Louise Bourgeois, Spider |
22. ΟΙ ΑΓΑΘΟΕΡΓΙΕΣ
Κάθε
Κυριακή, η Γιαγιά πήγαινε στις Αγαθοεργίες της. Μ' έπαιρνε κι εμένα μαζί της
γιατί μου άρεσε η βόλτα. Αγόραζε και ζαχαρωτά για τα παιδάκια του σχολείου και
η τσάντα της ήτανε πρησμένη από τα λεφτά που είχε πάρει από την τράπεζα πριν
λίγες μέρες. Τα παιδάκια που περιποιότανε η Γιαγιά ήτανε φτωχά και
δεν είχανε Μαμά. Ούτε καν Μπαμπά.
Στο
δρόμο κάτι εργάτες χτίζαν τοίχους.
«Δεν
αλλάζεις δρόμο βρε Πέτρο;» έλεγε η Γιαγιά. «Τους εργάτες θα βλέπουμε; Είπαμε να
πάρουμε λίγο αέρα».
Κυρίες
με άσχημα ρούχα περνούσαν το δρόμο μπροστά μας σέρνοντας φιλέδες με φαγητά.
«Τα
ζώα μου αργά…» μουρμούριζε η Γιαγιά και γύριζε το κεφάλι της αλλού.
Περνούσαμε
κι από ένα δρόμο όπου μικρά παιδάκια χώνανε το χέρι στη μύτη και βγάζανε κάτι
μύξες, κοιτώντας το αμάξι που τους προσπερνούσε.
«Τι
είναι αυτά τα πράγματα; Επιτρέπεται οι δρόμοι να είναι έτσι βρώμικοι; Τι
κακομοιριά βρε Πέτρο μου! Σου κόβει το κέφι», έλεγε η Γιαγιά βγάζοντας ένα άσπρο
τσιγάρο από το χρυσό κουτί. Ένας ασημένιος καπνός γέμιζε το αμάξι και μου
τύλιγε το λαρύγγι.
Όταν
φτάναμε μπροστά στο σχολείο, κάτι χοντρά, παστρικά παιδάκια τρέχανε να μας ανοίξουν
την πόρτα. Η Γιαγιά έφτιαχνε το γουναρικό της και κοίταζε τα νύχια της που ήταν
κοκκινοβαμμένα.
«Αχ
τα κακόμοιρα», μου έλεγε εμπιστευτικά. «Δεν έχουνε στον ήλιο μοίρα…» και
δάκρυζε.
Έβγαινα
κι εγώ από το αμάξι και στεναχωριόμουνα να βλέπω τόσο χοντρά παιδάκια, χωρίς
Μαμά. Ούτε καν Μπαμπά.