Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Τερζάκης Α. - Το Κατινάκι




Πέρα από το κλασικό πεζογραφικό μοτίβο του Τερζάκη, που θέλει τον άνθρωπο αδύναμο στις κοινωνικές και προσωπικές δυσκολίες και βαθιά βουτηγμένο μέσα στα αδιέξοδα της ζωής, το διήγημα "Το Κατινάκι" δίνει μία άλλη προοπτική του ανθρώπου που πασχίζει να απεγκλωβιστεί από την άγνοια και τη μιζέρια, ορθώνεται και βλέπει κατά πρόσωπο τη ζωή και τα ρίσκα της. 


***  



Το βασίλειό της, φυσικά, ήταν η σκάλα της υπηρεσίας. Ένα κλουβί ψηλό-ψηλό, τετράγωνο, αρματωμένο γύρω-γύρω με σίδερα. Όταν σήκωνες ανάσκελα το κεφάλι, μα τόπο πολύ που να σου πονέσει ο σβέρκος, έβλεπες, εκεί, ψηλά, πολύ ψηλά, ένα κομμάτι γαλάζιον ουρανό, κομμένο στις τέσσερες πλευρές σα με το μαχαίρι. Γυάλιζε η τετράγωνη πλάκα τ΄ ουρανού ολοκάθαρη, σμαλτωμένη, –  ψυχή μου! –  λες και την είχανε σφουγγαρίσει με μανία αποβραδίς οι άγγελοι. Αχ, τι ωραία που ήταν! Όμως κι όταν η πλάκα θάμπωνε από συννεφιά, κι όταν μελάνιαζε κακιωμένη από το μπουρίνι, κι όταν η βροντή κυλιότανε μουγκά, φοβερίζοντας – μάννα μου! – πάλι το Κατινάκι τραγουδούσε.
 Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι, π΄ ανάθεμά το, αυτό το δουλάκι του δεύτερου!
Ήτανε ξεμυαλισμένο, ούτε λόγος. Χαιρότανε και τη λιακάδα και τη μπόρα. Μέσα στα νερά της βροχής, που κρουνελιάζανε σαν καταρράχτες από τα λούκια και τα σιδερένια πλατύσκαλα, εκείνο πλατσούριζε ξεμυαλισμένο, μπήγοντας ψηλές-ψηλές φωνούλες σα γαρδέλι που το μπουχίσανε και ξαφνιάστηκε. Και πάλι το τραγούδι, τ΄ άσωστο τραγούδι.

Αθήνα και πάλι Αθήνα
Αθήνα μ΄ αρέσεις πολύ! … 

Της άρεσε η Αθήνα, αυτό ν΄ ακούγεται. Ήξερε απ΄ έξω κι ανακατωτά το μπακάλη, το μανάβη, το φούρναρη. Ήξερε και τα τρία παιδιά της κυρίας Παρασκευής του μοίραρχου, αντίκρυ.
Ήξερε και τον συνοικιακό κινηματογράφο, τρία τετράγωνα πιο πέρα. Εκεί έτρεχε, με την ψυχή στο στόμα, κάθε δεκαπέντε, που είχε την έξοδο. Αχ, και που να ήταν από πουθενά η μάνα της να τη βλέπει πόσο μορφωμένη είχε γίνει τώρα, εδώ στην Αθήνα!
Στην είσοδο, όταν συναντιότανε με τον καθηγητή της Γαλλικής που καθότανε στο ισόγειο, θα ’βρισκε πάντα την ευκαιρία να του πει «μερσί». – Πες-πες, συλλογιζόταν, να ιδείς που μια μέρα θα τα καταφέρνω και στα Γαλλικά. Αμ τι νόμισες!
– Κατίνα!  Βρε θεοσκοτωμένη, που είσαι;
Πάει, ξεχάστηκε! Η κυρά της, με τα μούτρα γυαλιστερά σαν αυγό λαδωμένο, πασαλειμμένη κρέμες, έφερνε βόλτα τις κάμαρες να τη βρει.
– Άνοιξε, μωρέ, η γη και σε κατάπιε;
– Έφτασα, έφτασα! έμπηξε μια τσιριχτή φωνούλα, για να κερδίσει καιρό, και φρρτς! έχωνε βιαστικά στο μπαουλάκι το κομμάτι από τον καθρέφτη και το χτένι. Αχ, κρίμα, κι ό,τι πήγαινε να το πετύχει αυτό το καινούργιο χτένισμα!
– Έφτασα!
Τσακίζεται να κατέβει, όμως είναι, βλέπεις, κι αυτή η ψηλοκρεμαστή σκαλίτσα, που τρέμει ολάκαιρη σαν πατάς, και πιάνεται η πνοή σου.
Κούρνιαζε σ΄ ένα είδος πατάρι, πάνω από την κουζίνα, αντάμα με μια παλιά κασέλα όπου χώνανε τ΄ άπλυτα. Δεν της ερχόταν άσχημα. Φλωριά να της δώσεις ν΄ αλλάξει κάμαρα, δε θα θελήσει. Την έχει τόσο αγαπήσει αυτήν εδώ! Ίσα-ίσα στα μέτρα της, κι ας μη μπορείς να σταθείς παρά μονάχα καθισμένος. Όμως τι έχει να κάνει; Εδώ, νιώθει τον εαυτό της μόνον, ήσυχο, ασφαλισμένο. Έχει το μπαουλάκι της, το κομμάτι του καθρέφτη, το χτένι, τρία-τέσσερα γράμματα, κάμποσα εικονογραφημένα περιοδικά και – Θε μου, ναι! – κι ένα μπουκαλάκι κολώνια. Μάλιστα! Κολώνια αληθινή. Όταν τη βλέπει να παραλιγοστεύει, της βάζει μέσα νερό.
Όχι, όχι, καθόλου δεν είναι δυσαρεστημένο το Κατινάκι. Η κυρά της έχει τις ώρες της, όπως όλες οι κυράδες, όμως είναι καλή. Συχνά τυχαίνει, την ώρα που κάθεται στην τουαλέτα της και μακιγιάρεται, να έρθει πίσω της να σταθεί και το Κατινάκι, τεντώνοντας τα μάτια από θαυμασμό. Ζητάει εξηγήσεις, λεπτομέρειες. Της δίνουν. Ύστερα ξεθαρρεύεται:
– Κυρία, σήμερα, που πήγαινα στο μπακάλη, ένας, μου είπε στο δρόμο: «Κουκλίτσα μου, τι ωραίο σωματάκι που έχεις!» Αλήθεια, κυρία έχω ωραίο σωματάκι;
– Ωραίο έχεις, Κατινίτσα, ωραίο.
Η κυρά της ξεκαρδίζεται στα γέλια χωρίς αυτό να το πάρει η Κατινίτσα από κακό. Ρίχνει μια ματιά μονάχα στον ψηλό καθρέφτη και κορδώνεται. Άλλοτε πάλι:
– Κυρία, μου είπανε πως έχω ωραία μαλλιά. Αλήθεια;
–Αλήθεια, ου! Θαύμα!
Και δώστου γέλια. Και το Κατινάκι είναι ευτυχισμένο.
– Μπιτ ξεμυαλισμένο είναι τ΄ αφιλότιμο, γκρίνιασε πάλι τ΄ απόγεμα ο κύριος Παντελής. Μέσα στον καφέ που μου έφερε βρήκα μια μύγα.
– Είναι για το διάολο πεσκέσι, συμφώνησε εμπιστευτικά η κυρία Ντίνα, όμως ας κάνουμε καμιά φορά και τον κουτό. Με τόσα που της δίνουμε, πού θα βρούμε άλλη;
– Δε σου λέω…
– Έπειτα, έχει ένα καλό: Είναι πρόθυμη. Ό,τι της πεις, τσακίζεται. Κι αγαπάει το σπίτι σα να ’ναι δικό της. Όσο για τις αδυναμίες της, τι σε νοιάζει εσένα; Της περνάει η ιδέα πως είναι όμορφη. Άσε την να νομίζει. Κόρη μας είναι για να της βάλουμε μυαλό;
– Μωρέ τι όμορφη, που είναι σωστή μαϊμού! Το τακουνάκι της έλειψε και το τσαντάκι, σαν έχει έξοδο. Δεκατριών χρονών πράμα!
– Ε λοιπόν εγώ τι να σου πω: Το κάνω γούστο!
Και γέλασαν μαζί, καλόκαρδα.
Η προθυμία της Κατινίτσας έλαμψε σ΄ όλη την αίγλη της τις ημέρες που άρχισε κάτω στο δρόμο το σύμπυκνο τουφεκίδι. Έμοιαζε πολιορκημένο το σπίτι. Ο δρόμος, που άλλοτε άρχιζε να ζει χαρούμενα με το πρωί τραγουδιστός από τις φωνές του γαλατά, της χορταρούς, του μανάβη, ερημώθηκε. Έβλεπες, εκεί στη γωνιά, ταμπουρωμένους ανθρώπους να γεμίζουνε τα όπλα τους, να φερμάρουν για ώρα με προσοχή, κ΄ ύστερα, σκύβοντας γοργά, ν΄ αμολάνε το σμπάρο. Τις νύχτες, το πράμα ήταν ακόμα πιο άγριο, τα όπλα τινάζανε γλώσσες φλόγινες κι΄ αντιφέγγιζαν οι τοίχοι.
Τις πρώτες ημέρες, τις περάσανε με προμήθειες. Ύστερα, κι ενάντια σ΄ όλες τις προβλέψεις, το πράμα παρατράβηξε, το κελάρι άρχισε ν΄ αδειάζει.
– Παντελή, είπε η κυρία Ντίνα νευριασμένη, πρέπει να φροντίσουμε κι εμείς για κανένα ψώνιο. Από τ΄ άλλα πατώματα, αρχίσανε να βγαίνουν. Χτες είδα τον καθηγητή της Γαλλικής που έφερνε πρωί-πρωί δυο ωραιότατα κουνουπίδια.
– Δεν πιστεύω να νομίζεις, αγαπητή μου, πως θα πάω να σκοτωθώ για ένα κουνουπίδι! Αυτό δεν ήταν ούτε καν ηρωικό.
– Να πάω εγώ, κυρία! πετάχτηκε το Κατινάκι.
Ο αφέντης κι η κυρά της κοιτάχτηκαν.
– Η αλήθεια είναι, είπε εκείνος ήσυχα, πως όλες οι κοπέλες της γειτονιάς αρχίσανε να βγαίνουν. Βέβαια, αυτό μπορεί να βαστάξει κι ένα μήνα…
Και το Κατινάκι βγήκε. Την πρώτη μέρα έφερε κουνουπίδια και ξύλα για τη φωτιά. Τη δεύτερη, κονσέρβες. Παραφύλαγε την πρωινή ώρα, που το ντουφεκίδι δεν είχε ακόμα ανάψει για καλά. Τραβούσε τρέχοντας, τοίχο-τοίχο. Σαν έφτανε σε μια γωνιά. στεκότανε, παραμόνευε. Ύστερα, γοργά, έπαιρνε τη βουτιά του, μπήγοντας μια τάχα τρομαγμένη φωνούλα. Και συνέχιζε την τρεχάλα, χοροπηδώντας χαρούμενα, παίζοντας κούνια το κρεμασμένο στο μπράτσο δίχτυ.
– Η άγνοια του κινδύνου! Παρατήρησε δογματικά ο κύριος Παντελής που είχε ενδιαφερθεί μια μέρα να παρακολουθήσει την έξοδο από το παράθυρο.
– Μωρέ αυτή μου λες; είπε η κυρία ΝτίναΔώσ΄ της δρόμο και παρ΄ της την ψυχή! Σπίτι μονάχα μη της λες να κάθεται. Είναι ο μεγαλύτερος της εχθρός.
Γύριζε γεμάτη ανέκδοτα, περίεργα, ειδήσεις. Στο φούρνο είπανε τούτο και τ΄ άλλο. Είδε δυο σκοτωμένους. Τα φύλλα έγραφαν πως αύριο πρωί θα γίνει ανακωχή.
Η ανακωχή όμως δεν γινόταν, και το Κατινάκι αλώνιζε τους δρόμους, τρέχοντας σύρριζα στους τοίχους σαν ποντίκι, δρασκελώντας τα σταυροδρόμια χοροπηδητό. Το έκανα πολύ χάζι αυτό το κυνήγι με τις σφαίρες. Τις άκουγε να βιτσίζουνε τον αέρα σα χρυσόμυγες ζαλισμένες από το λιοπύρι. Έσκυβε το κεφάλι, καθώς όταν έπιανε η μπόρα, άλλοτε. Φτάνοντας σπίτι, είχε γοργή την ανάσα, τα μάγουλα κόκκινα, και τα μάτια της άστραφταν θριαμβικά.
– Δε φοβάσαι, βρε Κατινάκι; τη ρώτησε μια μέρα η κυρία μοιράρχου που τη βρήκε ταμπουρωμένη στην πόρτα της.
– Α μπα! τι να φοβηθώ καλέ; Δε με πιάνουν εμένα στο σημάδι.
Καθώς όμως η κατάσταση χρόνιζε, ο κύριος Παντελής θυμήθηκε και τους γονιούς του. Ήτανε γέροι, απομονωμένοι σε μια συνοικία μακρινή, ένα μήνα τώρα δεν ήξερε τι γίνονταν: ζούνε, πέθαναν, έχουνε να φάνε;
– Πρέπει να πεταχτώ ως εκεί, δήλωσε ένα πρωί δραματικά.
– Αυτό μας έλειπε! τον αποπήρε η κυρία Ντίνα. Να πας να σκοτωθείς για δυο γέρους ανθρώπους. Αυτοί, την έζησαν πια τη ζωή τους. Ενώ, εσύ, έχεις ακόμα υποχρεώσεις.
– Ας είναι! το μόνο που μ΄ εμποδίζει να βγω είναι που δεν θα ξέρω στο μεταξύ τι γινόσαστε σεις εδώ πέρα.
– Καλά που το λες! Κάτσε στ΄ αυγά σου.
– Ναι, βρε παιδί μου, αλλά πώς να σου πω: Ανησυχώ και για κείνους…
Φυσικά, το Κατινάκι, πετάχτηκε πάλι στη μέση, προπετέστατο:
– Να πάω εγώ, κύριε! Θέλετε:
– Πας, μωρέ;
– Άκου λέει! Πως δεν πάω!
Και πήγε. Άργησε κάπως να γυρίσει. Αυτό τους έβαλε σ΄ έγνοιες, αρχίσανε να έχουνε τύψεις.
– Τώρα θέλω να πάθει τίποτα, ο μη γένοιτο, είπε νευριασμένη η κυρία Ντίνα, και να σε κυνηγάει η μάννα του. Που φαγώθηκες πια σήμερα με τους γέρους σου κι εσύ:
Ο κύριος Παντελής έκοβε βόλτες σε μεγάλη ψυχικήν αγωνία.
Ευτυχώς γύρισε το Κατινάκι· γύρισε γελαστό, όμως χλωμότατο. Κρατούσε ένα μαντήλι και κάθε τόσο έσκυβε να σκουπίζει τη δεξιά του γάμπα.
– Τι έπαθες, ρε θεοπάλαβο;
Αχ, άστε τα: Εκεί που έφτανε στο σπίτι των γέρων, να ’σου και σκάει μπροστά στα πόδια του ένα πράμα, Θε μου, ξέρω κι εγώ τι ήταν; Έκανε μια φωτιά μεγάλη, πολύ μεγάλη. Θεόρατη. Και κρότο! Την πήρανε στη γάμπα, ξώφαρσα ευτυχώς τα «βλήματα».
– Θραύσματα! θραύσματα θέλεις να πεις φώναξε απελπισμένος ο κύριος Παντελής. Φέρτε το οινόπνευμα! Βρε που να πάρει η οργή! Τι ήθελα εγώ που σ΄ έστελνα;
– Εσύ την έστειλες; στρίγγλισε υστερικά η κυρία Ντίνα. Αυτό το ξεμυαλισμένο φταίει, που δε μπορεί να μαζευτεί από τους δρόμους! Παιχνίδι το πέρασε.
– Καλέ δεν είναι τίποτα, κυρία! γέλασε το Κατινάκι. Να, σταμάτησε κιόλας το αίμα.
– Ο Θεός να μας φυλάει μόνον από καμιά μόλυνση, είπε ταραγμένος ο κύριός της καθώς της έβαζε οινόπνευμα με το βαμπάκι. Που έπιασες κι έβαλες αμέσως απάνω το βρωμομάντηλό σου! Ωχ, Θε μου, μπελάδες!
Η κυρία Ντίνα όμως είχε πολύ ταραχτεί. Το έστρωσε το Κατινάκι σ΄ ένα βρισίδι άγριο, πρωτοφανέρωτο, για να ξεθυμάνουνε τα νεύρα της. Σκουπίδι το έκανε. Και το έστειλε να πλαγιάσει στο πατάρι.
Ούτε μόλυνση, ούτε τίποτα. Την άλλη μέρα, κόκορας πάλι πρωί-πρωί, το Κατινάκι. Μόνον που ήταν ακόμα χλωμό, πολύ χλωμό. Τα μάτια του, κρατούσαν ένα εκστατικό τέντωμα τρόμου. Δεν τραγουδούσε πια.
Τρεις μέρες αργότερα, όλα τελείωσαν κατ΄ ευχή. Ο κανονικός ρυθμός της ζωής ξανάρθε στο σπίτι. Μπορούσανε τώρα να βγαίνουν ελεύθερα, να περνάνε το δρόμο. Ήτανε πολύ καλοδιάθετος ο κύριος Παντελής.
–Χωρίς τα ψέματα, δήλωσε της γυναίκας του εμπιστευτικά. Το παιδί αυτό, το Κατινάκι, μας είναι πολύ χρήσιμο κι αφοσιωμένο. Πρέπει να το περιποιηθούμε.
Πάνω σ΄ αυτά, η πόρτα ανοίγει και το Κατινάκι παρουσιάζεται. Είναι στολισμένο για έξω, τακουνάκι, γοβάκι, όλα στην εντέλεια. Έχει και μια στάλα κολώνια πάνω του, ξεθυμασμένη. Κάτω από το λιγνό μπράτσο σφίγγει ένα μπογαλάκι.
– Για πού, Κατινάκι: Έχεις σήμερα έξοδο;
– Όχι, κυρία.
– Αμ τότε;
Κατέβασε τα μάτια του.
– Θα φύγω, κυρία. Θα φύγω από το σπίτι σας.
Ο κύριος Παντελής κ΄ η κυρία Ντίνα αλληλοκοιτάχτηκαν.
– Γιατί, βρε Κατινάκι;
– Έτσι κυρία.
Δε μπόρεσε να δώσει άλλες εξηγήσεις. Δεν ήξερε ούτε κι αυτό. Το μόνο που ήξερε, ήτανε πως δε μπορούσε πια να μείνει εδώ, όχι.
Βάλανε τα δυνατά τους να το πείσουν, στάθηκε αδύνατο. «Θα φύγω, κυρία» αποκρινότανε στερεότυπα, «θα φύγω», τίποτ΄ άλλο. Τα μάτια του ήτανε τεντωμένα πάντοτε και σα γεμάτα τρόμους.
Κι έφυγε. Κάτω στο δρόμο, ακούστηκε το τακουνάκι του να τυμπανίζει το πεζοδρόμιο, ρυθμικά, σοβαρά, γεμάτο αξιοπρέπεια. Ήτανε τώρα πια το βάδισμα ενός ώριμου ανθρώπου.


(ΕΛΕΥΘΕΡΑ ΓΡΑΜΜΑΤΑ)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου