Ένα πράγμα ήταν σίγουρο δεν θα ’παιζα φούτμπολ μέχρι
το δεύτερο έτος, το 1941. Για να σκοτώσω την ώρα μου εκείνο το χειμώνα,
αθλητικογραφούσα λίγο στην εφημερίδα του πανεπιστημίου, κάλυπτα τις
συνεντεύξεις των προπονητών του στίβου, έγραψα μερικές εργασίες τριμήνου για τα
παιδιά του Οράτιου Μαν που δεν είχαν πάψει να ’ρχονται να με βλέπουν. Τριγύριζα
με τον Μάικ Χένεσυ, όπως λέω, σ’ εκείνη τη γωνία της 115ης και της Μπρόντγουέη μπροστά
από το μαγαζί με τα ζαχαρωτά και με τον Γουίλιαμ Φ. Μπάκλεϋ Τζούνιορ μερικές
φορές. Κατηφόριζα τρεκλίζοντας τον ποταμό Χάντσον και καθόμουν στα παγκάκια της
Ρίβερσάιντ Ντράιβ να καπνίσω κανά τσιγάρο και συλλογιζόμουν την καταχνιά στα ποτάμια·
πότε πότε έπαιρνα τον υπόγειο για το Μπρούκλιν για να δω τη Γιαγιά Τι Μα, την
Υβόνη και το Θείο Νικ και τα Χριστούγεννα γύρισα σπίτι χωρίς πατερίτσες, με το
πόδι σχεδόν γιατρεμένο.
Συναισθηματικό μεθύσι και κρασί πορτό μπρος στο
Χριστουγεννιάτικο δέ-ντρο της μητέρας με τον Τζη Ζέη που έπρεπε να τον πάω
σπίτι του μες στο χιόνι της Γκέρσομ Άβενιου. Έψαξα για την Μάγκυ Κάσιντυ στην
αίθουσα Χορού του Κόμοντορ, τη βρήκα, της ζήτησα να χορέψουμε, την
ξαναερωτεύτηκα. Συζητήσεις σε μάκρος με το Μπαμπά στη θορυβώδη κουζίνα.
Η ζωή έχει πλάκα.
Μια ιστοριούλα για να δεις το μέγεθος: ένα βράδυ
στην λέσχη της αδελφό-τητας Φι Γάμμα Δέλτα, όπου είχα θεωρηθεί «νέο μέλος» αλλά
αρνιόμουν να φοράω τη μικρή μπλε κυλόττα, τους είπα τελικά να με παρατήσουν
ήσυχο, επέμενα, όμως, να μου δώσουν το βαρέλι που ’ταν σχεδόν άδειο, το σήκωσα
πάνω από το κεφάλι μου την αυγή και σφράγισα τον πάτο… μόνος μου εντελώς σε μια
νύχτα, στην εντελώς άδεια λέσχη της αδελφότητας στην114η Οδό, με εξαίρεση ίσως
κανά δυο τύπους που κοιμόντουσαν επάνω, το σκοτάδι βασίλευε στο κτίριο, κάθομαι
σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι της αδελφότητας και βάζω ν’ ακούσω δίσκους του
Γκλεν Μίλερ στη διαπασών. Κλαίω σχεδόν. Ο Γκλεν Μίλερ κι ο Φρανκ Σινάτρα με τον
Τόμυ Ντόρσεϋ. «Αυτή που Αγαπώ Ανήκει σε Άλλον» και το «Όλα Συμβαίνουν σε Μένα»
ή το «Τσερόκι» του Τσάρλι Μπάρνετ. «Αυτή η αγάπη μου». Βοηθάω τον παράλυτο ή
ημιπληγικό Δόκτωρα Φίλιπ Κλαιρ να διασχίσει το χώρο του πανεπιστημίου –μόλις
είχαμε αρχίσει να ασχολιόμαστε με τα σταυρόλεξά του, που δημοσιεύονται στο
Journal American της Νέας Υόρκης- του αρέσω γιατί είμαι Γάλλος. Ο γέρο Τζο
Χάτερ μπαίνει στο δωμάτιό μου μια νύχτα με νεροποντή, με το καπέλο του σε κακά
χάλια, μούσκεμα από τη βροχή, με μάτια δακρυσμένα, και λέει: «Ο Χριστός
κατουράει τη γη απόψε».Στο Γουέστ Εντ ο Τζόνυ, ο Μπάρμαν κοιτάζει πάνω από τα
κεφάλια μας με τα μεγάλα χέρια του στον πάγκο. Στη δανειστική βιβλιοθήκη
διαβάζω το βιβλίο του Γιαν Βάλτιν Out of the Night, που διαβάζεται άνετα ακόμη
και σήμερα.
Κόβω βόλτες γύρω από τη Βιβλιοθήκη Λόου ενώ μ’
απασχολούν διάφορα ερωτηματικά γύρω από τις βιβλιοθήκες, ή κάτι τέτοιο τέλος
πάντων. Στο ’πα, η ζωή έχει πλάκα. Κορίτσια με γαλότσες στο χιόνι, με τα
κορίτσια του Μπάρναρντ να γίνονται όλο και πιο ζουμερά σαν τα ώριμα κεράσια του
Απρίλη, ποιος στο διάβολο μπορεί να διαβάσει γαλλικά βιβλία; Μια ψηλή αδερφή με
πλησιάζει στο παγκάκι του Ρίβερσάιντ Παρκ. «Τσουλάει;» με ρωτάει. «Γκαζώνει»,
του αποκρίνομαι. Ο Τούρκος Τάτζικ, ο εντ της σχολής της επόμενης χρονιάς,
κλαίει μεθυσμένος στο δωμάτιό μου και μου λέει πως μια φορά κάθισε σκυφτός σ’
ένα κεντρικό δρόμο σε μια πόλη της Πενσυλβάνια και τα ’κανε μπροστά σε όλους
τους περαστικούς, κατακόκκινος από ντροπή, ρεντίκολο. Κάτι τύποι κατουράνε έξω
από το Γουέστ Εντ Μπαρ, μπροστά στο πεζοδρόμιο.
Οι «σαύρες του σαλονιού», κάτι
τύποι που κάθονται νωχελικά στο σαλόνι του κοιτώνα, ξάπλα, με τα πόδια απλωμένα
πάνω σε καρέκλες. Μεγάλα σημειώματα καρφιτσωμένα πάνω σε πίνακες σου λένε πού ν
’αγοράσεις πουκάμισο, να ανταλλάξεις ραδιόφωνο, πώς να πας στο Αρκάνσας, ή εν
ολίγοις πώς να κόψεις το σβέρκο σου. Τα πόδια μου πάνε καλύτερα, είμαι
σερβιτόρος στην τραπεζαρία του Τζον Τζέη, σερβίρω δηλαδή τον καφέ, περιφέρομαι
προσπαθώντας να ισορροπήσω το δίσκο στ’ αριστερό χέρι, επιδεικνύοντας
ενδιαφέρον, κυρίες και κύριοι μου γνέφουν στέκομαι στ’ αριστερά τους και τους
σερβίρω με τρόπο ένας τύπος μου λέει: «Το ξέρεις εκείνο το χούφταλο που μόλις
τώρα του σέρβιρες καφέ; Είναι ο Τόμας Μαν». Τα πόδια μου πάνε καλύτερα,
σουλατσάρω στη γέφυρα του Μπρούκλιν και θυμάμαι κείνη τη μανιασμένη χιονοθύελλα
του 1936 όταν ήμουν δεκατεσσάρων χρονών και η Μαμά μου μ’ έφερε στο Μπρούκλιν
για να κάνουμε επίσκεψη στη Γιαγιά Τι Μα: είχα τις γαλότσες μου από το Λόουελ
μαζί μου. «Πάω για βόλτα στη Γέφυρα του Μπρούκλιν και θα γυρίσω», είπα.
«Εντάξει». Πηγαίνω στη γέφυρα μ’ έναν αέρα που λυσσομανούσε και το χιονόνερο να
μου περονιάζει το κατακόκκινο πρόσωπο μου, φυσικά, ούτε ψυχή στον ορίζοντα,
εκτός από έναν άνθρωπο 1 και 90 που ’ρχεται προς τη μεριά μου, με μεγάλο κορμί
και μικρό κεφάλι· κατευθύνεται σκεφτικός προς το Μπρούκλιν, χωρίς να με
κοιτά-ζει, με μεγάλες δρασκελιές. Ξέρεις ποιο ήταν εκείνο το χούφταλο;
[…] Έtσι πέρασα τον Ιανουάριο και τον Φεβρουάριο ως
μαθητευόμενος αθλητικογράφος στην Sun του Λόουελ. Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ
περήφανος. Βέβαια, κάμποσες φορές δούλεψε σαν λινοτύπης στην αίθουσα τύπου και
του πήγαινα γεμάτος περηφάνια ένα από τα δακτυλογραφημένα μου άρθρα (για το
μπάσκετ του Γυμνασίου του Λόουελ ας πούμε) –του το έβαζα στο καλάθι του- και
ανταλλάσσαμε ένα χαμόγελο. «Μην το εγκαταλείψεις, αυτό, αγόρι μου, decouragez
ons nous pas, ça va venir, ça va venir». (Σημαίνει: Ας μην χάνουμε το κουράγιο
μας, θα ’ρθει, πού θα πάει, θα ’ρθει, πού θα πάει»).
Εκείνη ακριβώς την εποχή, μου ’ρθε στο μυαλό η φράση
«Η Ματαιοδοξία του Ντουλουόζ», που έγινε κι ο τίτλος ενός μυθιστορήματος μου
που άρχιζα να γράφω στο γραφείο μου του αθλητικού ρεπόρτερ γύρω στο μεσημέρι
κάθε μέρα, γιατί η δουλειά της ημέρας με απασχολούσε μόνο από τις εννιά μέχρι
το μεσημέρι, έγραφα και δακτυλογραφούσα γρήγορα και μετέφερα αδιάκοπα το άρθρο
μου από δω κι από κει. Το μεσημεριανό, όταν έφευγαν όλοι από την σύνταξη, και
βρισκόμουν μόνος μου, έβγαζα στη ζούλα τις σελίδες του μυστικού μου
μυθιστορήματος και συνέχιζα να γράφω. Το διασκέδαζα περισσότερο από κάθε άλλη
φορά στη ζωή μου το «γράψιμο», γιατί μόλις είχα ανακαλύψει τον Τζέημς Τζόυς και
νόμιζα πως μπορούσα να μιμηθώ τον Οδυσσέα (ενώ στην πραγματικότητα μιμούμουν
τον «Ήρωα Στίβεν» όπως ανακάλυψα αργότερα). Επρόκειτο για μια πραγματικά
εφηβική αλλά ειλικρινή προσπάθεια, «με δύναμη, «πολλά υποσχόμενη», όπως τη
χαρακτήρισε ο Αρτς Μακντούγκαλντ, ο μετέπειτα τοπικός πολιτιστικός μας
μέντορας).
Είχα ανακαλύψει τον Τζέημς Τζόυς, τον ελεύθερο συνειρμό, είχα
ολόκληρο το μυθιστόρημα μπροστά μου. Περιέγραφα απλά τις ασήμαντες καθημερινές
ασχολίες του «Μπομπ» (εγώ), του Πάτερ (ο μπαμπάς μου), κ.λπ., κ.λπ., όλων των
άλλων αθλητικογράφων, όλων των κολλητών μου στο θέατρο και νυχτερινά μπαρ, όλες
τις μελέτες (εκτεταμένες ομολογουμένως) που ’χα ξαναρχίσει στη Δημόσια
Βιβλιοθήκη του Λόουελ, τα απογεύματα που περνούσα ως ασκούμενος στην ΧΕΝ, τα
κορίτσια με τα οποία τα είχα, τις ταινίες που έβλεπα, τις συζητήσεις μου με τον
Σάββα, τη μητέρα και την αδελφή μου, σε μια προσπάθεια να σκιαγραφήσω όλο το
Λόουελ όπως το είχε κάνει ο Τζόυς με το Δουβλίνο.
Για να πάρεις μια ιδέα, η πρώτη σελίδα άρχιζε ως
εξής: «Ο Μπομπ Ντουλουόζ ξύπνησε κανονικά, έκπληκτος με τον εαυτό του, έβγαλε
τα πόδια του σβέλτα έξω από τα ζεστά σεντόνια. Δύο βδομάδες τώρα, κάνω αυτή την
κίνηση καθημερινά. Πώς είναι δυνατό, εγώ ένας από τους μεγαλύτερους
τεμπελχανάδες του κόσμου να σηκώνομαι ένα κρύο γκρίζο πρωινό χωρίς ίχνος
«Στην κουζίνα», γρύλισε ο Πατέρας.
«Άντε κουνήσου, είναι περασμένες εννέα».
«Ο Ντουλουόζ, το τρελό καθίκι. Κάθισε στο κρεβάτι
και συλλογίστηκε για λίγο. Πώς το κάνω; Τσιμπλιασμένα μάτια.
«Πρωί στην Αμερική.
«Τι ώρα περνάει ο ταχυδρόμος;» ρώτησε γρυλίζοντας ο
Πατέρας.
«Γύρω στις εννιά» αποκρίθηκε ο μαλάκας ο Ντουλουόζ.
Αααχ ααχ. Βρήκε τις άσπρες του κάλτσες, που δεν έχαιραν άκρας καθαριότητας, και
τις φόρεσε. Τα παπούτσια θέλουν γυάλισμα. Οι παλιόκαλτσες βρέθηκαν βουτηγμένες
στη σκόνη κάτω από την κομόντα· τις χρησιμοποιεί Έτριψε τα παπούτσια του όπως
κάνουν οι λούστροι, με τις παλιόκαλτσες. Μετά τίναξε το παντελόνι, ντινγκ,
ντίνγκ, ντινγκ. Ντινγκ, μια αλυσίδα, χρήματα και δύο κλειδιά, ένα για το σπίτι,
ένα για τα αποδυτήρια των Επιχειρηματιών στη ΧΕΝ της περιοχής. Της περιοχής…
αυτή η γαμημένη λέξη των εφημερίδων. Δωρεάν εγγραφή 231 δολάρια… ντους,
κωπηλασία, μπάσκετ, στίβος, πισίνα , κλπ., και ραδιόφωνο. Αν είχα ασχοληθεί με
την εκδοτική επιτυχία της «Χ». Αν είχα ασχοληθεί. Εκδοτική Επιτυχία. Μπομπ
Ντουλουόζ, ο περιπλανώμενος ανταποκριτής, όπως τον αποκαλεί ο Σόκκο.
«Πρωί στην Αμερική».
(Και
πάει λέγοντας).
Το πιάνεις;
Να πώς αρχίζουν οι
συγγραφείς, αντιγράφοντας τους μεγάλους δασκάλους (χωρίς να υποφέρουν όπως
αυτοί που θεωρούνται οι μεγάλοι δάσκαλοι), ώσπου να βρουν το δικό τους στιλ,
και τη στιγμή που θα το βρουν παύει πια να έχει γούστο, γιατί δεν μπορείς να
μιμηθείς τα βάσανα κανενός άλλου δασκάλου, μόνο τα δικά σου.
Το πιο όμορφο σε όλες
εκείνες τις χειμωνιάτικες νύχτες ήταν όταν άφηνα τον πατέρα μου να ροχαλίζει
στο δωμάτιό του, γλιστρούσα ανάλαφρα στην κουζίνα, άναβα το φως, έφτιαχνα μια
τσαγέρα τσάι, κολλούσα τα πόδια μου στην θερμάστρα πετρελαίου, έγερνα πίσω στην
κουνιστή πολυθρόνα, και διάβαζα την πλήρη έκδοση του βιβλίου του Ιώβ ως την
παραμικρή λεπτομέρεια και τον Φάουστ του Γκαίτε και τον Οδυσσέα του
Τζόυς, ως τα ξημερώματα. Κοιμάμαι δύο ώρες και πηγαίνω στη Sun του Λόουελ.
Τελειώνω τη δουλειά της εφημερίδας το μεσημέρι, γράφω ένα κεφάλαιο από το
«μυθιστόρημα». Πηγαίνω να φάω δύο χάμπουργκερ στην Κέρνυ Σκουέαρ, στο Γουάιτ
Τάουερ. Πηγαίνω μέχρι τη ΧΕΝ, προπονούμαι, ρίχνω μερικές γρήγορες γροθιές στον
αμμόσακο και τρέχω γρήγορα ένα τρακοσάρι στο στίβο του πάνω ορόφου. Μετά,
κατευθείαν στη βιβλιοθήκη όπου διάβαζα τον Χ. Τζ. Γουέλς, κρατάω επιμελημένες
σημειώσεις, ευθύς εξαρχής, από τη μεσοζωική περίοδο των ερπετών, με σκοπό να
φτάσω ως τον Μέγα Αλέξανδρο πριν από την άνοιξη και να ψάξω όλες τις αναφορές
του Γουέλς που με προβλημάτισαν ή μ’ ενδιέφεραν στην ενδέκατη έκδοση της Εγκυκλοπαίδειας
Μπριτάνικα, που βρισκόταν εκεί μπροστά μου στα παλιά κυκλικά ράφια. «Τη
στιγμή που θα τελειώσω, θα ξέρω με κάθε λεπτομέρεια οτιδήποτε έχει συμβεί στον
κόσμο».
Έπαιρνα όρκο γι’ αυτό. Στις εννιά, η βιβλιοθήκη έκλεινε, και έφευγα
εξαντλημένος απ’ αυτό το φοβερό πρόγραμμα· ο μπάρμπα Σάββας με περίμενε πάντα,
θλιμμένος στην είσοδο της βιβλιοθήκης, μ’ εκείνο το μελαγχολικό χαμόγελο,
έτοιμος για ένα σοκολατένιο γλυκό ή μια μπίρα, οτιδήποτε, αρκεί να μπορούσε να
ανταλλάξει μαζί μου μερικές φιλοφρονήσεις.
Αυτό
δεν είναι βιβλίο για τον Σάμπυ, γι’ αυτό βιάζομαι…