Μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, ὅτι αὐτοὶ ἐλεηθήσονται.
Ι
Ο μικρός "με απλωμένο το χεράκι"
Είναι παράξενα τα παιδιά, τα βλέπω στα όνειρά μου και στη φαντασία μου. Πριν ακόμα αρχίσουν να κόβουν τα έλατα και πριν από τα Χριστούγεννα, έτυχε να συναντήσω στο δρόμο, στη γνωστή γωνία, έναν πιτσιρίκο που δε θα ήταν πάνω από εφτά χρονών. μέσα στη φοβερή παγωνιά, αυτός ήταν ντυμένος με ρούχα σχεδόν καλοκαιρινά, ο λαιμός του όμως ήταν τυλιγμένος με ένα παλιόρουχο, άρα κάποιος τον είχε εφοδιάσει μ'αυτό όταν τον έστελνε εδώ πέρα. Περιφερόταν "με απλωμένο το χεράκι" - αυτός είναι ένας τεχνικός όρος που σημαίνει ζητούσε ελεημοσύνη. Τον όρο τον επινόησαν οι ίδιοι αυτοί οι μικροί. Κάτι τέτοιοι σαν κι αυτόν περιφέρονται αμέτρητοι στο δρόμο σας, σκούζοντας αυτό που τους έμαθαν. Αυτός όμως δεν έσκουζε, μιλούσε με ένα ύφος αθώο και ασυνήθιστο και με κοιτούσε με εμπιστοσύνη κατάματα- άρα, ήταν νιόβγαλτος στο επάγγελμα. Στις ερωτήσεις μου απάντησε ότι είχε μια αδελφή που έμενε στο σπίτι άνεργη, άρρωστη. Ίσως αυτή να ήταν η αλήθεια- μετά όμως έμαθα ότι αυτοί οι μικροί είναι αμέτρητοι: τους στέλνουν να ζητιανέψουν ακόμα και μέσα στη φοβερότερη παγωνιά, και αν δεν μαζέψουν τίποτα, τότε σίγουρα τους περιμένει ξυλοφόρτωμα.
Έτσι και μαζέψει μερικά καπίκια, ο μικρός ξαναγυρνά με κοκκινισμένα, ξυλιασμένα χέρια σε κάποιο υπόγειο, όπου μεθοκοπάει μια συμμορία από χαλάτνικι, απ'αυτούς που "ξεκινάνε την απεργία στο εργοστάσιο σαββατιάτικα, παραμονή της Κυριακής, και δεν ξαναγυρνάνε στη δουλειά πριν από το βράδυ της Τετάρτης". Εκεί, στα υπόγεια, μεθοκοπάνε μαζί τους οι πεινασμένες, ξυλοκοπημένες γυναίκες τους, εκεί ταΐζουν τα πεινασμένα μωρά τους. Βότκα, βρομιά, διαφθορά, αλλά πάνω απ'όλα βότκα. Με τα λεφτά που έχει μαζέψει ο μικρός, τον στέλνουν στην ταβέρνα κι αυτός φέρνει κι άλλο κρασί. Έτσι, γι'αστείο, τον βάζουν καμιά φορά να πιει μισό μπουκάλι βότκα και ξεσπάνε σε χάχανα όταν αυτός πέφτει κατάχαμα, με κομμένη ανάσα, σχεδόν λιπόθυμος:
... και δίχως να με λυπηθεί,
βότκα με πότιζε αηδιαστική...*
Όταν μεγαλώσει, θα τον χώσουν στα γρήγορα σε κάποια φάμπρικα, όσα βγάζει όμως πάλι θα πρέπει να τα φέρνει στους χαλάτνικι, κι εκείνοι θα τα τρώνε στο ποτό. Όμως αυτά τα παιδιά, προτού πάνε στη φάμπρικα, θα έχουν γίνει εγκληματίες. Αλητεύουν στην πόλη και ξέρουν κάποια σημεία στα διάφορα υπόγεια όπου μπορεί κανείς να χωθεί και να περάσει τη νύχτα δίχως να τον πάρουν είδηση. Ένα απ'αυτά πέρασε κάμποσα βράδια στη σειρά στο κονάκι του επιστάτη μιας αυλής, χωμένο μέσα σ'ένα καλάθι, κι έτσι εκείνος δεν τον πήρε είδηση. Εννοείται ότι τα παιδιά αυτά θα γίνουν κλεφτρόνια. Η κλεψιά μετατρέπεται σε πάθος ακόμα και για οκτάχρονα παιδιά, μερικές φορές μάλιστα σε συνθήκες απόλυτης άγνοιας για την εγκληματικότητα της πράξης. Στο τέλος υποφέρουν τα πάντα, και την πείνα και το κρύο και το ξυλοφόρτωμα, για να κερδίσουν ένα και μόνο πράγμα, την ελευθερία τους, και το σκάνε από τους χαλάτνικι για να αλητέψουν για λογαριασμό τους. Τούτα τα άγρια πλάσματα μερικές φορές δεν καταλαβαίνουν τίποτα, ούτε που ζουν, ούτε από πού κατάγονται, ούτε αν υπάρχει Θεός, ούτε αν υπάρχει τσάρος. Λένε μάλιστα γι'αυτά τέτοια πράγματα που, ακούγοντάς τα, δεν πιστεύεις στ'αφτιά σου, κι όμως είναι όλα πραγματικά γεγονότα.
ΙΙ
Ο μικρός πλάι στον Χριστό πάνω στο έλατο
[...]
Ξάφνου του φάνηκε ότι κάποιος πίσω του τον άρπαξε από τη ρόμπα που φορούσε. Ένα μεγαλόσωμο, μοχθηρό αγόρι στεκόταν πλάι του- του έδωσε μια κατακεφαλιά, του άρπαξε την τραγιάσκα και του έβαλε τρικλοποδιά. Ο μικρός κυλίστηκε κατάχαμα, ο κόσμος βάλθηκε να ξεφωνίζει, ο μικρός σάστισε, πετάχτηκε πάνω και το' βαλε στα πόδια - άξαφνα άρχισε πάλι να τρέχει δίχως να ξέρεις πού πηγαίνει - χώθηκε από μία εξώπορτα σε μια ξένη αυλή κι εκεί κάθισε πίσω από το σωρό με τα ξύλα: "Εδώ δε θα με βρουν, άσε που είναι και σκοτεινά".
Κάθισε και κουλουριάστηκε και ούτε ν'ανασάνει δεν μπορούσε από την τρομάρα του και ξαφνικά, εντελώς ξαφνικά, ένιωσε τόσο όμορφα: τα χεράκια και τα ποδαράκια του δεν πονούσαν πια και τώρα ένιωθε τόσο, μα τόσο ζεστά, σαν να καθόταν κοντά σε σόμπα. Αναρίγησε σύγκορμος. Αχ, παραλίγο να αποκοιμηθεί! Τι καλά που θα'ταν να μπορούσε να αποκοιμηθεί εδώ! "Θα καθίσω λιγάκι εδώ και μετά θα πάω να δω ξανά τα κουκλάκια" συλλογίστηκε ο μικρός και χαμογέλασε καθώς τα θυμήθηκε, "μοιάζουν ολοζώντανα!". Και ξάφνου του φάνηκε ότι άκουσε τη μαμά του να του λέει ένα τραγούδι. "Μαμά, θα κοιμηθώ, αχ, είναι τόσο όμορφα να κοιμάσαι εδώ!"
- Έλα μαζί μου στο έλατο μικρέ, του ψιθύρισε ξαφνικά μια σιγανή φωνή.
Εκείνος σκέφτηκε ότι ήταν πάλι η μαμά του, όχι όμως, δεν ήταν αυτή. Ποιός ήταν λοιπόν αυτός που τον φώναζε; Δεν έβλεπε κανέναν- κάποιος όμως έσκυψε πάνω του και τον αγκάλιασε μέσα στο σκοτάδι κι αυτός άπλωσε τα χέρια και... και ξάφνου, ω, τι φως! Ω, τι έλατο! Μα δεν ήταν έλατο αυτό, ποτέ ως τώρα ο μικρός δεν είχε δει τέτοια δέντρα! Μα πού βρίσκεται τώρα; Όλα λάμπουν, όλα αστράφτουν κι ολόγυρα υπάρχουν κουκλάκια- όχι, είναι ζωντανά αγοράκια και κοριτσάκια, μόνο που είναι τόσο φωτεινά, όλα τους τον περιτριγυρίζουν, πετάνε ολόγυρά του, όλα τους τον φιλάνε, τον παίρνουν μαζί τους, αλλά κι ο ίδιος πετάει και βλέπει τη μαμά του να τον κοιτάζει και να του χαμογελά χαρούμενα.
- Μαμά! Μαμά! Τι ωραία που είναι εδώ, μαμά! της φωνάζει ο μικρός και ξαναρχίζει να φιλιέται με τα παιδιά και θέλει, όσο πιο γρήγορα γίνεται, να τους μιλήσει για εκείνα τα κουκλάκια πίσω από το τζάμι. Ποια είστε, παιδιά; ρωτάει ενώ γελάει και τα αγαπάει.
- Αυτό είναι το "Έλατο του Χριστού", του απαντάνε εκείνα. Πάντοτε τούτη τη μέρα ο Χριστός έχει ένα έλατο για τα παιδάκια που δεν έχουν το δικό τους έλατο στη γη... Κι έτσι έμαθε ο μικρός ότι αυτά τα αγοράκια και τα κοριτσάκια ήταν παιδιά ολόιδια μ'αυτόν, άλλα όμως πάγωσαν μέσα σε καλάθια παρατημένα στα σκαλοπάτια των αξιωματούχων της Πετρούπολης, άλλα πέθαναν στα χέρια Φιλανδών που τα έπαιρναν από τα παιδαγωγικά ιδρύματα για να τα αναθρέψουν**, κάποια άλλα πέθαναν πάνω στα στεγνωμένα στήθη των μανάδων τους τον καιρό της μεγάλης πείνας στη Σαμάρα, κι άλλα έσκασαν μέσα σε βαγόνια τρίτης θέσης από τις αναθυμιάσεις, και τώρα βρίσκονται όλα τους εδώ, όλα τους τώρα είναι σαν άγγελοι, όλα τους είναι κοντά στον Χριστό, κι Αυτός είναι ανάμεσά τους και τους απλώνει τα χέρια και ευλογεί κι αυτά και τις αμαρτωλές μανάδες τους... Κι οι μητέρες ετούτων των παιδιών στέκονται κι αυτές εδώ, σε μια γωνιά, και κλαίνε. Η καθεμία τους γνωρίζει το δικό της αγοράκι ή κοριτσάκι, κι αυτά πετάνε προς το μέρους τους και τις φιλάνε, σκουπίζουν με τα χεράκια τους τα δάκρυά τους και τις παρακαλούν να μην κλαίνε, επειδή νιώθουν τόσο όμορφα εδώ...
Κάτω στη γη, οι επιστάτες της αυλής βρήκα το πρωί το μικρό κουφάρι του αγοριού που είχε φωλιάσει πίσω από το σωρό με τα ξύλα και πάγωσε. Γύρεψαν και τη μάνα του... Εκείνη είχε πεθάνει πριν απ'αυτό. Κι οι δυο τους ανταμώσανε στον ουρανό, κοντά στον Θεό.
Γιατί κάθισα και έγραψα μια τέτοια ιστορία, τόσο αταίριαστη σ'ένα συνηθισμένο, λογικό ημερολόγιο, και μάλιστα το ημερολόγιο ενός συγγραφέα; Αφού μάλιστα είχα υποσχεθεί διηγήματα που να αφορούν κυρίως πραγματικά περιστατικά; Να τι συνέβη: όλα αυτά μου φαίνεται πως θα μπορούσαν να έχουν συμβεί στ'αλήθεια, όλα αυτά δηλαδή που συνέβησαν στο υπόγειο και πίσω από το σωρό με τα ξύλα, και στον άλλο κόσμο με το Έλατο του Χριστού- ε, κι εγώ δεν ξέρω πώς να σας το πω, θα μπορούσαν όλα αυτά να έχουν συμβεί, ναι ή όχι; Μα γι'αυτό ακριβώς είμαι μυθιστοριογράφος, για να μπορώ να επινοώ διάφορα πράγματα.
*Παράφραση ενός ποιήματος του Νικολάι Νεκράσοφ με τίτλο Παιδικά χρόνια, το οποίο δεν δημοσιεύθηκε όσο ζούσε ο Ντοστογιέφσκι, αλλά το 1984. Ο Ντοστογιέφσκι το άκουσε πιθανότατα από τον ίδιο τον ποιητή στη δεκαετία του 1840.
** Τα άσυλα για ορφανά παιδιά ονομάζονταν παιδαγωγικά ιδρύματα.
(Νουβέλες και διηγήματα, Β' τόμος, εκδόσεις Ροές)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου