Ο ένας δρόμος οδηγεί στο Θεό, αναστέναξε βαρειά ο Παραδείσης, ο άλλος στον ολοκληρωτισμό. Φοβάμαι, τρέμω, μήπως δεν υπάρχει τρίτος, ενδιάμεσος. Εμείς βλέπεις, καλέ μου, είμαστε σήμερα ένας κόσμος που έχασε το Θεό του. Η ιδέα της θεότητας απουσιάζει από τη ζωή, το βλέπεις, κι’ απόμεινε στη θέση της ένα είδωλο. Τι θα γίνουμε δίχως Θεό; πες μου. Μπορούμε να ζήσουμε κι’ έτσι, δίχως την κεκτημένη ταχύτητα που μας οδηγούσε ίσαμε τώρα; Ίσως ναι, δε λέω. Άλλοτε, το πίστεψα φανατικά. Ως τότε όμως, στη μεταβατική τούτη εποχή, δε βρίσκεις πως μπορούν να σημειωθούν πράγματα τερατώδη, πράξεις έσχατης απελπισίας, να βγουν στο φως όντα με όψη ανθρώπινη που δε θα έχουν ωστόσο καμμιά σχέση μαζί μας; Εγώ, εγώ που με βλέπεις, ποτέ μου, από κούνια, δεν πίστεψα στο Θεό. Κι’ όμως αργότερα, δίχως να το καταλάβω πώς, οδηγήθηκα να πιστεύω στην ανώτερη χρησιμότητά του, στην αγριωπή ομορφιά θα ’λεγα. Ικανοποιεί μέσα μας ένα αίσθημα υψηλής, όχι θετής απλά, δικαιοσύνης… Αχ, όλ’ αυτά μου φάγανε το μυαλό, είπε κι’ έβγαλε πάλι τα γυαλιά του, έτριψε μέσα στα δάχτυλά του το μέτωπό του σαν άνθρωπος ξαφνικά άρρωστος.
Σώπασαν. Το βράδι τους είχε προφτάσει, άναβαν γύρω τα φώτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου