Όποιος
διαβάζει ποίηση των ημερών μας σε αυτή την χώρα νιώθει όπως ο ταραγμένος
πολίτης που βγαίνει έξω μία ηλιόλουστη ημέρα και συνειδητοποιεί ότι ο διαβάτης
που μόλις τον προσπέρασε φορούσε αδιάβροχο πανωφόρι∙ ο γείτονας κρατάει
ομπρέλα∙ ένα ταξί που περιμένει στην άκρη του δρόμου κουνάει τους ηλιοκαθαριστήρες∙
στη στάση λεωφορείων τα κορίτσια φοράνε γαλότσες και κρατάνε τις ομπρέλες κι
εκείνος αρχίζει τελικά και αναρωτιέται, παρόλο που το βλέπει ξεκάθαρα: σήμερα
είναι μία ηλιόλουστη μέρα.
Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.
Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017
Παρασκευή 13 Οκτωβρίου 2017
Πέμπτη 12 Οκτωβρίου 2017
Τρίτη 3 Οκτωβρίου 2017
Αργύρης Χιόνης - Ο Εσωφάγος
Μνήμη Γιώργου Κ. Καραβασίλη
Ο Εσωφάγος είναι ένα
ελάχιστο, αδηφάγο, αειφάγο τέρας, κάτι σαν σαράκι, αλλά πολύ πιο ύπουλο, πολύ
πιο επικίνδυνο. Για να γίνω σαφέστερος, ενώ το σαράκι τρώει μόνο ξύλα και,
τρώγοντάς τα, κάνει τόσο θόρυβο που είναι πολύ εύκολο να εντοπισθεί και ν’
αντιμετωπισθεί, ο εσωφάγος είναι παμφάγος και εντελώς αθόρυβος, δηλαδή μη
εντοπίσιμος και αντιμετωπίσιμος. Τρυπώνει ύπουλα παντού, μέσα σε ξύλα, σίδερα,
πέτρες, γυαλιά κι ανθρώπους, και κάνει τη δουλειά του, τη φρικτή δουλειά του,
αργά αργά και συστηματικά και με μια τεχνική εντελώς πανούργα. Κατ’ αρχάς, για
να εισχωρήσει μες στα θύματά του απαρατήρητος, ποτέ καινούργια τρύπα δεν
ανοίγει, αλλά χρησιμοποιεί ήδη υπάρχουσες εισόδους όπως αστοκάριστες οπές από
καρφιά ή βίδες, ανεπαίσθητες ουλές από σκουριά, ελάχιστες ρωγμές ή ραγισματιές,
ένα σπυρί σπασμένο, ένα κακοσφραγισμένο δόντι… Ύστερα, εντός του θύματός του
πλέον, αρχίζει να το αδειάζει, από μέσα, λίγο λίγο, ανεπαίσθητα σχεδόν,
αφήνοντας ωστόσο, μέχρι τέλους, ανέπαφο το γενικό περίβλημα, το κέλυφος. Κι εδώ
αρχίζει η τραγωδία. Γυρίζεις ένα βράδυ σπίτι σου, λιγάκι μεθυσμένος ίσως, και
βάζεις το κλειδί στην κλειδαριά κι η κλειδαριά υποχωρεί και πέφτει αθόρυβα στο
δάπεδο και το κλειδί σου μένει απορημένο μέσα σε μια υπερμεγέθη τρύπα κι
ακουμπάς την πόρτα, δεν τη σπρώχνεις, απλώς την ακουμπάς, κι η πόρτα σωριάζεται
αθόρυβα στη γη, κι εσύ, όχι ζαλισμένος από το πιοτό, αλλά απ’ όσα ανήκουστα
συμβαίνουνε μπροστά σου, απελπισμένα αναζητάς έν’ αποκούμπι και γέρνεις ώμο και
κεφάλι στον παραστάτη της εισόδου κι ο παραστάτης καταρρέει και το σπίτι
ολόκληρο αφανίζεται αθόρυβα, χωρίς ούτε ένα κρακ, σαν ν’ άδειασε κανείς από
ψηλά ένα σακί αλεύρι, σκόνη, μονάχα σκόνη που, όταν κατακάθεται, αποκαλύπτει
έν’ άδειο οικόπεδο εκεί που ήτανε το σπίτι σου πριν λίγο.
Όλες
αυτές οι πολυκατοικίες, όλοι αυτοί οι ουρανοξύστες, που φτιάχτηκαν για πάντα
και καταρρέουν μ’ ένα τίποτε, μ’ ένα σεισμό μονάχα δύο Ρίχτερ, έχουν διαβρωθεί
από αυτό το απεχθές, αυτό το ύπουλο ζωύφιο.
Το
τραγικότερο όλων όμως είναι να συναντάς στο δρόμο φίλο σου, φίλο αγαπημένο που
έχεις χρόνια να τον δεις, και με λαχτάρα να τον αγκαλιάζεις και να ανακαλύπτεις
ξαφνικά ότι αγκάλιασες το τίποτε, αφού αμέσως σκόνη γίνεται, σκόνη που την
τινάζεις απ’ τα ρούχα σου και συνεχίζεις να βαδίζεις μέσα σ’ αυτό τον εφιάλτη
που λέγεται ζωή, αλλ’ είναι, στην ουσία, το βασίλειο του εσωφάγου.
[Όντα και μη όντα, 2006]
Παρασκευή 22 Σεπτεμβρίου 2017
Ένα κλουβί βγήκε να βρει ένα πουλί
Η οικογένεια Κάφκα πήρε το όνομα της από το πουλί Choucas, το οποίο η οικογένεια του το είχε και ως έμβλημα στο εμπορικό μαγαζί της.
Πιο κάτω ακολουθούν δύο αποσπάσματα που ο Κάφκα και το Choucas γίνονται ένα.
~ * ~
Πολυαγαπημένε Κάφκα,
Θα σου φαίνεται περίεργο που σε αποκαλώ με το επώνυμό σου. Είναι γιατί ένας κόρακας μόλις πέρασε από το μικρό κομμάτι ουρανού που βλέπω από το κρεβάτι μου, χαρίζοντας μου μία στιγμή έντονης χαράς.
Το πουλί αυτό είναι ελεύθερο, το στρατόπεδο συγκέντρωσης δεν υπάρχει γι'αυτό.
Μήπως ήσουν εσύ που μου έστειλες ένα σημάδι;
Κάφκα, στα τσέχικα, σημαίνει κορακίας.
Σε λίγο θα είμαι κι εγώ ελεύθερη.
Γράμμα της Μίλενα Γιεσένκα στον Φραντς Κάφκα. Πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης, τον Μάιο του 1944.
~ * ~
Ο Φραντς Κάφκα εξήντα τρία χρόνια
τώρα μες στον τάφο του
δεν λέει ακόμα να ησυχάσει.
Κάθε βράδυ βγαίνει
και δεν γνωρίζει πια αυτή την Πράγα.
Ρωτάει για κάποιον Κάφκα
δεν τον γνωρίζουμε, λένε
για έναν Κάφκα-πουλί που έζησε εδώ
και πολλά χρόνια σ’ αυτή την πόλη, ρωτάει.
Όχι του λένε ο Choucas το πουλί
έχει χρόνια πολλά να φανεί σ’ αυτή
την πόλη και άι στο διάβολο, του λένε.
Μ. Σαχτούρης, Ακόμα για τον Κάφκα, Καταβύθιση (1990)
Τετάρτη 20 Σεπτεμβρίου 2017
Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017
Keith Arnatt - Trouser_Word Piece
To 1972, o Keith Arnatt φωτογραφίζει τον Keith Arnatt. Τη φωτογραφία του τη βάζει δίπλα σε ένα απόσπασμα από το βιβλίο "Sense and Sensibilia" του φιλοσόφου της γλώσσας J. L. Austin. "ΕΙΜΑΙ ΕΝΑΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΣ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗΣ" γράφει η πινακίδα. Η ευφυΐα του Arnatt κι ο νοών νοείτω.
Είναι κοινή σκέψη και τολμώ να πω κοινή σκέψη ορθώς,
ότι αυτό που μπορεί κανείς να ονομάσει καταφατική χρήση ενός όρου είναι βασική
- ότι, για να καταλάβουμε το «x», πρέπει να γνωρίζουμε τι είναι να είναι x ή να
είναι ένας x, και ότι γνωρίζοντας αυτό μας λέει τι δεν είναι να είναι x, τι δεν είναι ένας x. Αλλά με τη συνθήκη "πραγματικός"
Είναι η αρνητική χρήση που κυριαρχεί *.Δηλαδή, μια οριστική αίσθηση συνδέεται με τον
ισχυρισμό ότι κάτι είναι πραγματικό, ένα πραγματικό τέτοιο - και - τέτοιο, μόνο
υπό το φως ενός συγκεκριμένου τρόπου, στον οποίο θα μπορούσε να μην είναι ή να
μην ήταν πραγματικός. «Μια πραγματική πάπια» διαφέρει από την απλή «μία πάπια»
μόνο στο ότι χρησιμοποιείται για να αποκλείσει διάφορους τρόπους να
μην είναι πραγματική μία πάπια - αλλά ένα ανδρείκελο, ένα παιχνίδι, μία εικόνα,
ένα δόλωμα κτλ. - και επιπλέον δεν ξέρω ακριβώς πώς να αντιληφθώ τον ισχυρισμό
ότι είναι μία πραγματική πάπια, εκτός αν ξέρω ακριβώς τι σε αυτή τη
συγκεκριμένη περίπτωση, ο ομιλητής είχε στο μυαλό να αποκλείσει.
(Η) συνθήκη «πραγματικός» είναι όχι για να συνεισφέρει
θετικά στον χαρακτηρισμό του οτιδήποτε, αλλά να αποκλείσει τους πιθανούς
τρόπους να μην είναι πραγματικό - και αυτοί οι τρόποι είναι και οι δύο
πολυάριθμοι για συγκεκριμένα είδη πραγμάτων και είναι πιθανό να είναι αρκετά
διαφορετικοί για πράγματα διαφορετικών ειδών. Είναι αυτή η ταυτότητα της
γενικής συνθήκης συνδυαζόμενη με τεράστια ποικιλομορφία σε συγκεκριμένες
εφαρμογές, που δίνει στον κόσμο το «πραγματικό» το εκ πρώτης όψεως αινιγματικό
χαρακτηριστικό του να μην έχει ούτε ένα ενιαίο νόημα που δεν αποτελεί ασάφεια
προς το παρόν, μια σειρά διαφορετικών σημασιών.
* Στο κείμενο του Austin χρησιμοποιείται ο αγγλικός ιδιωματισμός wear the trousers, που χρησιμοποιούνταν κυρίως για τις γυναίκες που είχαν τον πρώτο λόγο σε μία σχέση. Ο Arnatt αυτοσαρκάζεται και μ'αυτό: στη σύνθεση δίνεται η ονομασία "Trouser - Word Piece".
Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017
Κρίτων Αθανασούλης - Άγιος Θωμάς
Δε γέλασα ποτέ ποτέ κανένα
έτσι πού ή αλήθεια να χλωμιάσε
κι αδύνατη να γίνει ή διαφυγή μου.
Τον Άγιο Θωμά τον είδα μπρος μου
και χαίρω πού τον είδα. Βγήκα έξω,
τσιγάρα από το κιόσκι ν' αγοράσω.
Σούρουπο ήταν. Τα νέφη είχαν κατέβη
στην άσφαλτο κι ανάμεσα τους είδα
τον 'Aγιο Θωμά δίχως μια λάμψη
πού ντύνει την παραίσθηση, έτσι ακέριο,
ενσώματο στην ερημιά του δρόμου.
Ερχόταν κατεπάνω μου o Άγιος.
Κι όπως ένας πού σκέφτεται αδιάκοπα
αγαπημένο πρόσωπο και ξάφνου,
τη γωνιά στρίβοντας, το συντυχαίνει, έτσι
κι εγώ τον σύντυχα μπροστά μου.
Τον γνώρισα όπως την τοιχογραφία
στο νου μου έφερα την ώρα εκείνη βυζαντινής
μητρόπολης. Ήταν γέρος πολύ, θλιμμένος και
βασανισμένος, σχεδόν ρακένδυτος, με γένια και με
φρύδια, σμιχτά, μάτια θλιμμένα.
Είμαι ο Άγιος Θωμάς δε μου 'πε,
αλλά ποιος αμφιβάλλει πώς αυτός
ήταν άφου στο 'να του δάχτυλο
είχε μείνει αίμα πηχτό; Ποιος αμφιβάλλει;
Μοναδική ή στιγμή να 'μαι μπροστά του. Τον κοίταζα
πολύ και κείνος στάθη. Κι οι δυο μας δε μιλούσαμε, μα
'γώ βιάστηκα λίγο μη τον χάσω.
- Άγιε Θωμά, είμαι αγέρωχος απόψε,
γιατί νίκησα μέσα μου το θάνατο
το θάνατο πατήσας κι είμαι τώρα έξω
να βρω τσιγάρα ν' αγοράσω.. Άγιε Θωμά,
αναστήθηκα και να 'μαι. Εκείνος έκαμε μια κίνηση
ασυναίσθητα κοιτώντας το βαμμένο δάχτυλο, σε μένα
έτοιμος ν' ακουμπήσει. Κίνηση μονάχα.
Όμως τ' απόσυρε. Ήταν μια συνήθεια.
Τότες είδα την απιστία του πάλι
δισταχτική, μα βέβαιη, σαρκωμένη.
-Αναστήθηκα, του 'πα. Μέρωσα τον κόσμο.
Σήκωσα το κεφάλι, είπα τ' όχι πολλές φορές· Κοίταξε
τις πληγές μου. Να ο εμπτυσμός στο πρόσωπο μου,
δείγμα καλύτερο τι θέλεις; Να ή κεντημένη πλευρά μου.
Να το μάγουλο μου κατέρυθρο, πού έστρεψα. Το κέρδος
μοίρασα και το φθόνο σήκωσα στ' αλήθεια. Άγιε Θωμά,
σκληρές ήταν οι μέρες.
- Τα έθνη μάχονται, είπε. Σύρε να πεθάνεις. Τα έθνη
ψεύδονται. Κράξε την αλήθεια.
"Αν θες ν' αναστηθείς, πέθανε πρώτα.
- Πέθανε ο αδελφός μου, τον σταύρωσαν, το ίδιο είναι,
ο κόσμος υποφέρει αιχμάλωτος στα πάθη του, το ίδιο
είναι. Το παιδί διόλου δεν προφταίνει άντρας να γίνει,
ή κόρη να ωριμάσει κι ο άντρας να χαρεί τη
λευτεριά του. Το ίδιο είναι. Τι είναι σκληρός θάνατος,
το θάνατο να βλέπεις. Το ίδιο είναι,
Άγιε Θωμά, πολύ έχω πεθάνει... Κι έφυγε ξαφνικά.
Τα νέφη σπάσαν ωσάν σεντόνι κι έφυγε από μέσα.
Και τότε μες στη νύχτα ψάχνω να 'βρω πληγές μες στο
κορμί μου. Είδα αίμα. Δεν αναστήθηκα λοιπόν;
Το δάχτυλο μου βύθισα στις πληγές.
"Ω, αυτές υπάρχουν. Όμως ο Άγιος έφυγε.
Ούτε κατεδέχθη ν' αγγίσει τις πληγές.
Φώναξε μόνο:
- Πληγώσου κι άλλο, γιατί αυτό δε φτάνει.
(1957)
Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017
Ingeborg Bachmann: το να γράφεις χωρίς ρίσκο...
Σταμάτησα να γράφω ποιήματα, τη στιγμή που υποψιάστηκα ότι
θα μπορούσα να γράφω ποίηση ακόμη κι αν δεν ένιωθα την ανάγκη να το κάνω. Και
δεν πρόκειται να υπάρξουν άλλα ποιήματα προτού πείσω τον εαυτό μου ότι πρέπει
να είναι και πάλι ποιήματα και μόνο ποιήματα τόσο καινούρια, ώστε να
ανταποκρίνονται πραγματικά στα όσα έχω ζήσει έως τώρα. Το να γράφεις χωρίς
ρίσκο είναι ένα 'συμβόλαιο ασφάλισης' με μια λογοτεχνία που δεν αξίζει.
Jack Kerouac - Οι υποχθόνιοι [2]
Μια
παρέα πολύχρωμη, όπως και να έχει το πράγμα κατεβαίνοντας κάποιο δρόμο με τον Άνταμ Μούραντ ντυμένο με σμόκιν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, το είχε
δανειστεί από τον Σαμ χτες βράδυ για να μπορέσει να πάει σε κάποια πρεμιέρα με
εισιτήρια δωρεάν από το γραφείο του – τραβάμε για του Ντάντε και την Μάσκα πάλι
– αυτή η Μάσκα, αυτή η παλιά βαρετή μάσκα συνέχεια – στου Ντάντε όπου μέσα στην
φασαρία και τον θόρυβο της κοινωνικής έξαψης και στο κουβεντολόϊ κύτταξα πολλές
φορές για να πιάσω το βλέμμα της Μαρντού και να παίξουμε με τα μάτια αλλά αυτή
φαινόταν να μην το θέλει, αφηρημένη, μελαγχολική – δεν μου ήταν πια αφοσιωμένη
– άρρωστη από την όλη κουβέντα μας, με τον Μπρόμπεργκ να ξανάρχεται και άλλες
μεγάλες συζητήσεις και εκείνον τον ειδικό βλαβερό ομαδικό ενθουσιασμό που
υποτίθεται ότι αισθάνεσαι όταν σαν την Μαρτνού βρίσκεσαι με ένα αστέρι της
ομάδας ή θέλω να πω έστω ένα μέλος εκείνου του αστερισμού, πόσο αηδιαστικό,
κουραστικό θα πρέπει να ήταν γι’ αυτήν να είναι υποχρεωμένη να εκτιμήσει το
κάθε τι που λέγαμε, να θαυμάζει ακόμα και την τελευταία εξυπνάδα από τα χείλη
του ενός και μοναδικού η νεώτερη εκδήλωση του ίδιου παλιού μονότονου μυστήριου
της προσωπικότητας του μεγάλου Κάτζα – φαινόταν πράγματι αηδιασμένη, και
κυτάζοντας στο άπειρο.
Έτσι
αργότερα όταν μέσα στο μεθύσι μου κατάφερα να φέρω τον Πάντυ Κόρντοβαν στο
τραπέζι μας και μας προσκάλεσε όλους στο σπίτι του για να πιούμε κι’ άλλο (ο
συνήθως απρόσιτος κοινωνικά Πάντυ Κόρντοβαν πράγμα που οφειλόταν στην γυναίκα
του που πάντα ήθελε να γυρίζει σπίτι μόνη μαζί του, ο Μπάντυ Πόντ είχε πει,
«Είναι πολύ ωραίος δεν μπορώ να τον κυττάξω,» ψηλός, ξανθός βαρύς με γερά
σαγόνια αργοκίνητος κάου – μπόϋ της Μοντάνα, μιλώντας αργά, κινώντας αργά τους
ώμους του) η Μαρντού δεν εντυπωσιάστηκε, επειδή πάντως ήθελε να απομακρυνθεί
από τον Πάντυ και από όλους τους άλλους υποχθόνιους του Ντάντε, που τους είχα
ξαναενοχλήσει φωνάζοντας πάλι στον Ζυλιέν, «Ελάτε εδώ, πάμε όλοι στο πάρτυ του
Πάντυ να έρθει και ο Ζυλιέν,» και μόλις το άκουσε ο Ζυλιέν πετάχτηκε πάνω και
έτρεξε πίσω στον Ρος Βαλλενστάϊν και στους άλλους στο δικό τους κύκλωμα, με την
σκέψη, «Θε μου αυτός ο φοβερός Πέρσπηντ με έχει ξεκουφάνει και προσπαθεί να με
σύρει πάλι στα ανόητα στέκια του, εύχομαι να βρεθεί κάποιος να τον βάλει στη
θέση του.» […]
– Εγώ σέρνω την Μαρντού κάτω σε ένα ταξί για να βιαστούμε να πάμε στον Σαμ και όλη αυτή η νύχτα του άγριου κόσμου που στριφογυρίζει και αυτή με την αδύναμη φωνή της που την ακούω να διαμαρτύρεται από πολύ μακριά, «Μα Λήο, καλέ μου, θέλω να πάω σπίτι και να κοιμηθώ.» - «Ωχ, να πάρει ο διάολος.» και δίνω την διεύθυνση του Σαμ στον ταξιτζή, αυτή λέει ΌΧΙ, επιμένει, δίνει το Χέβενλυ Λέην, «Πήγαινε με πρώτα εκεί και πήγαινε μετά στον Σαμ» αλλά είμαι στ’ αλήθεια σοβαρά δεσμευμένος από το γεγονός ότι αν την πάω πρώτα στο Χέβενλυ Λέην τι ταξί δεν θα τα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο μπαρ που περιμένει ο Σαμ προτού κλείσει, έτσι μαλώνω, φωνάζουμε ανακατωμένα διαφορετικές διευθύνσεις στον ταξιτζή που περιμένει όπως γίνεται στον κινηματογράφο, αλλά ξαφνικά, με εκείνην την κόκκινη φλόγα την ίδια κόκκινη φλόγα (λόγω έλειψης μιας καλύτερης εικόνας) πετάγομαι από το ταξί και βγαίνω έξω και να ένα άλλο, πηδάω μέσα, δίνω τη διεύθυνση του Σαμ και βάζει μπρος για να με πάει – η Μαρντού αφημένη μέσα στην νύχτα, μέσα σ’ ένα ταξί, άρρωστη, και κουρασμένη, και εγώ σκοπεύοντας να πληρώσω το δεύτερο ταξί με το δολλάριο που εμπιστεύτηκε στον Άνταμ για να της πάρει ένα σάντουιτς αλλά μέσα στην αναστάτωση ξεχάστηκε και το έδωσε σε μένα για της το επιστρέψω – φτωχή Μαρντού γυρνάει μόνη στο σπίτι, πάλι, και ο μανιακός μεθύστακας έχει φύγει.
– Εγώ σέρνω την Μαρντού κάτω σε ένα ταξί για να βιαστούμε να πάμε στον Σαμ και όλη αυτή η νύχτα του άγριου κόσμου που στριφογυρίζει και αυτή με την αδύναμη φωνή της που την ακούω να διαμαρτύρεται από πολύ μακριά, «Μα Λήο, καλέ μου, θέλω να πάω σπίτι και να κοιμηθώ.» - «Ωχ, να πάρει ο διάολος.» και δίνω την διεύθυνση του Σαμ στον ταξιτζή, αυτή λέει ΌΧΙ, επιμένει, δίνει το Χέβενλυ Λέην, «Πήγαινε με πρώτα εκεί και πήγαινε μετά στον Σαμ» αλλά είμαι στ’ αλήθεια σοβαρά δεσμευμένος από το γεγονός ότι αν την πάω πρώτα στο Χέβενλυ Λέην τι ταξί δεν θα τα καταφέρει ποτέ να φτάσει στο μπαρ που περιμένει ο Σαμ προτού κλείσει, έτσι μαλώνω, φωνάζουμε ανακατωμένα διαφορετικές διευθύνσεις στον ταξιτζή που περιμένει όπως γίνεται στον κινηματογράφο, αλλά ξαφνικά, με εκείνην την κόκκινη φλόγα την ίδια κόκκινη φλόγα (λόγω έλειψης μιας καλύτερης εικόνας) πετάγομαι από το ταξί και βγαίνω έξω και να ένα άλλο, πηδάω μέσα, δίνω τη διεύθυνση του Σαμ και βάζει μπρος για να με πάει – η Μαρντού αφημένη μέσα στην νύχτα, μέσα σ’ ένα ταξί, άρρωστη, και κουρασμένη, και εγώ σκοπεύοντας να πληρώσω το δεύτερο ταξί με το δολλάριο που εμπιστεύτηκε στον Άνταμ για να της πάρει ένα σάντουιτς αλλά μέσα στην αναστάτωση ξεχάστηκε και το έδωσε σε μένα για της το επιστρέψω – φτωχή Μαρντού γυρνάει μόνη στο σπίτι, πάλι, και ο μανιακός μεθύστακας έχει φύγει.
Λοιπόν,
σκέφτομαι, αυτό είναι το τέλος – τελικά μπόρεσα να κάνω αυτό το βήμα και μα τον
θεό την πλήρωσα καλά γιαυτά που μου έχει κάνει – έπρεπε να γίνει και αυτό είναι
– πλοπ.
Δεν είναι καλά να ξέρεις τον χειμώνα
που έρχεται
και πως η ζωή θα γίνει λίγο
πιο ήσυχη – και θα είσαι σπίτι
γράφοντας και τρώγοντας καλά και
θα
περνάμε ευχάριστες νύχτες
αγκαλιασμένοι
ο ένας με τον άλλον – και είσαι
σπίτι
τώρα, ξεκούραστος και τρώγοντας
καλά γιατί
δεν θα έπρεπε να λυπάσαι τόσο
πολύ – και νοιώθω
καλύτερα όταν ξέρω πως είσαι
καλά.
και
Γράψε μου ότι νάναι,
Σε παρακαλώ να είσαι καλά
Η Φλίλη σου
Και με την αγάπη μου
Και Ω
Και με Αγάπη για Σένα
ΜΑΡΝΤΟΥ
Σε παρακαλώ
Τρίτη 5 Σεπτεμβρίου 2017
Jack Kerouac - Οι Υποχθόνιοι [1]
Μέσα από τους Υποχθόνιους,
ο Κέρουακ μέσα από τον Λήο Πέρσπηντ- ένα νέο και αναγνωρισμένο συγγραφέα- μέσα στην
περίφημη γειτονιά με την ειρωνική ονομασία, το Χέβενλυ Λέην του Σαν Φρανσίσκο, συνειδητοποιεί
πόσο δύσκολο είναι να καταλάβει κανείς τους υποχθόνιους ανθρώπους, δύσκολο να
εκφραστεί ελεύθερα ακόμη κι ανάμεσα σε καλλιτέχνες, δύσκολο να ξυπνήσει το πρωί
στο γκρίζο Σαν Φρανσίσκο ολόκληρος, δύσκολο να του επιτρέψουν η ζωή του να
είναι ένας σωρός από μπύρες, διαδρομές, νύχτες και όνειρα.
Ίσως αυτό το «Δεν
καταλαβαίνεις» της Μαρντού – κεντρικής ηρωίδας του βιβλίου – να είναι ό,τι πιο
υποχθόνιο έχει ειπωθεί ποτέ από άνθρωπο.
(Ο Άνταμ Μούραντ στους Υποχθόνιους είναι ο Α. Γκίνσμπεργκ, ο Λήο Πέρσπηντ είναι ο Τ. Κέρουακ, ο Γιούρι Γκλιγκόρικ είναι ο Γ. Κόρσο)
[...] Αχ
λυπημένη Μαρντού με μικρά σκοτεινά μάτια κυτάζοντας με πόνο και περίμενε όλη
νύχτα σε σκοτεινό κρεβάτι και ο σουρωμένος την κυτάει θολά και πράγματι τρέχω
αμέσως κάτω για να πάρω δυο κουτιά μπύρα να συνέλθω – («Να βάλω χαλινάρι στους φοβερούς
κυνηγούς κεφαλών» θα έλεγε ο Γέρο Μπαλ Μπαλούν), έτσι καθώς πλενόταν για να
βγει έξω χασμουρήθηκα δυνατά και σαλτάρισα – έπεφτα για ύπνο περιμένοντάς την
να γυρίσει πράγμα που έγινε αργά το απόγευμα, ξυπνώντας για να ακούσω τις φωνές
των αθώων παιδιών κάτω στα στενά – η φρίκη της φρίκης, και αποφασίζοντας, «Θα
γράψω αμέσως ένα γράμμα στον Λαβαλίνα», βάζοντας μέσα ένα δολλάριο και ζητώντας
συγνώμη που μέθυσα τόσο πολύ και φέρθηκα με τέτοιον τρόπο ώστε να με
παρεξηγήσει – η Μαρντού γυρνώντας, κανένα παράπονο, μονάχα ένα δυο λίγο
αργότερα, και οι μέρες κυλώντας και περνώντας και όμως με συγχωρεί αρκετά ή
είναι αρκετά ταπεινό μέσα στο ξύπνημα του άστρου μου που πράγματι σβήνει να μου
γράψει, μερικές νύχτες αργότερα, αυτό το γράμμα:
Αγαπημένο
μου μωρό,
Δεν
είναι καλά, να ξέρεις τον χειμώνα που έρχεται-
Καθώς
παραπαπονιόμασταν τόσο πολύ για τις ζέστες και τώρα οι ζέστες είχαν τελειώσει,
κάτι ψυχρό κυκλοφορούσε στον αέρα, μπορούσες να το νοιώσεις στην βροχερή γκρίζα
ατμόσφαιρα του Χέβενλυ Λέην και στην όψη του ουρανού και νύχτες με περισσότερη
κυματιστή λάμψη στα φώτα του δρόμου. –
-Και
πως η ζωή θα γίνει λίγο πιο ήσυχη – και θα είσαι σπίτι γράφοντας και
τρώγοντας καλά και θα
περνάμε ευχάριστες νύχτες αγκαλιασμένοι ο ένας με τον άλλον – και είσαι σπίτι
τώρα, ξεκούραστος και τρώγοντας καλά γιατί δεν θα έπρεπε να λυπάσαι τόσο πολύ. –
Γραμμένο μετά που, μια νύχτα, στην Μάσκα μαζί της και με
τον νεοφερμένο και μελλοντικό εχθρό Γιούρι στο μεταξύ κάτι σαν μικρό αδερφό
είχα πει ξαφνικά «Νοιώθω απίθανα λυπημένος μου’ ρχεται να πεθάνω, τι μπορούμε
να κάνουμε;» και ο Γιούρι πρότεινε «Πάρε τηλέφωνο τον Σαμ,» πράγμα που μέσα
στην λύπη μου, το έκανα, και τόσο ειλικρινά, ώστε ενώ σε άλλη περίπτωση δεν θα
έδινε καμιά σημασία όντας δημοσιογράφος και πετυχημένος και χωρίς καιρό για
χάσιμο, μας δέχτηκε και τους τρεις μας, για να πάμε αμέσως, από την Μάσκα, στο
διαμέρισμα του στο Ράσσιαν Χιλ όπου πήγαμε, εγώ μεθώντας περισσότερο παρά ποτέ,
ο Σαμ όπως πάντα να μου δίνει γροθιές και να λέει «Τι κακό κι αυτό με σένα,
Πέρσπηντ,» και, «Κατά βάθος είσαι ένα σάπιο πράμμα» και «Εσείς οι Κάνοκ είστε
στ’ αλήθεια όλοι ίδιοι αλλά πιστεύω πως δεν θα το παραδεχτείτε μέχρι να
πεθάνετε.» - Η Μαρντού παρακολουθούσε διασκεδάζοντας, πίνοντας λίγο, τελικά ο
Σαμ, πέφτοντας τύφλα στο μεθύσι, αλλά όχι στ’ αλήθεια, επιθυμώντας να πιει κι’
άλλο, πάνω από ένα μικρό χαμηλό τραπέζι σκεπασμένο μια πιθαμή με σταχτοδοχεία
γεμάτα μέχρι επάνω και ποτά και μικροπράγματα, μπαμ και κάτω, η γυναίκα του, με
μωρό κούνιας, αναστενάζοντας- ο Γιούρι που δεν έπινε αλλά μονάχα κύταζε με κάτι
μάτια σαν χάντρες, αφού μου είχε πει από την πρώτη μέσα που ήρθε, «Ξέρεις Πέρσπηντ
στ’ αλήθεια μ’ αρέσεις τώρα, στ’ αλήθεια τώρα αισθάνομαι πως επικοινωνώ μαζί
σου», πράγμα που θα έπρεπε να υποπτευθώ, σ’ αυτόν επειδή αποτελούσε ένα είδος
κακού ενδιαφέροντος μέσα στην αθωώτητα της δραστηριότητας μου, που ήταν όλη
σχετική με την Μαρντού.
-γιατί δεν θα έπρεπε να λυπάσαι τόσο πολύ
Ήταν το μόνο γλυκό
σχόλιο που η σπαρακτική Μαρντού έκανε για εκείνην την ολέθρια φοβερή νύχτα –
όμοια με το παράδειγμα 2, που ακολουθεί το προηγούμενο με το Λαβαλίνα, την
νύχτα, με το όμορφο σαν φαύνο αγόρι που είχε κοιμηθερί με την Νίκυ δυο χρόνια
πριν μετά από ένα μεγάλο διεφθαρμένο άγριο πάρτυ που το είχα οργανώσει εγώ ο ίδιος
τον καιρό που ζούσα με την Νίκυ την υπέροχη κούκλα της βρυχώμενης μυθικής
νύχτας, βλέποντας το στην Μάσκα, και μαζί με τον Φρανκ Τσάρμοντυ και όλους τους
άλλους, τραβώντας τον από το πουκάμισο, επιμένοντας να έρθει μαζί μας και στα
άλλα μπαρ, η Μαρντού τελικά μέσα στην θολούρα και τον βρυχηθμό της νύχτας να
μου φωνάζει «Ή εγώ ή αυτός που να πάρεις ο διάολος», αλλά στ’ αλήθεια δεν το
έλεγε στα σοβαρά η ίδια συνήθως δεν έπινε γιατί ήταν υποχθόνια αλλά στην
υπόθεση με τον Πέρσπηντ ήταν τώρα γερό ποτήρι) – έφυγε, την άκουσα να λέει «Πάει,
τέρμα» αλλά ποτέ ούτε για μια στιγμή δεν το πίστεψα και δεν ήταν έτσι, αργότερα
γύρισε, την είδα ξανά, τα ξαναφτιάξαμε, ήμουν για άλλη φορά το κακό παιδί και
πάλι με τρόπο αλλόκοτο σαν τεκνό, αυτό με καταπίεσε και πάλι καθώς ξύπνησα στο
γκρίζο Χέβενλυ Λέην πρωί – πρωί ζαλισμένος ακόμα από την μπύρα. – Αυτή είναι η
ομολογία ενός ανθρώπου που δεν μπορεί να πιει. – Και έτσι το γράμμα της που
έλεγε:
γιατί δεν θα έπρεπε να λυπάσαι τόσο πολύ – και νοιώθω
καλύτερα όταν είσαι καλά.
Συγχωρώντας, ξεχνώντας
όλην αυτήν την θλιβερή παλαβομάρα όταν το μόνο που θέλει να κάνει, «Δεν θέλω να
βγαίνω έξω και να πίνω και να μεθοκοπάω με όλους τους φίλους σου και να πηγαίνω
συνέχεια στου Ντάντε και να βλέπω όλους εκείνους τους Ζυλιέν και τους υπόλοιπους
πάλι και πάλι, θέλω να καθόμαστε ήσυχοι στο σπίτι, να ακούμε ραδιόφωνο και να
διαβάζουμε κάτι τέτοιο μωρό μου μ’ αρέσουν τα έργα, τα σινεμά στην οδό Αγοράς,
στ’ αλήθεια μ’ αρέσουν.» - «Αλλά εγώ τον μισώ τον σινεμά, η ζωή έχει
περισσότερο ενδιαφέρον» (άλλη μια θεωρία) – το γλυκό της γράμμα συνεχίζει:
είμαι γεμάτη παράξενα συναισθήματα, ξαναζώντας και
ξαναδίνοντας σχήμα σε πολλά παλιά πράγματα [...]
Σημείωση: η ορθογραφία έχει διατηρηθεί όπως υπάρχει στο βιβλίο Οι Υπόγειοι (1980) των εκδόσεων υπό σκέψη, μτφ: Λευκή Γιαννοπούλου
Σάββατο 26 Αυγούστου 2017
Διαγωνισμός Ζυθολογοτεχνίας Χικ!
Έχεις βαρεθεί τους ίδιους και τους ίδιους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς; Διαρκώς Επιστροφή, Μνήμη, Καβάφης, Καλοκαίρι, Λέξεις, Αγάπη, Οικογένεια;
Αν όχι, έχεις ξεμείνει και θες να πιεις λίγη μπύρα παραπάνω;
Στείλε την ιστορία σου (με όποιο περιεχόμενο θες) έως 1500 λέξεις, που να περιλαμβάνει απαραίτητα μία (1) τουλάχιστον φορά, Δέκα (10) από παρακάτω λέξεις/μπύρες, με όποια σειρά και όσες φέρεις θέλεις:
ΑΡΓΩ, ΔΙΑΣ, ΚΙΡΚΗ, ΦΟΝΙΑΣ, ΠΙΚΡΗ, ΒΟΡΕΙΑ, ΔΕΛΦΟΙ (DELPHI), ΘΕΡΟΣ, ΒΑΜΠΙΡ (VAMBEER), ΕΡΕΒΟΣ, ΣΤΑΛΑ, ΠΛΑΣΤΙΓΓΑ, MOLOTOV, ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΗ, ΚΟΥΚΟΥΒΑΓΙΑ (NOCTUA), ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΚΑΛΛΙΕΡΓΙΕΣ (DARK CROPS), ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ (OLYMPICA MAGNA), ΧΙΟΣ, ΜΥΚΟΝΟΣ (MIKONU), ΤΡΕΛΛΟ ΓΑΙΔΟΥΡΙ (CRAZY DONKEY), ΦΛΑΡΟΣ, ΛΥΡΑ, ΣΟΛΟ, ΦΟΥΡΙΑΡΗΣ, ΣΚΟΤΙΔΙ, ΑΜΕΡΙΚΑΝΑ, ΧΩΡΙΑΤΙΚΗ, ΑΣΚΙΑΝΟΣ, ΨΑΚΙ, ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΗΣ, 56 ΝΗΣΙΑ (56 ISLES), ΣΚΝΙΠΑ, ΘΗΤΑ, ΩΜΕΓΑ, ΕΨΙΛΟΝ, ΠΑΛΙΡΡΟΙΑ (MAREA), ΗΦΑΙΣΤΕΙΟ (VOLKAN), ΚΑΤΣΙΚΑ, ΟΔΥΣΣΕΙΑ (ODYSSEY), ΑΛΗ, ΓΙΑΝΝΗΣ ή ΓΙΑΝΝΗΔΕΣ (JOHNNIES), ΔΕΥΤΕΡΑ, ΤΡΙΤΗ, ΤΕΤΑΡΤΗ, ΠΕΜΠΤΗ, ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ, ΣΑΒΒΑΤΟ, ΚΥΡΙΑΚΗ, 8Η ΜΕΡΑ, ΛΑΒΑ (SEPTEM), ΚΕΡΚΥΡΑ, IONIO (CORFU), ΕΠΤΑ ΣΤΑΓΟΝΕΣ (SEVEN DROPS)
Στείλε την ιστορία σου εδώ μέχρι τις 30 Σεπτεμβρίου, μαζί και τα στοιχεία επικοινωνίας σου.
Βραβεία XIK:
1ος Νικητής: 1 κιβώτιο 24 φιάλες με τις μπύρες που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορία + 3 αντίτυπα της συλλογής
2ος Νικητής: 1 κιβώτιο 12 φιάλες με τις μπύρες που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορία + 2 αντίτυπα της συλλογής
3ος Νικητής: 6 φιάλες με τις μπύρες που χρησιμοποιήθηκαν στην ιστορία + 1 αντίτυπο της συλλογής
Για κάθε συμμετέχοντα (με δημοσιευμένη ιστορία): Κέρασμα μια παγωμένη μπύρα στο Coffee24/Beer24
Περισσότερες πληροφορίες πατήστε εδώ
Πέμπτη 24 Αυγούστου 2017
Δευτέρα 21 Αυγούστου 2017
Ν. Χριστιανόπουλος - Επέτειος
[...]
Δὲν ξέρω τί τῆς ἔκανες αὐτῆς τῆς καρδιᾶς
καὶ ξημεροβραδιάζεται μὲ τ’ ὄνομά σου
ὅμως ἐγὼ εἶμαι ἀδύνατος ἄνθρωπος,
ἡ σάρκα μου πεινάει, θέλει νὰ φάει,
τὸ αἷμα μου κρυώνει, θέλει νὰ ζεσταθεῖ.
Νὰ φύγεις ἀπ’ τὴ μνήμη μου καὶ τὴν καρδιά μου
Κυριακή 20 Αυγούστου 2017
Κυριακή 13 Αυγούστου 2017
Δευτέρα 7 Αυγούστου 2017
Μέλπω Αξιώτη - Κάδμω (θραύσμα)
"Τι θα μπορείς να γίνεις όταν δεν θα είσαι πια άνθρωπος;
Τίποτα το εγκόσμιο.
Ένα μικρό μαμουνάτο στην ακρογιαλιά, απολιθωμένο, που θα το βρει τυχαία κανένα παιδί..."
Κυριακή 23 Ιουλίου 2017
Λόγια από ταινίες (The Verdict 1982)
"Τον πιο πολύ καιρό είμαστε απλά χαμένοι. Λέμε Θεέ μου, φώτισε με, δείξε μου το σωστό, την αλήθεια. Δεν υπάρχει δικαιοσύνη. Οι πλούσιοι κερδίζουν, οι φτωχοί είναι ανήμποροι. Κουραζόμαστε από το πολύ ψέμα. Ύστερα από καιρό νεκρωνόμαστε. Πεθαίνουμε. Θεωρούμε τους εαυτούς μας θύματα. Και γινόμαστε θύματα. Γινόμαστε αδύναμοι. Αμφισβητούμε τον εαυτό μας, τα πιστεύω μας."
Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017
Διονύσης Μενίδης - Μελέτη Θανάτου
Ποιος είδε ψάρι στο βουνό και θάλασσα σπαρμένη ;
Ένα κουπί ποιος φύτεψε σε θερισμένο κάμπο ;
Πουλιά το βλέπουν στεριανά και το περνούν για σκιάχτρο.
Πάνε δειλά ’πο πιο κοντά, το λένε λιχνιστήρι.
Κι ένας αετός που πέρναγε τον πιάσανε τα γέλια.
Καλά το είπατε πουλιά πως είναι λυχνιστήρι.
Λιχνίζει κύματ’ αρμυρά στ’ αλώνια του πελάγου.
Πίσω να πάει τ’ άχερο μπροστά ο καρπός να πέσει,
Πίσω να παν μέρες πικρές, μπροστά να δεις πατρίδα.
Τ’ ονοματίζουνε κι αλλιώς : του καραβιού φτερούγα.
Κι όσοι θαλασσοδέρνονται το λεν δεξί τους χέρι.
Μ’ αυτός που τό ’φερ’ ώς εδώ στον ώμο κουβαλώντας,
Όσο μπορούσε πιο μακριά ’π’ τη θάλασσα τη χέρσα,
Και τό ’μπηξε βαθιά σε γης π’ αδιάκοπα γεννάει,
Το λέει σταυρό στο μνήμα του : εκεί να τόνε θάψουν.
Τον ποιητή Διονύση Μενίδη (1956 - 2014) τον βρήκα σε ένα ελάχιστο αφιέρωμα του περιοδικού Το Δέντρο (τεύχος 212-213) με ελάχιστες πληροφορίες και καθώς έψαξα γι'αυτόν ελάχιστα εξίσου βρήκα.
Πηγή
Δευτέρα 10 Ιουλίου 2017
Κυριακή 2 Ιουλίου 2017
Παρασκευή 23 Ιουνίου 2017
Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017
Σάββατο 17 Ιουνίου 2017
Τετάρτη 7 Ιουνίου 2017
Ηρακλής Δ. Λογοθέτης - Το αρχιπέλαγος της γραφής [απόσπασμα]
Όχι, δεν υπάρχει πλέον καιρός! —Στις νωχελείς
ιδιοσυγκρασίες η σκιά μιας αρνητικής προδιάθεσης πέφτει από την αρχή σχεδόν
πάνω στο έργο τους. Η πράξη της γραφής που εκτελείται με δισταγμούς,
διαλείμματα απελπισίας, μέσα σε μια επίβουλη πνοή αρχαίας έχθρας, τελειώνει σ'
ένα κλίμα εξουθένωσης. Οι νωχελείς συγγραφείς που έχουν την ατυχία να πάσχουν
ταυτόχρονα από τη δίψα του απόλυτου ξεπέφτουν συχνά σ' ένα πνιγηρό μηδενισμό.
Οι λέξεις τους ξεσκεπάζονται ανελέητα από την αμπώτιδα της κατατονίας. Ίσως
γιατί σε μια στιγμή διαύγασης αντιλήφθηκαν ότι έχει ήδη αρχίσει η γενική πρόβα
της καταστροφής, δεν μπορούν να μιλήσουν γι' αυτήν αλλά για την αγωνία της
επαύριο. Όσο κι αν προσπαθούν να σχίσουν το δίχτυ που τους χωρίζει από τον
κόσμο της δράσης, να εκτεθούν, να ταξιδέψουν, να στρατευθούν, γυρίζουν πάντα
στο ίδιο τυφλό κι ανεξάλειπτο σημείο της προνομιακής τους όρασης. Τα στηρίγματα
τους βρίσκονται στις παύσεις· η σιωπή τους επωάζει μια μουσική γεμάτη
μετατονισμούς· τα μοτίβα της εμφανίζονται τσακισμένα από υπέρτερα χτυπήματα. Η
πικρία αυτών των συγγραφέων δεν έχει κανένα ρεαλισμό, μοιάζει περισσότερο με το
βιαστικό ξήλωμα ενός χρεωκοπημένου τσίρκου.
~ Το βιβλίο κυκλοφορεί. Το απόσπασμα ωστόσο πάρθηκε από το περιοδικό Λεβιάθαν, που δεν κυκλοφορεί.
Δευτέρα 29 Μαΐου 2017
Δευτέρα 15 Μαΐου 2017
Δευτέρα 8 Μαΐου 2017
Σάββατο 29 Απριλίου 2017
Jacques Prévert: Ολίγα ποιήματα
Έχουμε ανάγκη κάθε τόσο έναν Πρεβέρ να μας θυμίζει πως η ποίηση γράφεται και με τις πιο απλές της λέξεις.
Η ΩΡΑΙΑ ΕΠΟΧΗ
Νηστική χαμένη παγωμένη
Ολομόναχη άφραγκη
Μια κοπέλα δεκάξι χρόνων
Ακίνητη όρθια
Πλατεία Ομονοίας
Μεσημέρι Δεκαπενταύγουστου.
Ο ΧΑΜΕΝΟΣ ΧΡΟΝΟΣ
Μπροστά στην πόρτα του εργοστασίου
ο εργάτης σταματάει ξαφνικά
o ωραίος καιρός τον τράβηξε απ' το σακάκι
κι όπως γυρίζει
και τον ήλιο ατενίζει
όλον κόκκινο όλον στρογγυλό
να χαμογελάει μέσα στον ουρανό του από μόλυβδο
κλείνει το μάτι
με οικειότητα
Για πες λοιπόν σύντροφε Ήλιε
δε βρίσκεις
πως είναι μάλλον μαλακία
να δίνεις μία τέτοια ημέρα
σε ένα αφεντικό;
ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟ
Η μητέρα πλέκει
Ο γιος πολεμά
Το βρίσκει πολύ φυσικό η μητέρα
Και ο πατέρας τι κάνει ο πατέρας;
Κάνει επιχειρήσεις
Η γυναίκα του πλέκει
Ο γιος του πολεμά
Αυτός επιχειρήσεις
Το βρίσκει πολύ φυσικό ο πατέρας
Και ο γιος και ο γιος
Τι βρίσκει ο γιος;
Δε βρίσκει τίποτα απολύτως τίποτα ο γιος
Ο γιος η μητέρα του πλέκει ο πατέρας του επιχειρήσεις αυτός πόλεμο
Όταν θα έχει τελειώσει ο πόλεμος
Θα κάνει επιχειρήσεις με τον πατέρα του
Ο πόλεμος συνεχίζεται η μητέρα συνεχίζει πλέκει
Ο πατέρας συνεχίζει κάνει επιχειρήσεις
Ο γιος σκοτώθηκε δε συνεχίζει πια
Ο πατέρας και η μητέρα πηγαίνουν στο νεκροταφείο
Το βρίσκουν πολύ φυσικό ο πατέρας και η μητέρα
Η ζωή συνεχίζεται η ζωή με το πλεκτό τον πόλεμο τις επιχειρήσεις
Οι επιχειρήσεις ο πόλεμος το πλεκτό ο πόλεμος
Οι επιχειρήσεις οι επιχειρήσεις και οι επιχειρήσεις
Η ζωή με το νεκροταφείο.
ΠΡΩΙΝΟ ΓΕΥΜΑ
Έβαλε τον καφέ στο φλιτζάνι
Έβαλε το γάλα στο φλιτζάνι με τον καφέ
Έβαλε τη ζάχαρη στον καφέ με το γάλα
Με το κουταλάκι
Γύρισε
Ήπιε τον καφέ με το γάλα
Και ξανάφησε το φλιτζάνι
Χωρίς να μου μιλήσει
Άναψε ένα τσιγάρο
Έκανε δαχτυλίδια
Με τον καπνό
Έβαλε τις στάχτες
Στο τασάκι
Χωρίς να μου μιλήσει
Χωρίς να με κοιτάξει
Σηκώθηκε
Έβαλε
Το καπέλο του στο κεφάλι του
Έβαλε
Το αδιάβροχό του
Γιατί έβρεχε
Κι έφυγε
Μέσα στη βροχή
Χωρίς μια κουβέντα
Χωρίς να με κοιτάξει
Και ’γω πήρα
Το κεφάλι μου μέσα στα χέρια
Κι έκλαψα.
[Κουβέντες, μτφρ. Μιχάλης Μεϊμάρης, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1994]
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)