του καλού".
Το 1853, ο Τολστόι από κει που μίλαγε για τον πόλεμο, κλήθηκε να κάνει το καθήκον του, όταν η Ρωσία κήρυξε τον πόλεμο κατά της Τουρκίας. Τον συνεπήρε ο ενθουσιασμός για την πατρίδα του κι όπως πολλοί άλλοι έγινε ξαφνικά πολύ άγριος. Τον είχε πιάσει μια φρενίτιδα γεμάτη μυστικισμό. Σύντομα όμως κουράστηκε και στα 1857, ο Τοστόι παραιτήθηκε και γύρισε στην Πετρούπολη. Η φήμη του όμως ως ηρωικού στρατιώτη και συγγραφέα είχε προηγηθεί απ'αυτόν. Ακολούθησε μία προσπάθεια από τους λογοτεχνικούς κύκλους να τον εντάξουν στους κόλπους τους, διαφημίζοντας τον, αλλά πιότερο διαφήμιζαν τις ικανότητες του να κατανοούν τα κείμενα του Τολστόι. Αυτή η υπεροψία απομάκρυνε τον Τολστόι από τους ανθρώπους εκείνους και απογοητευμένος θέλησε να ταξιδέψει στο εξωτερικό. Αλλά όπως ο Ντοστογιέφσκι λίγα χρόνια αργότερα, δε βρήκε ούτε εκεί την ψυχική ανάταση και την πνευματική ικανοποίηση που ζητούσε.
Μετά το δεύτερο ταξίδι του, ξαναγύρισε στη Γιασνάγια Πολιάνα κι αποφάσισε να ασχοληθεί με παιδαγωγικά έργα, όπου και άνοιξε ένα σχολείο για τα παιδιά των χωρικών της Γ.Π, κάνοντας εναλλακτικό μάθημα. Δεν πέρασε όμως πολύς καιρός που εγκατέλειψε απογοητευμένος κι αυτή του την προσπάθεια. Η απογοήτευση αυτή, σε συνδυασμό με το θάνατο των δύο αδερφών του από φυματίωση, τον έκαναν να τριγυρίζει για μια ακόμη φορά στην ιδέα της αυτοκτονίας.
Τη φορά αυτή σώθηκε από την τέχνη κι από τον έρωτα του για τη Σοφία Αντρέγιεβνα Μπερς, μια κοπέλα δεκαεφτά χρονών. Η γυναίκα του ήταν προικισμένη με πολλές αρετές και έγινε "αληθινή σύζυγος συγγραφέα", όπως έλεγε κι η ίδια. Έγραφε όσα της υπαγόρευε ο άντρας της, αναζωογονούσε τη φαντασία του, τού έδινε θάρρος, αντέγραφε με πολύν κόπο τα χειρόγραφα του και του χρησίμευε ακόμα και για "μοντέλο" διαφόρων γυναικείων προσώπων των έργων του. Μέσα
Μέσα στην ευτυχισμένη αυτή ατμόσφαιρα έγραψε δύο από τα αριστουργήματά του, την τραγωδία του ατομικού πάθους, την "Άννα Καρένινα" και το έπος του καθολικού πόνου, το "Πόλεμος και Ειρήνη".
Γύρω στα πενήντα του χρόνια σημειώθηκε μια τεράστια μεταβολή εντός του. Η ευτυχισμένη ζωή που περνούσε δεν τον ικανοποιούσε πια και μια νέα ανησυχία φώλιασε μέσα στην ψυχή του. Ο λογοτέχνης προχώρησε σ'άλλα πεδία του πνευματικού τομέα και σκοπός της ζωής του έγινε να ιδρύσει μια νέα πίστη. Ο "Τολστοϊσμός" που είχε ήδη αρχίσει να'χει οπαδούς, αφορούσε το δόγμα της "μη αντίστασης", που έχει κάποιες αναλογίες με την "παθητική αντίσταση" του Γκάντι. Πέραν αυτών, η φιλοσοφία αυτή υπαγόρευε στον άνθρωπο που θα την ακολουθούσε να απέχει από κάθε ερεθιστικό ποτό, καπνό, κρέας ζώων και ηδονή. Εφαρμόζοντας τη διδασκαλία του, ο Τολστόι απαρνήθηκε κάθε υλική χαρά, ντύθηκε με ρούχα χωρικού, έκανε χειρωνακτικές εργασίες, έμαθε να κάνει παπούτσια και έγινε χορτοφάγος. Αυτό είχε σαν συνέπεια την οξύτατη αντιπαράθεση με την οικογένεια του. Χαρακτηριστικά, είχε γράψει σε ένα γράμμα του προς ένα φίλο του, "Ίσως να μη με πιστέψεις, αλλά δεν μπορείς να φανταστείς πόσο απομονωμένος είμαι και σε ποιο σημείο οι γύρω μου με περιφρονούν". Παρόλα αυτά, το συγγραφικό του έργο την περίοδο εκείνη είναι πλουσιότατο: γράφει την περίφημη "Ομολογία" του κι αργότερα τις "Αναμνήσεις ενός τρελού", τον "Πάτερ Σέργιο", την "Ανάσταση", τη "Σονάτα του Κρόυτσερ" και τόσα άλλα.
Όσο περνούσαν τα χρόνια, ο άγριος αυτός, που έκανε ασκητική ζωή, έπαιρνε όλο και πιο απόκοσμη όψη. Αποξενωμένος από τους ανθρώπους και την οικογένειας του, έβλεπε τη ζωή ολοένα και από μεγαλύτερη απόσταση. Υπέφερε αφάνταστα από την κατάσταση εκείνη κι από τον τρόπο ζωής που ήταν αντίθετος στη διδασκαλία του και στις επιδιώξεις του. Οι συγκρούσεις μέσα στην οικογένεια του ήταν καθημερινές, η γυναίκα του είχε φτάσει στην υστερία και η ζωή στη Γιασνάγια Πολιάνα έγινε μαρτυρική. Και τέλος στις πέντε το πρωί της 28ης Οκτωβρίου του 1910, ο μεγάλος αυτός στοχαστής έκανε την πιο δραματική πράξη της ζωής του: ο γέρος αυτός, ο απόγονος πριγκίπων, το μεγάλο πνεύμα του αιώνα του έφυγε κρυφά από το σπίτι του. Πού πήγαινε; Ούτε κι ο ίδιος ήξερε. Και ο γέρος αυτός των ογδόντα χρονών, μες στη χωριάτικη μπλούζα του άρχισε να τριγυρνάει από χωριό σε χωριό και από πόλη σε πόλη.
Δεν μπόρεσε όμως να κρατήσει πολύ. Στο Αστάποβο σωριάστηκε. Κι όταν ο γιατρός πήγε πλάι του, ο άγιος εκείνος γύρισε και του είπε: "Υπάρχουν εκατομμύρια ανθρώπων πάνω στη γη αυτή που υποφέρουν. Γιατί ασχολείστε με μένα;"
Στις 10 Νοεμβρίου του 1910, στις έξι το πρωί ήρθε ο θάνατος να πάρει από τον κόσμο έναν από τους ανθρώπους, που δεν ήταν καμωμένος για τη ζωή τούτη. Κι ακριβώς οι άνθρωποι που δεν είναι καμωμένοι για τη ζωή αυτή, την κάνουν ωραιότερη, γιατί βλέπουν, γιατί οραματίζονται, γιατί ανοίγουν νέους δρόμους, γιατί αποκαλύπτουν μπροστά στα έκπληκτα μάτια των άλλων ουρανούς που κανένας δεν φαντάστηκε, εικόνες που κανένας άλλος δεν είχε κατορθώσει να ονειρευτεί.
Έτσι έφυγε από τη γη, χαμένος σε κάποια μακρινή πολιτεία ένας από κείνους που δόξασαν το ανθρώπινο πνεύμα και την ανθρώπινη ψυχή, ο Λέων Τολστόι, ο πρίγκηπας με τη χωριάτικη μπλούζα.
Πηγή: Οι Μεγάλοι Άνδρες της Ανθρωπότητας. Σειρά 10η. Οι Μεγάλοι Λογοτέχναι. Εκδόσεις Δέλτα
(Διασκευή και εκλογές από τα έργα των Thomson και Mirsky)