Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τετάρτη 29 Μαΐου 2013

Δάλκος Σ. - Η Χρονομηχανή



Έζησε κάποτε στο μα­κρι­νὸ τὸ μέλ­λον, ἕ­νας τρε­λὸς ἐ­πι­στή­μο­νας, ποὺ στό­χο τῆς ζω­ῆς του εἶ­χε βά­λει νὰ ἐ­φεύ­ρει κά­τι πραγ­μα­τι­κὰ ἀ­σύλ­λη­πτο. Μιὰ χρο­νο­μη­χα­νή.
        Τε­λεί­ω­σε τὶς σπου­δές του στὰ 25 του καὶ ἀ­μέ­σως βάλ­θη­κε νὰ κά­νει τὸ ὄ­νει­ρό του πραγ­μα­τι­κό­τη­τα. Νοί­κια­σε ἕ­να ὑ­πό­γειο, ἐ­ξα­σφά­λι­σε τὶς ἀ­πα­ραί­τη­τες ἐ­πι­χο­ρη­γή­σεις, ἀ­γό­ρα­σε τὰ ἀ­πα­ραί­τη­τα ὑ­λι­κὰ καὶ στρώ­θη­κε στὴ δου­λειά. Δι­ά­βα­σε τό­νους σκο­νι­σμέ­να βι­βλί­α, ἔ­κα­νε ἄ­πει­ρους ὑ­πο­λο­γι­σμούς, ἤ­πι­ε 38.506 ντε­πόν, 49.275 κα­φέ­δες, πα­ρήγ­γει­λε 31.503 με­ρί­δες ἕ­τοι­μα φα­γη­τά, κά­πνι­σε 328.504 τσι­γά­ρα καὶ γε­νι­κὰ ἔ­ζη­σε μιὰ ζω­ὴ μα­κριὰ ἀ­πὸ φί­λους, γυ­ναῖ­κες, συγ­γε­νεῖς καὶ ὁ,τι­δή­πο­τε ἄλ­λο ἱ­κα­νὸ νὰ τὸν ἀ­πο­σπά­σει ἀ­πὸ τὸ ἔρ­γο του.
         Σὲ ἡ­λι­κί­α 70 χρο­νῶν, τὰ κα­τά­φε­ρε. Βί­δω­σε τὴν τε­λευ­ταί­α βί­δα πά­νω στὸ σι­δε­ρέ­νιο δη­μι­ούρ­γη­μά του καὶ στά­θη­κε λί­γο νὰ τὸ θαυ­μά­σει. Ἔ­πει­τα ἔ­κα­νε ἕ­να μπά­νιο, ξυ­ρί­στη­κε, ἔ­πλυ­νε τὰ δόν­τια του, φό­ρε­σε τὸ κα­λό του κου­στού­μι, ἀ­πο­χαι­ρέ­τη­σε τὸν σκύ­λο του, μπῆ­κε στὴ χρο­νο­μη­χα­νὴ καὶ πά­τη­σε ἕ­να με­γά­λο κόκ­κι­νο κουμ­πί.
        Ἀ­πὸ τὴ μιὰ στιγ­μὴ στὴν ἄλ­λη βρι­σκό­ταν στὸ ἴ­διο σκο­τει­νὸ ὑ­πό­γει­ο, μὲ τὸν χρό­νο νὰ ἔ­χει τα­ξι­δέ­ψει 45 χρό­νια πί­σω. Ἄ­νοι­ξε τὴν πόρ­τα τῆς χρο­νο­μη­χα­νῆς καὶ κα­τέ­βη­κε, κά­νον­τας ἕ­να με­γα­λο­πρε­πὲς βῆ­μα, σὰν νὰ πα­τοῦ­σε γιὰ πρώ­τη φο­ρὰ στὴ σε­λή­νη. Ἀ­πὸ μιὰ γω­νιὰ τοῦ δω­μα­τί­ου, ὁ 25χρονος ἑ­αυ­τός του τὸν κοί­τα­ζε γε­μά­τος ἔκ­πλη­ξη.
        Ὁ 70χρονος γέ­ρος πλη­σί­α­σε τὸν νε­α­ρὸ μὲ ἕ­να με­γά­λο χα­μό­γε­λο. Ὅ­ταν ἔ­φτα­σε σὲ ἀ­πό­στα­ση ἀ­να­πνο­ῆς, τὸν αγ­κά­λια­σε σφι­χτὰ καὶ τοῦ ψι­θύ­ρι­σε: «Τὰ κα­τα­φέ­ρα­με. Ἄ­σ’ τα τώ­ρα ὅ­λα αὐ­τά. Κοί­τα νὰ βρεῖς κα­μιὰ κο­πέ­λα, νὰ κά­νεις οἰ­κο­γέ­νεια, μὴ μεί­νεις κι ἐ­σὺ μό­νος σου στὴ ζω­ή.»
        Ὑ­στε­ρα τὸν φί­λη­σε στορ­γι­κὰ στὸ μέ­τω­πο, ξά­πλω­σε σὲ μιὰ με­γά­λη κα­φὲ πο­λυ­θρό­να καὶ κοι­μή­θη­κε.


Σταῦ­ρος Δάλ­κος (Ἀθήνα, 1982). Σπού­δα­σε Ἱστορί­α καὶ Ἀρχαιο­λογί­α στὸ Πα­νε­πι­στή­μιο Ἀθηνῶν καὶ ἀσχο­λεῖται μὲ τὴ μου­σική. Ζεῖ καὶ ἐργάζε­ται στὴν Ἀθή­να.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου