Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Λογοτεχνία και Καπνός (Μέρος Β')



Η αφαιρετικότητα του καπνού ίσως να συνιστά εκείνο το πολυπόθητο χαρακτηριστικό, το οποίο αποζητούν οι ποιητές και η τελειότητά του, η άφταστη περιεκτικότητά του ίσως να αποτελούν τις αιτίες για τις οποίες ο καπνός και το τσιγάρο έγιναν στίχος, τραγούδι, κλόνισαν τις άκρες των χειλιών μας, όχι ως εκπνοές, μα ως μια εισπνοή των πιο μύχιων σκέψεών μας. «Νύχτα στρωμένη τσιγάρα, λέξεις», στιχουργεί ένας έτερος της νεοελληνικής, ποιητικής σκηνής, ο Μίλτος Σαχτούρης. Και η εικονοποίηση, την οποία πετυχαίνει είναι συγκλονιστική, καθώς ανασύρεται από την οπτική μας μνήμη, μια εικόνα γνώριμη, απαίσια και ελληνική. Τα «στρωμένα τσιγάρα», μπορούν να ονομαστούν άνθρωποι, μπορούν να γίνουν λέξεις που ειπώθηκαν ή παρέμειναν ανομολόγητες. Ή πάλι υπάρχουν τόσες σιωπές, θρέφονται με τις «σάρκες» τους οι σιωπές, το τσιγάρο εκείνου που δεν θα προβεί στην προσωπική, ύστατη παραδοχή θα μείνει εκεί, απόδειξη πως προσπάθησε, βυθίστηκε και δόθηκε στη δίνη μιας τόλμης, ίσως αδιάφορης, μα πάντα τραγικής και ρεαλιστικής. 

Ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο εξαίρετος ποιητής με τη βαθιά, πολιτική συνείδηση, γράφει στο ποίημά του με τίτλο «Θα έρθει μια μέρα»: «Καπνίσαμε- θυμήσου ατελείωτα τσιγάρα, συζητώντας ένα βράδυ»  και εδώ, στη μυσταγωγία του καπνού, πριν και έπειτα από τούτο το στίχο και στην έκταση ολόκληρων ποιημάτων ακόμη, λάμπει η κάφτρα του πικρού, βρεγμένου τσιγάρου που δοκίμασαν τόσες εκατοντάδες άνθρωποι στα χρόνια μιας μακράς, εθνικά σκοτεινής, εποχής. Βιωματικός, ίσως ετούτος ο στίχος του Αναγνωστάκη, στέκει εκεί για να πλάσει μια εικόνα, όπου ο τόπος και τα πρόσωπα συνιστούν ζητήματα δευτερεύοντα. Εδώ προεξέχει το τόνισμα της αίσθησης, εκείνων των τραγικών συναισθημάτων, τα οποία βίωσαν τόσο άδικα και για τόσο πολύτιμο καιρό πολλοί από αυτούς, τους οποίους σήμερα ονομάζουμε ποιητές και επιζώντες. Και πάλι, ο ίδιος ποιητής, σε μια πρόβλεψη, τόσο καίρια του μέλλοντός μας αποκαλύπτει, προειδοποιεί, «μιλά», για να περιγράψουμε με ακρίβεια εκείνο, το οποίο ο ποιητής πράττει, «για τα παιδιά μας που πουλάν τσιγάρα στους διαβάτες». Η σκέψη, αβίαστη, ο συνειρμός, η διαφορετική προσφώνηση μιας παρόμοιας, μιας πανομοιότυπης καλύτερα απειλής. Τάχα, ετούτοι οι «διαβάτες» του Αναγνωστάκη να είναι οι «βάρβαροι» του Καβάφη, «οι κουνιστοί» του σωκρατικού Βάρναλη που ταράζονται στη σκέψη της ποίησης, στο άκουσμα της κραυγής της;
Η αναφορά που ακολουθεί δεν θα μπορούσε να λείπει από τούτο το συσχετισμό του τσιγάρου με τη λογοτεχνία και εδώ, ειδικότερα με τη λειτουργία της ποίησης. Ο Γιάννης Ρίτσος, ο Έλληνας ποιητής με τη ματιά του να ξεπερνά τα ρεύματα και τις τάσεις γράφει: «στρίβει στα δάχτυλά του την ψυχή σου ο αποσπερίτης σαν τσιγάρο, έτσι ανάσκελα να τη φουμάρεις την ψυχή σου.» Με αυτήν την περιγραφή, η οποία δεν συνιστά παρά την εικόνα και την ώρα ενός θανάτου, ο Ρίτσος παραδέχεται την εφήμερη, ανθρώπινη ύπαρξη, εκείνη που τόσο ύμνησε. Εδώ συνίσταται η ειλικρίνειά του. Και καθώς οι καπνιστές γυρεύουν την απόλαυσή τους, οι ποιητές τους παρατηρούν από τους εξώστες, πουλιά καρφωμένα και όλο τραγουδούν την αναζήτησή τους τη μοιραία. 

Ο καπνός καθώς αναδύεται σαν σκέψη πάνω από το κεφάλι ενός φιλοσόφου. Οι φωτογραφίες του καπνιστή Ανδρέα Εμπειρίκου, η Κατερίνα Γώγου στην αποτύπωση του ταραχώδους βλέμματός της, ο αιρετικός καταγραφέας του ελληνικού, λούμπεν στοιχείου Ηλίας Πετρόπουλος, ο οποίος διεκδικεί το δικαίωμα στον «ιδιωτικό» του καρκίνο. Τέλος, ο νεαρός Λιαντίνης, ο τελευταίος μυσταγωγός της ελληνικής φιλοσοφίας αποκλείει κάθε περίπτωση υπαναχώρησης στην απόλαυση του καπνού. Όλοι όσοι αναφέρουμε εδώ, αλλά και εκείνοι που προηγούνται γράφουν για τον καπνό. Καθένας βιώνει την εθιστική αυτή απόλαυση με ξεχωριστό τρόπο. «Να μπαίνει ο ήλιος στο κονιάκ και η σκόνη με τα τσιγάρα στα πλεμόνια μας» γράφει η Κατερίνα και όπου και αν στήσεις την κάμερά σου, «τρία» ή περισσότερα «κλικ» η μορφή της θα σε καταδιώκει. Η ποίηση απαιτεί το κάπνισμα και το τσιγάρο «σηκώνει» την πρώτη. Έτσι, λαϊκά και «άφιλτρα.»

Στην πεζογραφική παραγωγή οι αναφορές στον καπνό και το τσιγάρο δεν είναι λιγότερες. Στα πλαίσια των διαρκώς αυξανόμενων ανθολογιών, τα «Δώδεκα διηγήματα για τον καπνό» συνιστούν μια εξαιρετική διηγηματογραφία, Ελλήνων συγγραφέων, οι οποίοι με αφορμή το τσιγάρο και τον καπνό καταθέτουν δώδεκα φανταστικές ιστορίες, άλλες δοσμένες με ρεαλισμό και άλλες κινούμενες σε πιο υπερβατικά επίπεδα. Με την επισήμανση της βλαβερής επίδρασης του καπνού στην ανθρώπινη υγεία, οι συγγραφείς «τιμούν» τη συνεισφορά του τσιγάρου στην έμπνευση, την αντίδραση στην αμηχανία και γεμίζουν το σταχτοδοχείο μας με σκέψεις και ιδέες. Ο Νετζατή Τζούμαλι, Τούρκος λογοτέχνης και ποιητής, συντάσσει σε μια τριλογία την ιστορία του καπνού και ο Πέτρος Μάρκαρης, μεταφράζει την τουρκική γλώσσα, τιτλοφορώντας το έργο ως «Πικρός Καπνός». Ενδεικτικός ο τίτλος και περιεκτικός για την ιστορία μιας απόλαυσης, η οποία κυνηγήθηκε αλλά και υμνήθηκε κατ΄εξακολούθησιν από την εποχή της πρώτης ανακάλυψής της ως και τις μέρες μας. «Οι βλαβερές συνέπειες του καπνού» του Τσέχωφ συνιστά μια ακόμα ευθεία αναφορά στο τσιγάρο. Με έναν ρεαλιστικό, καθημερινό τίτλο ο Τσέχωφ δικαιολογεί τη ρωσική πρωτοπορία στην ανθρώπινη ψυχολογία, περιγράφοντας ανάγλυφα, με μια άσχετη αφορμή τις σχέσεις των ανθρώπων και τη δυσκολία με την οποία αυτές πραγματώνονται στις μέρες μας. Ο παραλογισμός του καιρού μας δοσμένος με έναν γλαφυρό, ευφάνταστο τρόπο. Ο Τσέχωφ με το έργο του προκαλεί το γέλιο, αλλά και τη συζήτηση ακόμα και όταν οι κουίντες κλείσουν και ο λόγος πάψει. 

Ο Φόκνερ στον «Καπνό και άλλα διηγήματα», ήδη από το εξώφυλλο προϊδεάζει τον αναγνώστη για μια έμμεση αναφορά στη μαγεία του καπνού. Με αυτοτελή κείμενα, διηγηματικές αναφορές με ευφάνταστο περιεχόμενο,  ο συγγραφέας πασχίζει να μεταδώσει το άρωμα του καπνού από τις σελίδες ενός ιδιαίτερου βιβλίου.

Ο καπνός, ο κατέχων παρουσία κινηματογραφική και καλλιτεχνική, δεν θα μπορούσε να αφήσει ασυγκίνητη την τέχνη του λόγου, ξένη και εντόπια. Στο «Ημερολόγια Καπνού» ο συγγραφέας παρακολουθεί την υπόθεση του καπνού, την επίδρασή του στην ελληνική κοινωνία, την ελληνική τέχνη. 

Μακ Τουέιν, Αλμπέρτ Καμύ, Ζαν Πολ Σαρτρ, Παπαδιαμάντης, Μπρεχτ, Ντίκενς, Μπωντλαίρ. Τα παραπάνω ονόματα παραπέμπουν σε μερικές από τις μεγαλύτερες στιγμές της παγκόσμιας, λογοτεχνικής ιστορίας. Η έννοια της δημιουργίας, όμως, ως μια άρτια εκτελεσμένη λειτουργία δεν αποτελεί το μόνο στοιχείο σύνδεσής του. Από τον ανεπανάληπτο Τουέιν και τη δήλωσή του πως «αν στον παράδεισο δεν έχει καπνό, τότε αρνούμαι να βρίσκομαι εκεί» ως τον Σαρτρ και την πεποίθησή του πως «μέσω του ταμπάκου {που κάπνιζε}, ήταν όλος ο κόσμος που καιγόταν, που ανασχηματιζόταν σε αχνό, προκειμένου να εισαχθεί και πάλι εντός» το τσιγάρο αποτέλεσε μια ταυτισμένη με την ύπαρξη συνήθεια. Η καθολική του επιρροή στο καλλιτεχνικό επίπεδο ήταν εκείνη που οδήγησε τον Ζαν Κοκτό να δηλώσει πως «το πακέτο των τσιγάρων, η τελετουργία με την οποία τα βγάζουμε από κει, το άναμμα του αναπτήρα κι εκείνο το αλλόκοτο σύννεφο που μας διαπερνά και που εισπνέουν τα ρουθούνια μας, αποτελούν ισχυρά θέλγητρα που έχουν κατακτήσει τον κόσμο.»


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου