[...] Το μυστικό τούτο, μονάχα στον Γλαύκο το είχε εμπιστευτεί. Κάμποσον καιρό αφού πια γνωρίστηκαν και συνδέθηκαν, ένα βράδι έγινε μεγάλη εκμυστήρευση, που στάθηκε σαν είδος αρραβώνας της φιλίας τους. Ο φίλος τον είχε τραβήξει μαζί του σε μια μεγάλη βόλτα έξω από την πολιτεία, στα χωράφια, κι εκεί, ευνοημένος απο τη νύχτα, μίλησε:
-Σαν απόψε, του είχε πει, εδώ και τρία χρόνια, πήγα να πεθάνω.
-Απο αρρώστια;
-Όχι. Απο φαρμάκι.
Ανατρίχιασε ο Γλαύκος Πετροχωρίτης. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του είχανε τεντωθεί.
-Πήρες... φαρμάκι; Και γιατί;
Δεν απάντησε αμέσως ο φίλος. Έκανε φαίνεται την τελευταία προσπάθεια ν' αποτινάξει το ζυγό της σιωπής.
Τέλος:
-Για μια γυναίκα, είπε βραχνά.
Σώπασαν. Μέσα στη νυχτερινή γαλήνη, ακούγανε πάλι, μηχανικά.
Άκου, λέει, ο φίλος σε λίγο και στάθηκε. Δε θα με ρωτήσεις ποτέ πως την λένε Ό,τι μπορείς να μάθεις θα σου το πω εγώ. Αυτό έγινε κει κάτω, στην πατρίδα μου. Ο πατέρας της υπηρετούσε εκεί, όμως είταν απ' άλλον τόπο. Μείνανε λίγο, δυο χρόνια όλο κι όλο. Ύστερα έφυγαν. Αυτή είταν στην ηλικία μου: Δεκατεσσάρων χρονών.
-Δεκατεσσάρων χρονών! απόρησε ο Γλαύκος Πετροχωρίτης. Αυτός είτανε τώρα δεκάξη χρονών και δεν είχε υποψιαστεί ακόμα τίποτε απο τον κόσμο, αφού ούτε τον έρωτα γνώρισε ούτε τη γεύση του θανάτου.
-Κ'ι οι δικοί σου; Το ξέρανε;
-Το ξέρανε.
Αργότερα έμαθε κι' άλλα. Το φίλο του, που είταν απο πατέρα ορφανός, τον είχε πάρει η μητέρα του κι έφυγαν από την πατρίδα τους αμέσως μετά την απόπειρα. Δεν είχε αδέρφια. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, έκανε με τον πατρυιό του ένα παιδί, αγόρι, που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Όσο για το κορίτσι, δεν το ξανάδε. Της έγραψε, δεν έλαβε απάντηση.
-Καλά... και γιατί θέλησες να πεθάνεις; είχε ρωτήσει ο Γλαύκος.
Τον άκουσε να γελάει ένα δυσάρεστο γέλιο, σα να τον κορόϊδευε για την ερώτηση. Θα την έβρισκε βέβαια ολότελα παιδική.
-Ξέρεις εσύ που ρωτάς, τι είναι ο έρωτας;
-Όχι.
-Έ, λοιπόν, να το μάθεις!
Κατέβασε το κεφάλι του. Πάλι εκείνο το όμορφο, το παράδοξο μίσος ανάδευε στην ψυχή του.
-Κι' όποιος αγαπάει δηλαδή πρέπει να πεθαίνει; έκανε πεισματωμένος. Εξόν κι επειδή είσασταν πολύ μικροί, και δεν μπορούσατε να παντρευτήτε....
-Μην είσαι βλάκας.
-Τότε λοιπόν;
Το χέρι του φίλου του ήρθε να τον χουφτιάσει απο την μπλούζα, πάνω στο στήθος. Τα δάχτυλά του είτανε κρύα και σκληρά.
-Να το ξέρεις, του λέει τραχιά. Όποιος αγαπάει αληθινά, δεν έχει σωτηρία.
Δεν αποκρίθηκε, δεν καταλάβαινε. Βάλθηκαν πάλι να περπατάνε. Σε λίγο:
-Ξέρω, δεν το καταλαβαίνεις αυτό που σου είπα. Θα με περνάς για τρελλό. Ή για θεατρίνο.
-Όχι.
-Λάθος κάνεις! Είμαι τρελλός. Ήμουν. Ο έρωτας είναι βαρειά αρρώστια, κατάλαβέ το αν μπορείς. Δεν ταιριάζει στα μέτρα του ανθρώπου.
Και καθώς ο Γλαύκος δε μιλούσε πάλι.
-Σου έχει τύχει να περάσεις ποτέ σου αρρώστια πολύ μεγάλη; Ναι;... Έ λοιπόν δε σου ήρθε, πάνω στο μαρτύριο, όταν το αίμα φουντώνει, να δώσεις μιά και να γλυτώνεις;
-Όχι. Ήθελα μονάχα να γίνω καλά.
Το σκληρό χέρι τον άφησε, τον έσπρωξε πέρα.
-Ανθρωπάκι! είπε με περιφρόνηση. Είσαι από κείνους που έχουν "τη θέληση της ζωής". Και οι άλλοι, οι παρόμοιοι, που έχουν κι' αυτοί τη θέληση της ζωής, παινεύουν τους τύπους του είδους σου. Κολλάτε σαν ψείρες στη ζωή.
Ανάσανε βαθειά και, μ' αυτό, σα να ημέρεψε κάπως.
-Το κάτω-κάτω, πρόσθεσε, το ίδιο κάνει. Ο καθένας γιατρεύεται όπως μπορεί.
-Κι' όμως! Να που εσύ γιατρεύτηκες στο τέλος, δίχως να πεθάνεις.
Προχώρησαν ακόμα λίγα βήματα, αμίλητοι. Ύστερα, η φωνή του φίλου του ακούστηκε πάλι, μουντή:
-Που ξέρεις! Μπορεί και ναχω πεθάνει....
-Σαν απόψε, του είχε πει, εδώ και τρία χρόνια, πήγα να πεθάνω.
-Απο αρρώστια;
-Όχι. Απο φαρμάκι.
Ανατρίχιασε ο Γλαύκος Πετροχωρίτης. Μέσα στο σκοτάδι τα μάτια του είχανε τεντωθεί.
-Πήρες... φαρμάκι; Και γιατί;
Δεν απάντησε αμέσως ο φίλος. Έκανε φαίνεται την τελευταία προσπάθεια ν' αποτινάξει το ζυγό της σιωπής.
Τέλος:
-Για μια γυναίκα, είπε βραχνά.
Σώπασαν. Μέσα στη νυχτερινή γαλήνη, ακούγανε πάλι, μηχανικά.
Άκου, λέει, ο φίλος σε λίγο και στάθηκε. Δε θα με ρωτήσεις ποτέ πως την λένε Ό,τι μπορείς να μάθεις θα σου το πω εγώ. Αυτό έγινε κει κάτω, στην πατρίδα μου. Ο πατέρας της υπηρετούσε εκεί, όμως είταν απ' άλλον τόπο. Μείνανε λίγο, δυο χρόνια όλο κι όλο. Ύστερα έφυγαν. Αυτή είταν στην ηλικία μου: Δεκατεσσάρων χρονών.
-Δεκατεσσάρων χρονών! απόρησε ο Γλαύκος Πετροχωρίτης. Αυτός είτανε τώρα δεκάξη χρονών και δεν είχε υποψιαστεί ακόμα τίποτε απο τον κόσμο, αφού ούτε τον έρωτα γνώρισε ούτε τη γεύση του θανάτου.
-Κ'ι οι δικοί σου; Το ξέρανε;
-Το ξέρανε.
Αργότερα έμαθε κι' άλλα. Το φίλο του, που είταν απο πατέρα ορφανός, τον είχε πάρει η μητέρα του κι έφυγαν από την πατρίδα τους αμέσως μετά την απόπειρα. Δεν είχε αδέρφια. Η μητέρα του ξαναπαντρεύτηκε, έκανε με τον πατρυιό του ένα παιδί, αγόρι, που πέθανε σε βρεφική ηλικία. Όσο για το κορίτσι, δεν το ξανάδε. Της έγραψε, δεν έλαβε απάντηση.
-Καλά... και γιατί θέλησες να πεθάνεις; είχε ρωτήσει ο Γλαύκος.
Τον άκουσε να γελάει ένα δυσάρεστο γέλιο, σα να τον κορόϊδευε για την ερώτηση. Θα την έβρισκε βέβαια ολότελα παιδική.
-Ξέρεις εσύ που ρωτάς, τι είναι ο έρωτας;
-Όχι.
-Έ, λοιπόν, να το μάθεις!
Κατέβασε το κεφάλι του. Πάλι εκείνο το όμορφο, το παράδοξο μίσος ανάδευε στην ψυχή του.
-Κι' όποιος αγαπάει δηλαδή πρέπει να πεθαίνει; έκανε πεισματωμένος. Εξόν κι επειδή είσασταν πολύ μικροί, και δεν μπορούσατε να παντρευτήτε....
-Μην είσαι βλάκας.
-Τότε λοιπόν;
Το χέρι του φίλου του ήρθε να τον χουφτιάσει απο την μπλούζα, πάνω στο στήθος. Τα δάχτυλά του είτανε κρύα και σκληρά.
-Να το ξέρεις, του λέει τραχιά. Όποιος αγαπάει αληθινά, δεν έχει σωτηρία.
Δεν αποκρίθηκε, δεν καταλάβαινε. Βάλθηκαν πάλι να περπατάνε. Σε λίγο:
-Ξέρω, δεν το καταλαβαίνεις αυτό που σου είπα. Θα με περνάς για τρελλό. Ή για θεατρίνο.
-Όχι.
-Λάθος κάνεις! Είμαι τρελλός. Ήμουν. Ο έρωτας είναι βαρειά αρρώστια, κατάλαβέ το αν μπορείς. Δεν ταιριάζει στα μέτρα του ανθρώπου.
Και καθώς ο Γλαύκος δε μιλούσε πάλι.
-Σου έχει τύχει να περάσεις ποτέ σου αρρώστια πολύ μεγάλη; Ναι;... Έ λοιπόν δε σου ήρθε, πάνω στο μαρτύριο, όταν το αίμα φουντώνει, να δώσεις μιά και να γλυτώνεις;
-Όχι. Ήθελα μονάχα να γίνω καλά.
Το σκληρό χέρι τον άφησε, τον έσπρωξε πέρα.
-Ανθρωπάκι! είπε με περιφρόνηση. Είσαι από κείνους που έχουν "τη θέληση της ζωής". Και οι άλλοι, οι παρόμοιοι, που έχουν κι' αυτοί τη θέληση της ζωής, παινεύουν τους τύπους του είδους σου. Κολλάτε σαν ψείρες στη ζωή.
Ανάσανε βαθειά και, μ' αυτό, σα να ημέρεψε κάπως.
-Το κάτω-κάτω, πρόσθεσε, το ίδιο κάνει. Ο καθένας γιατρεύεται όπως μπορεί.
-Κι' όμως! Να που εσύ γιατρεύτηκες στο τέλος, δίχως να πεθάνεις.
Προχώρησαν ακόμα λίγα βήματα, αμίλητοι. Ύστερα, η φωνή του φίλου του ακούστηκε πάλι, μουντή:
-Που ξέρεις! Μπορεί και ναχω πεθάνει....
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου