Κάτω από έναν βαρύ γκρίζο ουρανό, σε μια μεγάλη σκονισμένη πεδιάδα, χωρίς δρόμους, χωρίς χλόη, χωρίς ένα γαϊδουράγκαθο, χωρίς μια τσουκνίδα, συνάντησα ανθρώπους πολλούς να περπατούν σκυφτοί.
Ο καθένας τους κουβαλούσε πάνω στην πλάτη του μια τεράστια Χίμαιρα, βαριά σαν ένα σάκο αλεύρι ή κάρβουνο, ή όσο η εξάρτυση Ρωμαίου πεζικάριου.
Αλλά το τερατόμορφο ζώο δεν ήταν ένα βάρος άψυχο. Αντίθετα, περιτύλιγε και συμπίεζε τον άνθρωπο με τους ελαστικούς και ισχυρούς μυς του. Γαντζωνόταν με τα δυο πελώρια νύχια του στο στήθος του υποζυγίου του και το μυθικό του κεφάλι υψωνόταν πάνω απ' το μέτωπο του ανθρώπου, σαν μια από εκείνες τις φοβερές περικεφαλαίες με τις οποίες οι αρχαίοι πολεμιστές ήλπιζαν ν' αυξήσουν τον τρόμο του εχθρού.
Σταμάτησα έναν από αυτούς τους ανθρώπους και τον ρώτησα πού πήγαιναν έτσι. Μου απάντησε ότι δεν ήξερε τίποτα, ούτε αυτός, ούτε οι άλλοι. Αλλά ότι προφανώς κάπου πήγαιναν, αφού τους ωθούσε μια ακατανίκητη ανάγκη να προχωρούν.
Κάτι περίεργο και αξιοσημείωτο: κανείς από αυτούς τους ταξιδιώτες δεν έδειχνε εξοργισμένος με το άγριο θηρίο που ήταν κρεμασμένο στο λαιμό του και κολλημένο στη ράχη του. Θα έλεγε κανείς ότι το θεωρούσε μέρος του εαυτού του. Όλα αυτά τα σοβαρά και κουρασμένα πρόσωπα δεν μαρτυρούσαν καμιά απελπισία. Κάτω από το μελαγχολικό θόλο του ουρανού, με τα πόδια βουτηγμένα στη σκόνη μιας γης θλιμμένης όσο αυτός ο ουρανός, πορεύονταν με την καρτερική φυσιογνωμία αυτών που είναι καταδικασμένοι να ελπίζουν πάντα.
Και η πομπή πέρασε δίπλα μου και χάθηκε στην ατμόσφαιρα του ορίζοντα, στο σημείο όπου η στρογγυλή επιφάνεια του πλανήτη ξεφεύγει από την περιέργεια της ανθρώπινης ματιάς.
Για μερικές στιγμές πείσμωνα να κατανοήσω αυτό το μυστήριο. Σύντομα όμως η ακατανίκητη Αδιαφορία με κυρίεψε, και αισθανόμουν περισσότερο καταπονημένος εγώ, παρά αυτοί απ' τις Χίμαιρες που τους συνθλίβανε.
Καλώς ορίσατε. Εύχομαι, με την παρουσία σας, να μεγαλώσουν τα φώτα μας στη λογοτεχνική αυτή κακοκαιρία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΚαλώς σας βρήκα!
ΑπάντησηΔιαγραφή