Ένα εξαιρετικό άρθρο από τον Α. Θηβαίο, για την λογοτεχνία υπό το πρίσμα του καπνού...
Τόσο στη λογοτεχνία, όσο και τους υπόλοιπους χώρους της δημιουργικής έκφρασης, το τσιγάρο κέρδισε επάξια τη θέση του ως πηγή έμπνευσης.
Το τσιγάρο συνοδεύει σχεδόν κάθε προσωπική μας στιγμή. Στη λύπη, στον πόνο, στις χαρούμενες στιγμές μας, αλλά και σε εκείνες που αναδύουν αγωνία και αδιέξοδο, ο καπνός είναι εκεί για να μας συντροφέψει. Το τσιγάρο συνιστά εκείνο το μέσο, το οποίο θα συμβάλει στη διαμόρφωση εικόνων και αισθήσεων, απαραίτητων, ως πρωταρχικά, δομικά υλικά στις τέχνες. Όπως και στη ζωή, έτσι και την τέχνη, ο καπνιστής αποτελεί ένα αντικείμενο μελέτης. Ψυχολογικά ή αισθητικά, ο καπνός επιδρά στο πρόσωπο που πλάθει ο δημιουργός, αλλά και στον ίδιο το δημιουργό. Η αίσθησή του, κοινή, με μια διακριτική χροιά αμαρτίας, δεσπόζει ώστε να μην χρειάζεται, παρά μόνο η περιγραφή σε ένα αφήγημα της εικόνας κάποιου ή κάποιας που καπνίζει για να προκληθούν οι μυστηριακές «οσμές» του καπνού.
Ο χαρακτήρας του, ταυτισμένος με μια συνήθη αλλά τεκμηριωμένη αμαρτία δεν επιτρέπει στο ζωγράφο να λησμονήσει τη θεματική του. Μια γυναίκα, πολλές φορές ημίγυμνη να καπνίζει, ένας άνδρας που στέκεται απόμερα έχοντας συντροφιά το τσιγάρο, ο καπνός που επιβάλλει στην εικόνα την απόχρωση ενός εφήμερου και κυρίαρχου γκρι χρώματος. Όλα τούτα θυμάται ο γράφων, όλα τούτα ανασύρει καθώς, καπνίζοντας προσπαθεί να ξεχωρίσει την τελευταία μαρτυρία του καπνού στην τέχνη.
«θυμίαμα η γαλάζια οσμή κι ο καπνός ασημένιος, κερί να στάζει ολοένα στα παιδόπουλα καημένε κόσμε», γράφει ο Νίκος Καρούζος, ο σπουδαίος ποιητής. Και ο καπνός γίνεται ποίηση, ο στίχος «ενδύεται» την άϋλη όψη του, την πυκνότητά του, τη νοσταλγική του χροιά. Ο καπνός εισάγεται στο στίχο, ως μια εφήμερη μαρτυρία της πραγματικότητας. Τέτοιος είναι, αναλώσιμος, οριστικοποιείται και χάνεται ως προϊόν μιας μυστηριακής καύσης. Η πρόσκαιρη παρουσία του, η ταυτισμένη με την απόλαυση ύπαρξή του, θα γοητεύει πάντα τους ποιητές και τους ονειροπόλους. Εκείνοι θα διακρίνουν στην αναφορά του μια εμφανή και κατάλληλη σημειολογία, για να περιγράψουν την αίσθηση της ηδονής, για να κοινωνήσουν με τον πιο εκκωφαντικό τρόπο το σύντομο, ανθρώπινο πέρασμα. Άλλωστε, ποιος από εμάς δεν έχει φανταστεί το καταφύγιο ενός ποιητή πνιγμένο σε δαχτυλίδια καπνού, ποιος δεν έχει υποθέσει τη μοναδική συντροφιά του τσιγάρου για εκείνους που αρέσκονται σε προσωπικές συνομιλίες. Είτε πρόκειται για την απτή πραγματικότητα, είτε πάλι μιλούμε για εκείνη που πλάθεται και επιζεί σε πείσμα των εποχών και του καιρού, ο καπνός, συνιστά τη μοναδική εκείνη στιγμή που η ανάσα μας θα φανεί σε ολόκληρη την ένταση μια εκπνοής. Ο καπνός δεν είναι άλλο από το καθρέφτισμα της ανάσας μας. Εκείνη θα αναδυθεί πάντα πάνω από το στίγμα της φωτιάς ενός τσιγάρου. Και οι καημοί, οι νοσταλγίες μας τότε νιώθουμε πως θα εξαντληθούν και με βεβαιότητα θεωρούμε πως όταν σβήσουμε την ελάχιστη φωτιά στα χείλη μας, τότε η πιο κρυφή μας απόγνωση θα έχει σκορπίσει στις απέραντες, υπερίωνες θάλασσες.
Μιλώντας για την ποίηση και το τσιγάρο και με αφορμή ένα φλέγον ζήτημα της χρονιάς που μας άφησε, δεν μπορούμε παρά να μνημονεύσουμε εκείνο το μικρό απόσπασμα από τη συνέντευξη του εκκλιπόντος ποιητή Γιάννη Βαρβέρη και τον ευφάνταστρο τρόπο, με τον οποίο ο ίδιος συνέδεσε το τσιγάρο με τη στιχουργική. Ο ίδιος στην εφημερίδα «Athens Voice» λέει σχετικά: «…Όσα τσιγάρα και αν καπνίσεις δεν θα γυρίσεις σπίτι σου να χτυπήσεις τη γυναίκα σου, ούτε θα δημιουργήσεις δυστύχημα στο δρόμο. Από την άλλη κανείς δεν ασχολείται με το Κοζλοντούι, το Τσερνομπίλ, ούτε τα άλλα, τα μεταλλαγμένα, τα «προωθούμενα» ναρκωτικά….Για αυτό λέω: καπνίστε τσιγάρο και ποίηση.» Θα μπορούσε κανείς να υποστηρίξει πως το προηγούμενο εδάφιο, συνιστά περισσότερο μια ρητή υπεράσπιση του τσιγάρου, παρά μια λογοτεχνική αναφορά σε αυτό. Μα η φράση για το τσιγάρο και την ποίηση, η πρόσκληση του ποιητή στον αναγνώστη, αποδεικνύει την αίσθηση της απόλαυσης, η οποία συνδέει σαν κοινό παρονομαστής τούτα τα δύο. Προφανώς ο Βαρβέρης μας καλεί σε μια μυσταγωγία, εκείνη της ποίησης και με τρόπο περιεκτικό, δηλώνει ευθαρσώς την αναλογία της απόλαυσης.
Στο ποίημα «Γράμμα σε έναν ποιητή», το οποίο τόσο πετυχημένα και μοναδικά μελοποίησε ο Δημήτρης Ζερβουδάκης, ο ποιητής Νίκος Καββαδίας γράφει: «Εσύ τσιγάρο Camel να καπνίζεις και εγώ σε μια γωνιά να πίνω Whiskey.» Το τσιγάρο και το ποτό μοναδικά μέρη μιας διαλεκτικής, η οποία στηρίζεται στις ανθρώπινες σιωπές. Και είναι αλήθεια, εκείνο που ο γράφων υποψιάζεται πως περίπου έτσι θα ειπώθηκε. «Η ποίηση γράφτηκε τις ώρες των πιο μεγάλων σιωπών.» Ετούτη την αίσθηση, που μοιάζει σαν αυτή που αντλείται στις πιο αδιάφορες και πάντα καθοριστικές στιγμές μας ο ποιητής Καββαδίας ανασύρει και αίφνης επιφέρει μία πληγή στο θηρίο του καθημερινού αισθήματος και ο καπνός δεν θα μοιάζει ποτέ ίδιος, ποτέ ο καπνός δεν θα είναι λιγότερο σπουδαίος, λιγότερο ποιητικός και φανταστικός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου