Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 20 Απριλίου 2019

Αυτό το δωμάτιο δεν είναι δικό σου (α' μέρος)



Μέρος Α΄: Η Τζούντιθ δεν είναι εδώ

“The cage door had been opened
but the canary had refused to fly out”
~ Germaine Greer


            Για χρόνια υπήρχε μία μεγάλη παρανόηση στο μυαλό μου, που μου την είχε δημιουργήσει ο πίνακας της ζωγράφου Νεφέλης Σουλακέλλη. Ο συγκεκριμένος πίνακας με είχε επιβεβαιώσει, κατά έναν τρόπο, ότι το Ένα Δικό της Δωμάτιο υπήρχε· το σκουρόχρωμο σκηνικό ενός δωματίου, χαρτιά πεταμένα στο πάτωμα, μία γυναίκα ολομόναχη να απολαμβάνει τον ύπνο της και από πάνω με σφιχτό πινέλο A ROOM OF HER OWN. Αλλά αυτό, όπως είπα και στις πρώτες – πρώτες λέξεις μου, ήταν μία μεγάλη παρανόηση. Διότι στην Ελλάδα το βιβλίο “A Room of Ones Own” έχει μεταφραστεί ακριβώς όπως αναφέρεται στον τίτλο, φέροντας την υποδήλωση μαζί με τον τίτλο. Μέχρι πρότινος, αν έπεφτε στα χέρια ενός εβδομηνταπεντάρη το βιβλίο, Ένα Δικό σου Δωμάτιο θα διάβαζε. Το ίδιο κι ένας έφηβος. Το ίδιο και μία πενηντάρα που για χρόνια είχε το βιβλίο σε ένα από τα ράφια κι αποφάσισε να το διαβάσει. Μόνο που δεν είναι ένα δικό σου δωμάτιο… Και στο δικό μου νου δεν έχει να κάνει με μεταφραστική επιλογή. Έχει να κάνει με λεπτό χειρισμό. Με μία δικαίωση. Είναι σαν αυτό τον τίτλο να μπορούσε να τον πει  μ ό ν ο  η Virginia Woolf· από τη στιγμή που δεν είναι εδώ, πιο σωστά πρέπει όλες και όλοι μας να λέμε δικό της.

Έτσι λοιπόν συνειδητοποίησα ότι η μετάφραση της Βάσιας Τζανακάρη είναι η πρώτη μετάφραση στα ελληνικά που φέρνει τον τίτλο σε ευθεία γραμμή με το περιεχόμενο του βιβλίου. Το Ένα Δικό της Δωμάτιο έχει πλέον απεύθυνση, φτάνει στον προορισμό του ευθέως και ειλικρινώς, διότι το δικό σου παραμένει πάντοτε εξαρτημένο νοηματικά από ένα βλέμμα σε κάποια φοιτήτρια, ένα δάχτυλο που δείχνει σε ~ μία πρόταση που καταλήγει σε ~. Είναι απρόσωπο· ακόμη χειρότερα: είναι για τον καθένα. Και γι’ αυτό, αυτό που θα χρειαζόταν να υπογραμμιστεί, είναι πως το Ένα Δικό της Δωμάτιο κάποτε είχε τη μορφή διαλέξεων στις νεαρές φοιτήτριες του Newham και Girton, οι οποίες αργότερα έγιναν το κείμενο «Γυναίκες και Πεζογραφία» που δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό Forum (Μάρτη 1929), σχεδόν παράλληλα με την τελική μορφή του βιβλίου όπως το ξέρουμε σήμερα[i]. Κάτι ακόμη ενδιαφέρον που έχει σχέση με την μεταφραστική επιλογή της Β. Τζανακάρη, είναι ότι το Ένα Δικό της Δωμάτιο κυκλοφορεί ενενήντα χρόνια  από την πρώτη δημοσίευσή του, το 1929.

Επομένως, υπάρχει ένα αχνάρι κι αυτό πιστεύω πως αναχωρεί με τον χρόνο και αφικνείται στην ιδέα να [ξανα]διαβαστεί το βιβλίο της Woolf. Όχι ως ιστορικό, αλλά ούτε κι ως ένα ακόμη βιβλίο της Woolf. Αλλά με τα γνωρίσματα και τα σκάμματα της δικής μας εποχής στην εποχή εκείνη. Κι αν εμείς είμαστε το μπρος κι η εποχή της Woolf το πίσω, τότε από τα μπρος προς τα πίσω. Μέχρι τώρα μου έδινε την εντύπωση πως αυτό το δικό σου είναι σαν την κολοβή αράχνη, που σε οδηγεί τρεμάμενα πότε προς τη μία μεριά της σπηλιάς και πότε προς την άλλη. Μία πιστή μετάφραση, σωστή αλλά και μεσοβέζικη.

Τώρα, αν ήμαστε ακόμα στο ίδιο βιβλίο κι αν πορευόμαστε στις ίδιες σελίδες, τότε κάπου εδώ είναι που η αφηγήτρια με αφορμή το θέμα «Γυναίκες και Πεζογραφία» που της είχε ανατεθεί να παρουσιάσει μέσα σε δύο διαλέξεις, βρίσκεται στην αμφιλεγόμενη περιοχή της Βιβλιοθήκης του Oxbridge, όπου και διώχνεται από το γρασίδι που καθόταν. Ο λόγος που την διώξανε είναι ότι είναι γυναίκα και στην περιοχή της Βιβλιοθήκης επιτρέπεται να βρίσκονται μόνο καθηγητές και φοιτητές κι εδώ συναντιόμαστε με την πρώτη αλληγορία της Woolf. Η θεσμική δύναμη της βιβλιοθήκης, το θολωτό κτίσμα – ο θόλος γεμάτος βιβλία, είναι, όπως περιγράφει η Fernald Anne [ii] στο βιβλίο της, η ψεύτικη υπόσχεση της πατριαρχικής εκπαίδευσης· η θολωτή δομή που δεν ανήκουν σε αυτήν οι γυναίκες. Που έμπρακτα τις αφήνει απέξω. Διαβάζουμε μάλιστα:

Μόνο καθηγητές και φοιτητές επιτρέπονται εδώ· η δική μου θέση είναι στα χαλίκια. (σελ.29)

            Θα λέγαμε, ότι η βιβλική γυναίκα πλησίασε για μία ακόμη φορά επικίνδυνα τη γνώση κι όπως τότε εκδιώχθηκε από τον Κήπο της Εδέμ, έτσι και στο βιβλίο, από το γρασίδι και τη Βιβλιοθήκη. Η γνώση ως ταμπού για τη γυναίκα. Θα ήθελα όμως να προεκτείνω λίγο ακόμα τον συμβολισμό ή για την ακρίβεια να τον κάνω πυκνότερο: το καθόλου γόνιμο χαλίκι, οι μικρές πετρούλες, η άβια ύλη που δεν νιώθει, δεν διαμαρτύρεται, δεν συμμετέχει στην εξέλιξη της ζωής – εκεί είναι που ανήκει η γυναίκα, μας λέει η Woolf, όχι στο γρασίδι. Βέβαια, λίγο να αφεθούμε στο βιβλίο και θα δούμε ότι ο χώρος κυριαρχεί στη σκέψη της Woolf[1] ως ο χώρος που ανήκει αλλά και που δεν ανήκει η γυναίκα, η ανεξαρτησία και το μέλλον μίας συγγραφέως μετουσιωμένα σε χώρο, ο χώρος της βιβλιοθήκης, ο χώρος της γνώσης, ο χώρος του δημόσιου βίου, ο χώρος της ερμητικής ιδιωτικής ζωής, ο κοσμικός χώρος των εμπειριών, η απομόνωση ως χώρος οριζόμενος. Όλα καταλήγουν στο δωμάτιο:

[…] πρέπει να σας ζητήσω να φανταστείτε ένα δωμάτιο, σαν χιλιάδες άλλα, με ένα παράθυρο που βλέπει πάνω από τα καπέλα των ανθρώπων, πάνω από τα φορτηγάκια και τα αυτοκίνητα, σε άλλα παράθυρα, και πάνω στο τραπέζι μέσα στο δωμάτιο ένα λευκό φύλλο χαρτί όπου είναι γραμμένο με μεγάλα γράμματα ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΑ και τίποτε άλλο. (σελ.67)

[…] και να δούμε τα σπίτια τους με τα σκοτεινά, στενόχωρα δωμάτια, για να συνειδητοποιήσουμε ότι καμιά γυναίκα δεν θα μπορούσε να είχε γράψει ποίηση τότε. (σελ. 131)

Αλλά τι μπορούσε να κάνει για να βοηθήσει τον εαυτό της; Αναρωτήθηκα, καθώς φαντάστηκα τη χλεύη και τα γέλια, τις φιλοφρονήσεις των κολάκων, τις επιφυλάξεις του επαγγελματία ποιητή. Θα πρέπει να είχε κλειστεί σε κάποιο δωμάτιο στην εξοχή για να γράψει […] (σελ.135)


Πιο κάτω στο βιβλίο (σελ. 147), η Woolf δικαίως προβληματίζεται με το γεγονός ότι ενώ οι ποιήτριες προϋπήρχαν λογοτεχνικά, τον 19ο αι. τα περισσότερα έργα γυναικών συγγραφέων ήταν και συνέχισαν για καιρό να είναι μυθιστορήματα. Κι εδώ το δωμάτιο είναι παρόν. Μέσα σε δυόμιση περίπου σελίδες παρουσιάζεται όλη η οντολογία του δωματίου, ή η κοινωνιολογική, αν θέλετε, εκτριβή της εποχής εκείνης που δίνεται τόσο καθαρά και στέκει ως συλλογιστική πορεία: το καθιστικό δωμάτιο της μεσαίας τάξης κατά τον 19ο αι. ήταν ένα και ήταν κοινό. Άντρες – γυναίκες – παιδιά – σύζυγοι – γαμπροί – εγγόνια ήταν όλοι σε ένα δωμάτιο. Η γυναίκα ακόμη κι αν είχε κάποιον χρόνο να γράψει, θα τον εκμεταλλευόταν για να γράψει παρουσία όλων. Άμα θέλετε, ακούγοντας τις συζητήσεις τους και μεταφέροντας τες στο μύθο, στο χαρτί. Σίγουρα όμως ο χρόνος της ήταν στενός και τραχύς κι αυτό που επέλεγε να γράψει ήταν πρόζες κι όχι άκαμπτη ποίηση, με τους αυστηρούς της χρόνους και τις αποκλειστικές της στιγμές.

Γι’ αυτό γίνεται λόγος για το Δωμάτιο. Εκεί θα βρει η συγγραφέας, σύμφωνα με  τη Woolf, τα εργαλεία όχι απλώς να ξεκινήσει τα ερεθίσματα και τις σκέψεις της να τα κάνει γραφή, αλλά και να συνειδητοποιήσει την ύπαρξή της ως συγγραφέας.
            Για την Peggy Kamuf [iii] το βιρτζινικό δωμάτιο είναι το κλειδωμένο δωμάτιο της ιστορίας· ό,τι δεν μπορεί να διαβαστεί στη βιβλιοθήκη, εξαιτίας του ότι οι γυναίκες έχουν αποκλειστεί από τη (λογοτεχνική) ιστορία. Και σ’ αυτό ακριβώς το σκηνικό του αποκλεισμού [τους] θα έπρεπε από δω και στο εξής να δημιουργήσουν.

            Έτσι λοιπόν η γυναίκα πρέπει να έχει ένα δωμάτιο δικό της, για να μπορέσει μέσα σε αυτό να εντοπίσει, να εφεύρει, να ανασύρει το εγώ της. Το Δωμάτιο είναι η μεταφορά της γλώσσας – είναι κάτι παραπάνω από έναν χώρο που κλείνει με μία πόρτα. Είναι ο πολιτικός και πολιτισμικός χώρος της γυναίκας (μιας και οι άντρες έχουν καταλάβει το δημόσιο χώρο), το δημόσιο και το ιδιωτικό ταυτόχρονα, αλλά και ο τρόπος να διεισδύσουν σε χώρους που θεωρούνται αποκλειστικά ανδρικοί. Το Ένα Δικό της Δωμάτιο δεν έχει τόσο να κάνει με την υποχώρηση και τον εγκλεισμό της γυναίκας σε μία ιδιωτική θηλυκή σφαίρα, όσο με το ότι μιλάει τελικά για όλες αυτές τις διακοπές, την καταπάτηση και την παραβίαση των ορίων και των ψυχισμών. Κι εδώ δεν θα μπορούσα να μην μοιραστώ αυτή την εξαιρετική παρατήρηση από μεριάς της Woolf, ότι ίσως η Jane Austen να έγραφε πολύ καλύτερη λογοτεχνία, αν δεν είχε το συνήθειο να κρύβει τα γραπτά της κάθε φορά που υποπτευόταν την είσοδο κάποιου στο δωμάτιο της (Jane AustenfeMale Intruder).

Πιο πρόσφατα, το 1985, ο Έντουαρντ Σαΐντ είχε γράψει στο βιβλίο του «Οριενταλισμός» πως όταν οι άνθρωποι μιλάνε για κάποιον χωρίς να του δίνουν φωνή, γίνεται αυτός ο Άλλος[iv]. Αυτή η Άλλος επιτηρείται σχεδόν σε κάθε μικρή πτυχή της ζωής της. Αν υπολογίσουμε ότι για μία μεγάλη περίοδο η γυναίκα δεν φοιτούσε δημόσια, αλλά τις περισσότερες φορές οικιακά και με μία ύλη που περιείχε η σπιτική βιβλιοθήκη[2], τότε θα εντοπίσουμε την πρώτη ίσως ανισότητα στο θέμα που αφορά και την Woolf. Μονόπλευρη γνώση, που θα την φέρει σε επαφή με τα μεγάλα αντρικά ονόματα της ιστορίας. Σαν να διαβάζει πάντα τη μία σελίδα· σελίδα, παρα-σελίδα. Η εξαίρεση της γυναίκας αρχίζει να γίνεται στο πέρασμα του χρόνου μη κυριολεκτική, να φαντάζει στο νου σχεδόν ως αποχή. Θα μπορούσε να ήταν ποτέ δυνατόν στην ιστορία [της τέχνης] η γυναίκα να ενυπάρχει μοναχά ως αντικείμενο κι όχι επίσης ως το ίδιο το υποκείμενο που μιλά, περιγράφει, παρουσιάζει; Αν θέλετε, αυτό ακριβώς τόνισε η Woolf στο Ένα Δικό της Δωμάτιο: είναι πυρηνικό και σημαντικό να μπορούμε να εξετάσουμε και να υπολογίσουμε τα μέσα που έχει στη διάθεσή της η γυναίκα κι όχι τις ικανότητές της. Επίσης, ενώ ο άνδρας έχει όλη την ελευθερία μέσα από τα άπειρα δημιουργήματα της τέχνης[3] να παρουσιάσει, να περιγράψει, να αναλύσει, να κρίνει την γυναίκα, εντούτοις η γυναίκα δεν έχει επιλέξει ακόμα να το κάνει αυτό – σε σχέση με τον αριθμό των γυναικών που γράφουν – για τον άντρα. Κι ακόμα όταν επιμένει να χρησιμοποιεί τη λογοτεχνία ως μέσο αυτοέκφρασης, εκεί ακριβώς είναι που κατηγορείται για écriture féminine. Που από τη μία, το μέσο αυτό το χειρίζεται πολύ άγαρμπα και με ένα νηπιακό δυναμισμό, γιατί επιβλέπεται από το πατριαρχικό σύνολο και δημιουργεί με οδηγό τα αισθητήριά του κι από την άλλη, όταν επιχειρεί το μέσο αυτό να το κάνει έμφυλο όπλο, έστω και σαθρό, εκεί την περιμένει στην γωνία η Virginia Woolf αυστηρότατη, κουνώντας επικριτικά το δάχτυλο. Εδώ είναι που αδυνατώ να καταλάβω πώς γίνεται να μην δίνει, για παράδειγμα, ελαφρυντικά στην Charlotte Brontë, να μην κατανοεί την πικρία αυτής της τόσο έξυπνης και σπουδαίας συγγραφέως, που στην εποχή της ακόμη κι ένα μέτριο σονέτο θα είχε μεγαλύτερη απήχηση από τα γραπτά της και την ίδια στιγμή με κάνει να αναρωτιέμαι αν θα επέλεγε να μιλήσει έτσι για άνδρες συναδέλφους της (δεν είναι άλλωστε κοινό μυστικό ότι στις γυναίκες ήμασταν και θα είμαστε πολύ πιο αυστηροί μαζί τους[4];).

            Αν με ρωτάτε όμως, θα έλεγα ότι και η Woolf είναι θυμωμένη. Είναι θυμωμένη όταν ζωγραφίζει το σκίτσο εκείνου του Καθηγητή Χ, που αμέσως με περίτεχνο τρόπο βιάζεται να μας πει πως: «δεν είμαι εγώ θυμωμένη, ο Καθηγητής Χ είναι θυμωμένος και η ύπαρξη του μου προκαλεί αυτό το συνειρμό» και πάει λέγοντας. Οι βιρτζινικοί συνειρμοί όμως δεν πιάνουν πάντα. Γι’ αυτό και κρύβει το θυμό της μέσα στην διάχυτη ειρωνεία και σάτιρα που υπάρχουν απολαυστικά στο βιβλίο. Έπρεπε να ειρωνευτεί για να κρύψει το πόσο περιορισμένη αισθάνθηκε όταν ήρθε σε θέση να μιλήσει για πρώτη φορά για τις διακρίσεις εις βάρος των γυναικών, ξέροντας ότι θα την έπαιρναν σοβαρά υπόψη ορισμένες γυναίκες μονάχα. Η ακραία ειρωνεία του δεύτερου κεφαλαίου δεν είναι τίποτε άλλο, παρά η αποδόμηση του ακαδημαϊκού κόσμου που κυριαρχείται από τους άνδρες. Το ότι πήγε να αναζητήσει την αλήθεια και παρατήρησε τελικά ότι αυτά που παρουσιάζονταν δεν ήταν γεγονός: «είχαν γραφτεί στο κόκκινο φως του συναισθήματος και όχι στο άσπρο φως της αλήθειας». Έτσι το «Γυναίκες και Πεζογραφία» έγινε «Άντρες και γυναίκες» - έγινε θυμωμένη αλήθεια. Όλη η αλήθεια απέκτησε πρόσωπο και όνομα. Και το όνομα της είναι Τζούντιθ. Τζούντιθ Σαίξπηρ… η [άγνωστη] αδερφή του [γνωστού] δραματουργού που μέχρι και σήμερα (2019) θα τον δεις με τον έναν ή τον άλλον τρόπο σε κάθε γωνιά της πόλης. Η Woolf μέσα από τη Τζούντιθ περιγράφει μία ολόκληρη κόλαση ζωή. Δεν αρκούσε που ήταν η μονάκριβη του πατέρα της, δεν αρκούσε που ήταν εξίσου ταλαντούχα με τον αδερφό της, δεν αρκούσε που είχε όνειρα, δεν αρκούσε ούτε που επεδίωξε τα όνειρά της να τα πραγματοποιήσει. Τα πάντα συνθλίφτηκαν υπό το βάρος του φύλου της. Ο αδερφός της κληρονόμησε το παλάτι, εκείνη το σκοτεινό αμπάρι, που φυλάει ο άνθρωπος όλα όσα φοβάται μην χαλάσουν. Το βιρτζινικό εργαλείο Τζούντιθ χρησιμοποιείται ως καμπανάκι στη βαριά αυτή κληρονομιά της γυναίκας που στερείται υλικών και κοινωνικών συνθηκών. Τονίζει την ανάγκη για αμοιβαία σχέση μεταξύ του ατόμου και της κοινότητας, του εγγενούς και του εξωγενούς, του πνευματικού και του υλικού. Χωρίς να υπάρχει ισορροπία μεταξύ αυτών των πόλων, μας λέει, η κατάσταση θα είναι πάντοτε σε κατάσταση διαταραχής όπως φαίνεται στην περίπτωση Τζούντιθ και η κατάληξη θα είναι πάντοτε ο αφανισμός.
Εδώ ας μου επιτραπεί να δανειστώ τον όρο που είχε χρησιμοποιήσει η Elfriede Jelinek[v], την «πολιτισμική περιφρόνηση» με την οποία αντιμετωπίζεται η γυναίκα. Η όποια καλλιτεχνική εργασία υπόκειται σε ανδρικά αξιολογικά κριτήρια. Σε άλλες περιπτώσεις, πιθανότατα και να εξαφανίζεται από το πεδίο των αναγνωστών, των συγγραφέων, των κριτικών, των θεατών κοκ, όπως εξαφανίζεται ένα μυρμήγκι ανάμεσα σε χιλιάδες άλλα. Η Ingeborg Bachmann πρωτίστως ήταν μία όμορφη γυναίκα – τολμώ μάλιστα να πω πως από ελάχιστες και ελάχιστους έγιναν κατανοητά τα γραπτά της· η Τζούντιθ-Bachmann κάηκε. Η Sylvia Plath έχωσε το κεφάλι στο φούρνο για να μην της το συνθλίψει η κατάμαυρη μπότα, καταπώς θα λέγαμε τότε. Η Jelinek αναφέρει και μία άλλη συγγραφέα, τη Marie Louise Fleisser που το έργο της εντοπίστηκε από τον Μπρεχτ, στη συνέχεια περιφρονήθηκε, παραμελήθηκε και ως εκ τούτου έπαψε να υπάρχει, με την ίδια να αναγκάζεται να πουλάει μέχρι το τέλος της ζωή της πούρα στο επαρχιακό μαγαζάκι του άνδρα της. Η Emily Brontë, θα πω εγώ, έγινε η περίεργη της γειτονιάς. Η Ingrid Jonker οδήγησε τον εαυτό της στη θάλασσα. Η Τζούντιθ-Bachmann, η Τζούντιθ-Plath, η Τζούντιθ-Fleisser, η Τζούντιθ-Jonker … και ακόμη τόσες Τζούντιθ γνωστές και άγνωστες που συνθλίφτηκαν από οξυμένη ευαισθησία, περιφρονημένες ως δημιουργοί κι ως σώμα.






[1] Γενικότερα, οι χαρακτήρες της Woolf παρακολουθούν τον κόσμο, τον δρόμο ή την εξοχή μέσα από τα παράθυρα, μέσα από ένα μονοκυάλι σε ένα καφενείο, σε αμαξίδια τρίτης κατηγορίας, από την κορυφή ενός λεωφορείου, από το αεροπλάνο, στις ταινίες, τις γκαλερί τέχνης και τις φωτογραφίες εφημερίδων (Ferald, 2006: 112).

[2] Αυτήν ακριβώς τη μόρφωση της είχε προσφέρει και ο Leslie Stephen, ο πατέρας της Virginia Woolf.
[3] Η μουσική ξεφεύγει από αυτό το πλαίσιο, γιατί η μουσική βρίσκεται σε μία άλλη διάσταση των ανθρώπινων δυνατοτήτων. Ίσως να είναι και η μόνη τέχνη που το παραχθέν δεν κατασκευάζει  άντρες – γυναίκες.
[4] Η Mary Ann Evans είχε γράψει τα Ανόητα Γυναικεία Μυθιστορήματα, όπου μέσα στο βιβλίο λοιδορεί τα μυθιστορήματα γυναικών της εποχής της. Θα βρίσκαμε άραγε στο συρτάρι της ποτέ κι ένα ανάλογου σκεπτικού βιβλίο για ανόητα αντρικά μυθιστορήματα;



Βιβλιογραφία

[i] Briggs, J., 2005. Virginia Woolf An Inner Life, London, Allen Lane
[ii] Ferald, E.A., 2006. Virginia Woolf, Feminism and the Reader, Palgrave Macmillan
[iii] Kamuf, P., 1982. Penelope at Work: Interruptions in "A Room of One's Own", NOVEL: A Forum on Fiction 16 (1) pp. 5-18
[iv] Said, W.E., 1996. Οριενταλισμός. Η πιο προκλητική σύγχρονη μελέτη – Μία έντονη πολεμική της αντιμετώπισης που παραδοσιακά επιφυλάσσει η Δύση στην Ανατολή, Αθήνα: Νεφέλη, μτφ Φώτης Τερζάκης
[v] Γέλινεκ, Ε., 2009. Εκ Βαθέων. Συνομιλία με την Κριστίν Λεσέρ, Αθήνα: Εκκρεμές, μτφ Βαγγέλης Μπιτσώρης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου