Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 13 Απριλίου 2019

Ray Nelson - 8 O'clock in the Morning (1963)




Ο Ray Nelson (γεν. 1931) είναι Αμερικανός συγγραφέας επιστημονικής φαντασίας, παλιόφιλος του Philip Dick (μαζί έχουν γράψει το βιβλίο Εισβολή στον Γανυμήδη [εκδ. Λυχνάρι, 2004]) – άλλωστε λίγο πολύ σε όλο το πεδίο της επιστημονικής φαντασίας, όλο και κάπου δεν ξεπηδάει ένας Dick; – γνωστός για τα έργα του την χρυσή εποχή της ε.φ. τις δεκαετίες του ’50 και του ’60. Γράφει μέχρι σήμερα. Παρόλα αυτά εξακολουθεί να παραμένει γνωστός για το διήγημά του 8 O'clock in the Morning, που αποτέλεσε τη βασική ιδέα της κλασικής cult ταινίας «They Live» σε σκηνοθεσία John Carpenter

Κάποιοι θεωρούν την ιστορία αυτή ένα διακριτικό μονοπάτι προς την Αλήθεια· μία αλληγορική εισβολή που μοιάζει τόσο στον άνθρωπο, που μόνο ο αφυπνισμένος μπορεί να δει το πραγματικό πρόσωπο του σύγχρονου συνανθρώπου.  Η σύγχρονη τεχνολογική σκλαβιά, οι cyber-δούλοι, η ψηφιακή ύπνωση, οι εργαζόμενοι στρατιώτες και κάπου ανάμεσά μας εκείνοι που ευθύνονται για όλα αυτά και που τα συντηρούν. Έστω. Κάποιοι άλλοι όμως θεωρούν ότι ο Nelson επηρεασμένος από την χρυσή εποχή και ζώντας μέσα σε μια σύγχρονη πόλη, παραπήρε πολλά LSD (άλλωστε έχει παραδεχθεί ότι ο P. Dick είχε πάρει στη ζωή του δύο φορές LSD κι αυτό γιατί του τα έδωσε εκείνος), βγήκε έξω στο κέντρο της αμερικανικής πόλης, της ασφυκτικά γεμάτης από προϊόντα, διαφημίσεις, κόσμο, μαγαζιά κι έτρεξε να κρυφτεί σπίτι του από τα πράσινα πλάσματα που τον κοιτούσαν παράξενα με τα πολλά τους τα μάτια. 

Όπως και να ‘χει, ιδού ένα από τα πιο εμπνευσμένα αμερικανικά διηγήματα του πρώτου ρεύματος ε.φ.




~ * ~




Το Πρωί στις Οκτώ 




Στο τέλος της παράστασης, ο υπνωτιστής είπε στο κοινό του: «Ξυπνήστε».
Εκεί κάτι ασυνήθιστο συνέβη. Ένας από το κοινό αφυπνίστηκε ολοσχερώς. Αυτό δεν είχε συμβεί ποτέ πριν. Το όνομά του ήταν George Nada[i] και ο George Nada ανοιγόκλεισε τα μάτια του μπροστά σε μία θάλασσα προσώπων μέσα στο θέατρο, αγνοώντας στην αρχή οτιδήποτε έξω από τα συνηθισμένα. Τότε τα παρατήρησε, τα εντόπισε εδώ και εκεί στο πλήθος, τα μη ανθρώπινα πρόσωπα, τα πρόσωπα των Κατακτητών. Ήταν εκεί όλον τον καιρό, φυσικά, αλλά μόνο ο George ήταν στ' αλήθεια αφυπνισμένος, έτσι που μόνο αυτός να τους αναγνωρίζει για αυτό που ήταν. Κατάλαβε τα πάντα σε μια στιγμή, κατάλαβε ακόμη κι ότι αν έδειχνε το παραμικρό εξωτερικό σημάδι αλλαγής, οι Κατακτητές θα τον διέταζαν να επιστρέψει στην προηγούμενη κατάστασή του και να υπακούσει. Έφυγε από το θέατρο, βγαίνοντας έξω σε μια νύχτα με αποχρώσεις νέον, αποφεύγοντας προσεκτικά να δείχνει ότι είδε την πράσινη, γεμάτη φολίδες σάρκα ή τα πολλαπλά κίτρινα μάτια των ηγεμόνων της γης. Ένας από αυτούς τον ρώτησε, «Έχεις αναπτήρα, φίλε;» ο George του έδωσε αναπτήρα και στη συνέχεια έφυγε από κει.
Πότε - πότε, κατά μήκος του δρόμου, ο George έβλεπε τις αφίσες να κρέμονται με φωτογραφίες των Κατακτητών να κοιτάνε και να λένε στη θέση του μηνύματος που ήταν στο κάτω μέρος της αφίσας: «Οκτώ ώρες δουλειά, οκτώ ώρες παιχνίδι, οκτώ ώρες ύπνο» και «Αυξάνεσθε και Πληθύνεσθε». Μία από τις τηλεοράσεις στη βιτρίνα ενός καταστήματος έπιασε το βλέμμα του George, αλλά εκείνος κοίταξε αλλού την τελευταία στιγμή. Μόνο όταν δεν κοίταζε τον Κατακτητή στην οθόνη, μπορούσε να αντισταθεί στην εντολή «Μείνε συντονισμένος σε αυτόν τον σταθμό».
Ο George ζούσε μόνος του σε ένα μικρό δωμάτιο και μόλις έφτασε στο σπίτι, το πρώτο πράγμα που έκανε ήταν να βγάλει από την πρίζα την τηλεόραση, αν και μπορούσε από όλες τις γωνιές του σπιτιού να ακούσει τις τηλεοράσεις των γειτόνων του. Τις περισσότερες φορές οι φωνές ήταν ανθρώπινες, αλλά πότε - πότε άκουγε το αλαζονικό, παράξενο κρώξιμο των πλασμάτων. «Υπακούστε στην κυβέρνηση», ακούστηκε ένα κρώξιμο. «Εμείς είμαστε η κυβέρνηση», ακούστηκε ένα άλλο«Είμαστε φίλοι σας, θα κάνατε τα πάντα για έναν φίλο σας, έτσι δεν είναι;»
«Υπακούστε!»
«Δουλέψτε!»


Ξαφνικά το τηλέφωνο χτύπησε.
Ο George το σήκωσε. Ήταν ένας από τους Κατακτητές.
«Χαίρετε», έκρωξε. «Εδώ Ρόμπινσον, ο αρχηγός της Αστυνομίας, ήρθε η ώρα για τον έλεγχό σας. Είστε ένας γέρος άνθρωπος, George Nada. Αύριο το πρωί στις οκτώ, η καρδιά σας θα σταματήσει. Παρακαλώ επαναλάβατε».
«Είμαι ένας γέρος άνθρωπος», είπε κι ο George. «Αύριο το πρωί στις οκτώ, η καρδιά μου θα σταματήσει».
Ο έλεγχος έκλεισε, «Όχι, δεν θα σταματήσει», ψιθύρισε ο George. Αναρωτιόταν γιατί τον ήθελαν νεκρό. Μήπως υποψιάστηκαν ότι ήταν αφυπνισμένος; Πιθανών. Κάποιος μπορεί να τον είχε εντοπίσει, να παρατήρησε ότι δεν ανταποκρινόταν στον τρόπο με τον οποίο το έκαναν οι άλλοι. Αν ο George παρέμενε ζωντανός ένα λεπτό μετά τις οκτώ αύριο το πρωί, τότε θα ήταν σίγουροι.
«Δεν υπάρχει κανένα νόημα να κάθεσαι εδώ να περιμένεις το τέλος σου», σκέφτηκε.
Βγήκε έξω ξανά. Οι αφίσες, οι τηλεοράσεις, οι περιστασιακές εντολές από τα πλάσματα που τον προσπερνούσαν στον δρόμο δεν φαίνεται να είχαν απόλυτη εξουσία πάνω του, παρόλο που εξακολουθούσε να αισθάνεται έντονη επιθυμία να υπακούσει, να δει τα πράγματα όπως ο αφέντης του ήθελε να δει. Πέρασε ένα δρομάκι και σταμάτησε. Ένα από αυτά ήταν εκεί μόνο του, ακουμπισμένο στον τοίχο. Ο George πήγε προς το μέρος του.
«Δίνε του», μούγκρισε το πράγμα, εστιάζοντας τα θανατηφόρα μάτια του στον George.
Ο George αισθάνθηκε να το τυλίγει η ανησυχία της επίγνωσης. Για μια στιγμή το φολιδωτό κεφάλι έλιωσε κι έγινε το πρόσωπο ενός συμπαθούς και ηλικιωμένου μέθυσου. Φυσικά κι ο μεθυσμένος θα ήταν αξιαγάπητος. Ο George πήρε ένα τούβλο και το έσπασε στο κεφάλι του γερο-μέθυσου με όλη του τη δύναμη. Για μια στιγμή η εικόνα θάμπωσε, ενώ μετά από λίγο το γαλαζοπράσινο αίμα έτρεχε από το πρόσωπο και το ερπετοειδές έπεσε, με σπασμούς και σφαδάζοντας. Μετά από μια στιγμή ήταν νεκρό.
Ο George έσυρε το σώμα στο σκοτάδι και το έψαξε. Υπήρχε ένα μικροσκοπικό ραδιόφωνο στην μια του τσέπη κι ένα μαχαίρι σε περίεργο σχήμα κι ένα πιρούνι στην άλλη. Το μικροσκοπικό ραδιόφωνο έλεγε κάτι σε ακατανόητη γλώσσα. Ο George το έβαλε δίπλα στο σώμα, αλλά κράτησε τα σκεύη φαγητού.
«Δεν μπορώ να ξεφύγω», σκέφτηκε ο George. «Γιατί να τους πολεμήσω;»
Αλλά ίσως και να μπορούσε.
Τι θα γινόταν αν μπορούσε να ξυπνήσει κι άλλους; Αυτό ίσως άξιζε να το δοκιμάσει.
Περπάτησε δώδεκα τετράγωνα πιο πέρα στο διαμέρισμα της κοπέλας του, Lil, και χτύπησε την πόρτα της. Ήρθε στην πόρτα με το μπουρνούζι της.
«Θέλω να ξυπνήσεις», είπε.
«Ξύπνια είμαι», είπε. «Πέρασε μέσα».
Μπήκε στο σπίτι. Η τηλεόραση έπαιζε. Την έβγαλε από την πρίζα.
«Όχι», της είπε. «Εννοώ να ξυπνήσεις πραγματικά.» Τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει, οπότε χτύπησε τα δάχτυλά του φωνάζοντάς της: «Ξύπνα! Ο αφέντης σου σε διατάζει να ξυπνήσεις!»
«Έχεις ξεφύγει τελείως, ρε George;» ρώτησε ύποπτα. «Συμπεριφέρεσαι πολύ περίεργα». Αυτός για απάντηση χαστούκισε το πρόσωπό «Κόφ' το!» φώναξε εκείνη: «Τι διάολο ακριβώς θες να κάνεις τελικά;»
«Τίποτα», είπε ο George, ηττημένος. «Σαχλαμάριζα».
«Το να με χαστουκίζεις στο πρόσωπό μου δεν είναι απλώς σαχλαμάριζα!» φώναξε.
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα χτύπημα στην πόρτα.
Ο George έτρεξε να ανοίξει την πόρτα.
Ήταν ένα από αυτά.
«Δεν μπορείτε να κρατήσετε το επίπεδο του θορύβου σας στο φυσιολογικό;» είπε.
Το φολιδωτό πρόσωπο ξεθώριασε για λίγο και ο George είδε να τρεμοπαίζει η εικόνα ενός παχύ μεσήλικα που φορούσε ένα πουκάμισο με ανεβασμένα τα μανίκια. Ήταν ακόμα ένας άνθρωπος όταν ο George του έκοψε το λαιμό με το μαχαίρι, αλλά ήταν ένα από τα πλάσματα αυτά όταν έπεσε στο πάτωμα. Το έσυρε στο διαμέρισμα και κλώτσησε την πόρτα για να κλείσει. «Πες μου τι βλέπεις εκεί;» ρώτησε την Lil, δείχνοντας στο πάτωμα το ερπετοειδές με τα πολλά μάτια.
«Κύριε ... κύριε Coney;», ψιθύρισε, με τα μάτια της γεμάτα τρόμο. «Τον... τον σκότωσες, σαν να μην ήταν τίποτα».
«Μη φωνάζεις», προειδοποίησε ο George, πηγαίνοντας προς αυτήν.
«Δεν θα ξαναφωνάξω. Στο ορκίζομαι δεν θα ξαναφωνάξω, μόνο για όνομα του Θεού, πέτα αυτό το μαχαίρι». Πισωπάτησε μέχρι που η πλάτη της πιέστηκε στον τοίχο. Ο George κατάλαβε ότι δεν είχε νόημα.
«Θα σε δέσω», είπε ο George. «Πρώτα όμως πες μου ποια είναι η πόρτα του κυρίου Coney».
«Η πρώτη πόρτα αριστερά όπως πας για τη σκάλα», είπε. «Georgie... Georgie. Μην με βασανίσεις. Αν έχεις σκοπό να με σκοτώσεις, κάν' το μια και έξω. Σε παρακαλώ, Georgie, σε παρακαλώ». Την έδεσε με το σεντόνι και την φίμωσε, και στη συνέχεια έψαξε το σώμα του Κατακτητή. Υπήρχε ένα από εκείνα τα μικροσκοπικά ραδιόφωνα που μιλούσαν σε ξένη γλώσσα, ένα άλλο σετ μαχαιροπίρουνα και τίποτα άλλο.
Ο George πήγε στο διπλανό διαμέρισμα.
Όταν χτύπησε, ένα από τα ερπετοειδή απάντησε: «Ποιος είναι;»
«Φίλος του κυρίου Coney. Θέλω να τον δω», είπε ο George.
«Πετάχτηκε έξω για λίγο, αλλά θα γυρίσει όπου να 'ναι». Η πόρτα άνοιξε ένα δάχτυλο, και τέσσερα κίτρινα μάτια ξεπρόβαλαν. «Θέλετε να περάσετε μέσα να τον περιμένετε;»
«Εντάξει», είπε ο George, χωρίς να κοιτάζει τα μάτια.
«Εσύ μόνος εδώ;» τον ρώτησε καθώς έκλεισε την πόρτα, με την πλάτη του στον George.
«Ναι, γιατί;»
Άπλωσε τα χέρια από πίσω και του έκοψε το λαρύγγι, έπειτα έψαξε το διαμέρισμα. Βρήκε ανθρώπινα οστά και κρανία, ένα μισό-φαγωμένο χέρι. Βρήκε δεξαμενές με τεράστιους λιπαρούς γυμνοσάλιαγκες που κυλούσαν μέσα τους.
«Τα παιδιά τους», σκέφτηκε, και τους σκότωσε όλους.
Υπήρχαν και κάτι όπλα περίεργα που δεν τα είχε ξαναδεί. Έριξε με το ένα καταλάθος, αλλά ευτυχώς ήταν αθόρυβο. Φαινόταν να ρίχνει μικρά δηλητηριασμένα βέλη. Φύλαξε στα ρούχα του το όπλο και όσα περισσότερα κουτιά με βέλη μπορούσε και επέστρεψε στο διαμέρισμα της Lil. Όταν τον είδε άρχισε να τρέμει από τρόμο.
«Χαλάρωσε, μωρό μου», είπε, ανοίγοντας το πορτοφόλι της, «θέλω μόνο να δανειστώ τα κλειδιά του αυτοκινήτου σου».
Πήρε τα κλειδιά και κατέβηκε στο δρόμο. Το αμάξι της ήταν ακόμα σταθμευμένο στο γνωστό σημείο που το στάθμευε πάντα. Το αναγνώρισε από το βαθούλωμα στο δεξί φτερό. Μπήκε μέσα, έβαλε μπρος και άρχισε να κάνει βόλτες χωρίς να ξέρει πού πηγαίνει. Οδηγούσε για ώρες, σκεπτόμενος – απεγνωσμένα, ψάχνοντας για κάποια διέξοδο. Άνοιξε το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου για να δει αν μπορούσε να ακούσει λίγη μουσική, αλλά δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά ειδήσεις και οι ειδήσεις λέγανε μόνο γι 'αυτόν, τον George Nada, τον αυτοκτονικό μανιακό. Ο εκφωνητής ήταν ένας από τους αφέντες, αλλά θα μπορούσες να πεις ότι ακουγόταν λίγο φοβισμένος. Γιατί να είναι; Τι μπορεί ένας άνθρωπος να κάνει; Ο George δεν εξεπλάγη όταν είδε τον δρόμο να οδηγεί σε αδιέξοδο και έστριψε σε έναν παράδρομο προτού εγκλωβιστεί. Δεν έχει ταξιδάκια στη χώρα αυτή για εσένα, Georgie αγόρι μου, σκέφτηκε. Κάπου τώρα θα ανακάλυπταν τι είχε κάνει στο διαμέρισμα της Lil, οπότε πιθανότατα θα έψαχναν για το αυτοκίνητο της. Το στάθμευσε σε ένα δρομάκι και πήρε το μετρό. Δεν τα έβλεπε αυτά στο μετρό, για κάποιο λόγο. Ίσως ήταν πολύ υπεράνω για τέτοια πράγματα, ή ίσως και να έφταιγε που ήταν τόσο αργά το βράδυ.
Όταν τελικά κάποιο από αυτά επιβιβάστηκε, ο George βγήκε από το τρένο. Ανέβηκε στο δρόμο και μπήκε σε ένα μπαρ. Ένας από τους Κατακτητές ήταν στην τηλεόραση, επαναλαμβάνοντας ξανά και ξανά, «Είμαστε φίλοι σας. Είμαστε φίλοι σας. Είμαστε φίλοι σας». Το ηλίθιο ερπετοειδές ακουγόταν φοβισμένο. Γιατί; Τι μπορεί ένας άνθρωπος να καταφέρει εναντίον όλων; Ο George παρήγγειλε μια μπύρα, όταν ξαφνικά τον διαπέρασε η ιδέα ότι ο Κατακτητής στην τηλεόραση δεν φαινόταν πλέον να έχει καμία εξουσία πάνω του. Το κοίταξε ξανά και σκέφτηκε: «Πρέπει να το πιστεύει ότι μπορεί να με καταφέρει να κάνω αυτό που θέλει. Η παραμικρή υπόνοια φόβου από την πλευρά του και η δύναμη να υπνωτίζει χάνεται». Έδειχναν την εικόνα του George στην οθόνη της τηλεόρασης όταν ο George απομακρύνθηκε για τον τηλεφωνικό θάλαμο. Κάλεσε τον έλεγχό του, τον Αρχηγό της Αστυνομίας.
«Ναι, ο Ρόμπινσον;» ρώτησε.
«Ο ίδιος».
«Εδώ George Nada. Έχω καταλάβει πώς να ξυπνήσω τους ανθρώπους».
«Τι; George, μην κλείσεις. Πού είσαι;» Ο Ρόμπινσον ακουγόταν σχεδόν υστερικός.
Κατέβασε το ακουστικό, πλήρωσε και έφυγε από το μπαρ. Μάλλον θα εντόπιζαν την κλήση του. Μπήκε σε μια άλλη γραμμή του μετρό και κατέβηκε στο κέντρο της πόλης. Ξημέρωνε όταν μπήκε στο κτίριο που στέγαζε το μεγαλύτερο από τα τηλεοπτικά στούντιο της πόλης. Ρώτησε τον θυρωρό και στη συνέχεια ανέβηκε με το ασανσέρ. Ο μπάτσος μπροστά από το στούντιο τον αναγνώρισε.»Γιατί, αφού είσαι ο Nada!» φώναξε με κομμένη την ανάσα.
Ο George δεν ήθελε να τον πυροβολήσει με το όπλο δηλητήριο, αλλά έπρεπε. Έπρεπε να σκοτώσει επίσης πολλούς ακόμα, πριν μπει στο στούντιο, συμπεριλαμβανομένων όλων των μηχανικών που δούλευαν εκεί. Έξω στο δρόμο ακούγονταν πολλές σειρήνες περιπολικών, φωνές ξεσηκωμένες και βήματα που έτρεχαν στις σκάλες. Το πλάσμα καθόταν μπροστά στην τηλεοπτική κάμερα λέγοντας: «Είμαστε φίλοι σας. Είμαστε φίλοι σας» και δεν είδε τον George να μπαίνει. Όταν ο George του έριξε το δηλητηριασμένο βέλος, αυτό απλά σταμάτησε στη μέση της φράσης και κάθισε εκεί, νεκρό. Ο George στάθηκε δίπλα του και είπε, μιμούμενος το κρώξιμο του πλάσματος, «Ξυπνήστε. Ξυπνήστε. Δείτε μας όπως είμαστε και σκοτώστε μας!»
Ήταν η φωνή του George που άκουσε η πόλη εκείνο το πρωί, αλλά με την εικόνα του Κατακτητή και η πόλη ξύπνησε για πρώτη φορά και άρχισε ο πόλεμος. Ο George όμως δεν έζησε για να δει τη νίκη που τελικά ήρθε. Πέθανε από καρδιακή προσβολή το πρωί στις οκτώ.



μετάφραση: Ηλέκτρα Λαζάρ [Απρίλης 2019]






[i] Nada στα Ισπανικά σημαίνει τίποτα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου