Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

H. Kudszus - Αφορισμός νο.91


Αν άξαφνα οι πέτρες και τα νερά,
τα φυτά και τα δέντρα,
κι όλα τα ζώα
μιλούσαν για μας στη γλώσσα μας,
θα χωνόμασταν όλοι απ' την ντροπή
μέσα στη γη.
Ζούμε απ' τη σιωπή της φύσης
που βασανίζουμε.


Τ. Μπέρνχαρντ: Απλά περίπλοκος...


Ο Τόμας Μπέρνχαρντ (1931-1989), ο Δυτικός μα μη Αυστριακός, ο άνθρωπος που γεννήθηκε στην Ολλανδία και μεγάλωσε στην Αυστρία, αυτός που αγάπησε τον Κροπότκιν και έγραψε αναρχικά. Έγραψε συνολικά εννέα μυθιστορήματα και πέντε αυτοβιογραφικά μυθιστορήματα που συγκροτούν την Αυτοβιογραφία του. Τα κείμενα του ανορθόδοξα και προσωπικά, ρέουν με ένα δικό τους στυλ, που αποκαλείται από πολλούς αυστηρά "μπερνχαρντικό", όπως και να'χει ο Μπέρνχαρντ ήταν από τους λογοτέχνες που στραπατσάρεται με την αυστριακή κοινωνία όσο κανείς άλλος, που την ξεγυμνώνει και αφουγκράζεται κάτω από τα σκέλια της, που την παρουσιάζει ως τον κόλαφο του δυτικού πολιτισμού. Και η Αυστρία; Η Αυστρία τον αγκαλιάζει, όσο και οι γύρω χώρες και το 1968 του απονέμεται από το αυστριακό κράτος η μεγαλύτερη διάκριση, το βραβείο Litteraturstaatspreis. Ο Μπέρνχαρντ αιρετικός ακόμα και στη θετική έκβαση της ζωής του (ούτως ή άλλως, κάθε βράβευσή του, τού προκαλούσε αφόρητο άγχος), ομολογεί τις σκέψεις του μπροστά στα μέλη της κυβερνήσεως: «Είμαστε Αυστριακοί, είμαστε απαθείς. (...) Δεν έχουμε να πούμε τίποτα πέρα από αυτό: είμαστε άθλιοι και η ίδια μας η εικόνα μας κάνει βορά μιας φιλοσοφικής, οικονομικής, μηχανικής ομοιομορφίας. (...) Κατοικούμε τα τραύματά μας, φοβόμαστε, έχουμε κάθε δικαίωμα να φοβόμαστε, βλέπουμε ήδη, ακόμη και αν είναι από μακριά θολό, το τεράστιο περίγραμμα του φόβου. (...) Δεν αξίζει να ντρεπόμαστε, δεν είμαστε όμως τίποτα και δεν αξίζουμε τίποτα άλλο από το χάος». 

Η διαθήκη του σπουδαίου Αυστριακού συγγραφέα που σφράγισε τη γερμανόφωνη λογοτεχνία το δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχε ως εξής: "...Τίποτα από ό,τι εξέδωσα εγώ ο ίδιος, όσο ζούσα, ή από όσα κατάλοιπα βρεθούν, όπως γίνεται πάντοτε, μετά το θάνατό μου επιτρέπω βάσει του ισχύοντος νόμου περί πνευματικών δικαιωμάτων να παιχτεί, να τυπωθεί ή έστω να διαβαστεί δημόσια εντός των ορίων του αυστριακού κράτους - όπως χαρακτηρίζεται πάντοτε αυτό το κράτος - σε οποιαδήποτε μορφή κι αν γίνει αυτό. Ρητά τονίζω ότι δε θέλω να έχω καμία δοσοληψία με το αυστριακό κράτος και προφυλάσσω τον εαυτό μου όχι μόνον από οποιαδήποτε ανάμιξη αλλά και από κάθε είδους προσέγγιση του αυστριακού κράτους σ' ό,τι σχετίζεται με το πρόσωπό μου και το έργο μου για πάντοτε στο μέλλον.
Μετά το θάνατό μου δεν επιτρέπεται να δημοσιευτεί ούτε λέξη από τα λογοτεχνικά μου κατάλοιπα - και σ' αυτά συμπεριλαμβάνω επιστολές και σημειώματα, οπουδήποτε και αν υπάρχουν αυτά..." 

Μετάφραση από τα γαλλικά
Ειρήνη Λεβίδη

Τίποτε ωστόσο δεν τηρήθηκε από αυτά- καλό ή κακό... δεν ξέρω...


Στην Ελλάδα, έχει ξεκινήσει μία αξιόλογη προσπάθεια μετάφρασης των έργων του Μπέρνχαρντ, ήδη από το 1987. Έκτοτε, αρκετοί εκδοτικοί οίκοι ενδιαφέρθηκαν για έργα του. Η θεατρική τύχη του Τόμας Μπέρνχαρντ στην ελληνική σκηνή έχει γνωρίσει δύο σημαντικές σκηνικές αναγνώσεις. Η παράσταση του έργου «Ρίτερ, Ντένε, Φος», πολύτιμη στιγμή στη ζωή της Νέας Σκηνής του Λ. Βογιατζή το 1991, συνιστά έναν από τους βασικούς διαύλους επικοινωνίας του ελληνικού κοινού με τον συγγραφέα. Επίσης τον Δεκέμβριο του 1994 το Θέατρο Τέχνης παρουσίασε το έργο «Μινέτι».



Απόσπασμα από το θεατρικό του έργο, 'Ρίττερ, Ντένε, Φος', σε μετάφραση Λευτέρη Βογιατζή και Σωτηρίας Ματζίρη.

[Οι Ρίττερ και Ντένε, είναι οι αδελφές του Φος και ο Φος είναι ο Λούντβιχ Βίτγκενστάιν (ο Βίτγκενστάιν είχε δύο αδελφές, ενώ φίλος των δύο αδελφών του, όπως και προστατευόμενος καλλιτέχνης της οικογένειας, ήταν ο ζωγράφος Gustav Klimt). Το κείμενο είναι γραμμένο χωρίς σημεία στίξης. Οι τρεις τελείες σε παρένθεση, παραπέμπουν σε κείμενο που παραλείπεται]

ΦΟΣ [απευθυνόμενος στις αδελφές του Ρίττερ και Ντένε]

(...) Εσείς βέβαια δεν καθίσατε να σας ζωγραφίσουν
δεν πέσατε βέβαια θύματα
ενός τέτοιου τσαρλατάνου ζωγράφου
σας ζωγράφισαν ή όχι
έξαλλος
Σας ζωγράφισαν
είσαστε τόσο ξεδιάντροπες
που καθίσατε να σας ζωγραφίσουν
αυτοί οι αντικαλλιτέχνες
που ξεφυτρώνουν σήμερα παντού
και γλείφουνε τους πάντες
και ζητούν εκατομμύρια για τις αηδιαστικές μουντζούρες τους
Σας ζωγράφισαν

ΡΙΤΤΕΡ

Και λοιπον
(...)

ΦΟΣ (...) Στον εαυτό του

(...) Τις ζωγράφισαν
κάθισαν να τις ζωγραφίσουν

(...) Γίνονται ένα με τους ζωγράφους
φωνάζει προς τα έξω
Με τους ζωγράφους
αποκτούν περιουσία και πλούτη
και γίνονται ένα με τους ζωγράφους
Οπότε αυτός ο συρφετός στρογγυλοκάθεται παντού
και μολύνει τον αέρα
(...)

ΡΙΤΤΕΡ

Βοηθήσαμε απλώς
ένα νεό καλλιτέχνη

ΦΟΣ

Είναι μάταιο να βοηθάς τους νέους καλλιτέχνες
δεν υπάρχει μεγαλύτερη ανοησία
απ' το να βοηθάς τους νέους καλλιτέχνες
γενικά το να βοηθάς τους καλλιτέχνες
δεν έχει νόημα
Οι καλλιτέχνες οφείλουν οι ίδιοι να βοηθούν τον εαυτό τους
προπαντός οι νέοι καλλιτέχνες
οφείλουν να βοηθούν οι ίδιοι τον εαυτό τους
γι αυτό δεν βγαίνει τίποτα από τους νέους καλλιτέχνες
επειδή διαρκώς τους βοηθάμε
όποιος βοηθάει έναν καλλιτέχνη
τον εκμηδενίζει
προ παντός όποιος βοηθάει έναν νέο καλλιτέχνη
τον καταστρέφει και τον εκμηδενίζει
αυτή είναι η αλήθεια
Να περιβάλλεσαι το μανδύα του Μαικήνα
τίποτα δεν υπάρχει πιο αποκρουστικό
Μα ό,τι λέγεται
κανένας δεν το ακούει
Εμένα το μαικηνάτο με απωθούσε πάντα
Πλούσιοι
μαικήνες
ψεύτες

(...) αυτή η εποχή δε θα περάσει στην ιστορία της τέχνης
σαν άγραφη σελίδα ντροπής ναι
σαν καταστροφή ναι
σαν καταστροφή της τέχνης
σαν γιγάντιος κρατήρας της τέχνης
που θα σκύβουν να δουν μέσα του οι άνθρωποι σε εκατό χρόνια
κι απ' όπου μόνο αναθυμιάσεις θα αναδίνονται
τίποτε άλλο
τίποτε άλλο
(...)


Το Αηδόνι και το Τριαντάφυλλο-Oscar Wilde

«Είπε ότι θα χόρευε μαζί μου αν της έφερνα κόκκινα τριαντάφυλλα» φώναξε ο νεαρός φοιτητής , «αλλά σε ολόκληρο τον κήπο μου δεν υπάρχει ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο!».
Από την φωλιά του στην βαλανιδιά, το αηδόνι τον άκουσε, κοίταξε μέσα από τις φυλλωσιές και απόρησε.
«Ούτε ένα κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κήπο μου!» φώναξε ο νέος και τα όμορφα μάτια του γέμισαν δάκρυα. «Αχ! από τι τιποτένια βάσανα εξαρτάται η ευτυχία! Έχω διαβάσει όλα όσα έχουν γράψει οι σοφοί, και όλα τα μυστικά της φιλοσοφίας τα κατέχω, και όμως, για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο καταστρέφεται η ζωή μου».
«Επιτέλους, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Κάθε νύχτα γι' αυτόν τραγουδούσα κι ας μην τον γνώριζα: κάθε νύχτα έλεγα την ιστορία του στα αστέρια και τώρα τον βλέπω. Τα μάτια του είναι σκοτεινά σαν το μπουμπούκι του υάκινθου και τα χείλη του κόκκινα σαν το τριαντάφυλλο που ποθεί, αλλά το πάθος του έκανε το πρόσωπό του χλωμό σαν φιλντίσι και η θλίψη άφησε την σφραγίδα της στο μέτωπό του».

«Ο πρίγκηπας δίνει χορό αύριο βράδυ», ψιθύρισε ο νεαρός φοιτητής, «και η αγάπη μου είναι καλεσμένη. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα χορέψει μαζί μου ως τα χαράματα. Αν της φέρω ένα κόκκινο τριαντάφυλλο θα την κρατήσω στην αγκαλιά μου και θα ακουμπήσει το κεφάλι της στον ώμο μου και θα σφίγγω το χέρι της μέσα στο δικό μου. Αλλά δεν υπάρχει κόκκινο τριαντάφυλλο στον κήπο μου, θα καθίσω λοιπόν εδώ μονάχος και εκείνη θα με προσπεράσει. Δεν θα μου δώσει σημασία και η καρδιά μου θα ραγίσει».
«Πράγματι, να ένας αληθινά ερωτευμένος», είπε το αηδόνι. «Αυτά που τραγουδάω, εκείνος τα υποφέρει, αυτό που για μένα είναι χαρά, για εκείνον είναι πόνος. Σίγουρα, ο έρωτας είναι υπέροχο πράγμα. Είναι πιο πολύτιμος κι από τα σμαράγδια και πιο ακριβός από λεπτό οπάλι. Τα μαργαριτάρια και τα ρόδια δεν μπορούν να τον αγοράσουν ούτε τον πουλάνε στην αγορά. Δεν μπορούν να τον αγοράσουν οι έμποροι ούτε μπορεί να ζυγιστεί στην ζυγαριά με χρυσάφι».
«Γιατί κλαίει;» ρώτησε μια μικρή πράσινη σαύρα καθώς περνούσε τρέχοντας δίπλα του με την ουρά της στον αέρα.
«Γιατί αλήθεια;» είπε μια πεταλούδα που πετούσε πέρα δώθε κυνηγώντας μια ηλιαχτίδα.
«Γιατί αλήθεια;» ψιθύρισε μια μαργαρίτα στον γείτονά της με απαλή, χαμηλή φωνή.
«Κλαίει για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε το αηδόνι.
«Για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο;» φώναξαν, «τι γελοίο!» κι η μικρή σαύρα, που ήταν κάπως κυνική, γέλασε απροκάλυπτα.
Το αηδόνι όμως καταλάβαινε το μυστικό της θλίψης του φοιτητή και καθόταν σιωπηλό στη βαλανιδιά και σκεφτόταν το μυστήριο του έρωτα.
Ξαφνικά, άπλωσε τα καφετιά φτερά του και υψώθηκε στον αέρα. Πέρασε μέσα από το δασάκι σαν σκιά και σαν σκιά διέσχισε τον κήπο. Καταμεσής στο χορτάρι είδε μια όμορφη τριανταφυλλιά, πέταξε κατά κει και προσγειώθηκε σε ένα κλαράκι της.
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι».
Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι άσπρα» απάντησε, «άσπρα σαν τον αφρό της θάλασσας και πιο άσπρα από το χιόνι στα βουνά. Πήγαινε όμως στην αδελφή μου που τρυπώνει γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις».
Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε γύρω από το παλιό ηλιακό ρολόι.
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι». Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κίτρινα» απάντησε, «κίτρινα σαν τα μαλλιά της σειρήνας που κάθεται σε θρόνο κεχριμπαρένιο και πιο κίτρινα από την μαργαρίτα που ανθίζει στον αγρό πριν έρθει ο θεριστής με το δρεπάνι του. Πήγαινε όμως στην αδερφή μου που φυτρώνει κάτω από το παράθυρο του φοιτητή και ίσως να σου δώσει αυτό που γυρεύεις».
Έτσι, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά που φύτρωνε κάτω από το παράθυρο του φοιτητή.
«Δώσε μου ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε, «και θα σου τραγουδήσω το πιο γλυκό μου τραγούδι». Η τριανταφυλλιά όμως κούνησε το κεφάλι της.
«Τα τριαντάφυλλά μου είναι κόκκινα» απάντησε, «κόκκινα σαν τα πόδια του περιστεριού και πιο κόκκινα από τα μεγάλα κοράλλια που κυματίζουν στη σπηλιά του ωκεανού. Ο χειμώνας όμως πάγωσε τις φλέβες μου κι η παγωνιά έκαψε τα μπουμπούκια μου, η καταιγίδα έσπασε τα κλαδιά μου και δεν θα κάνω καθόλου τριαντάφυλλα όλο το χρόνο φέτος».
«Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο γυρεύω όλο κι όλο» φώναξε το αηδόνι, «ένα μονάχα κόκκινο τριαντάφυλλο! Δεν υπάρχει τρόπος να το βρω;»
«Υπάρχει ένας τρόπος» απάντησε η τριανταφυλλιά, «αλλά είναι τόσο τρομερός, που δεν τολμώ να σου τον πω».
«Πες τον μου», είπε το αηδόνι, «δεν φοβάμαι».
«Αν θέλεις ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε η τριανταφυλλιά, «πρέπει να το πλάσεις με την μουσική του φεγγαρόφωτου και να το βάψεις με το αίμα της καρδιάς σου. Πρέπει να μου τραγουδήσεις με ένα αγκάθι καρφωμένο στο στήθος σου. Όλη την νύχτα πρέπει να μου τραγουδάς και το αγκάθι πρέπει να τρυπήσει την καρδιά σου και το αίμα της ζωής σου πρέπει να κυλήσει στις φλέβες μου και να γίνει δικό μου».
«Ο θάνατος είναι μεγάλο τίμημα για ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» είπε το αηδόνι, «και η ζωή είναι πολύ αγαπητή σε όλους. Είναι ευχάριστο να κάθεσαι στο πράσινο δάσος και να κοιτάζεις τον ήλιο στο χρυσό του άρμα και την σελήνη στο μαργαριταρένιο της άρμα. Γλυκό είναι το άρωμα της τρικοκκιάς, γλυκές είναι και οι καμπανούλες που κρύβονται στην κοιλάδα και το ρείκι που φυτρώνει στον λόφο. Ωστόσο, ο Έρωτας είναι προτιμότερος από την Ζωή και τι ‘ναι η καρδιά ενός πουλιού μπροστά στην καρδιά ενός ανθρώπου;»
Άπλωσε λοιπόν τα καφετιά φτερά του για να πετάξει και όρμησε στον αέρα. Πέρασε πάνω απ' τον κήπο σαν σκιά, και σαν σκιά πέρασε το δασάκι.
Ο νεαρός φοιτητής ήταν ακόμα ξαπλωμένος στο χορτάρι, στο ίδιο μέρος που τον είχε αφήσει και τα δάκρυα δεν είχαν στεγνώσει ακόμα στα όμορφα μάτια του.
«Θα γίνεις ευτυχισμένος» φώναξε το αηδόνι, «θα γίνεις ευτυχισμένος, θα το έχεις το κόκκινο τριαντάφυλλό σου. Θα το πλάσω με την μουσική του φεγγαρόφωτου και θα το βάψω με το αίμα της καρδιάς μου. Το μόνο που σου ζητώ για αντάλλαγμα είναι να είσαι αληθινός εραστής, γιατί ο έρωτας είναι πιο σοφός από την φιλοσοφία και ας είναι γνωστική, και πιο ισχυρός από την εξουσία και ας είναι δυνατή. Στο χρώμα της φωτιάς είναι τα φτερά του, στο χρώμα της φωτιάς είναι και το κορμί του. Τα χείλη του είναι γλυκά σαν μέλι και η ανάσα του σαν το λιβάνι».
Ο φοιτητής σήκωσε τα μάτια και αφουγκράστηκε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι του έλεγε το αηδόνι, γιατί ήξερε μόνο τα πράγματα που είναι γραμμένα στα βιβλία.
Η βελανιδιά όμως κατάλαβε και ένιωσε θλίψη, γιατί αγαπούσε πολύ το μικρό αηδόνι που είχε χτίσει την φωλιά του στα κλαδιά της.
«Τραγούδησέ μου ένα τελευταίο τραγούδι» ψιθύρισε, «θα νιώθω μοναξιά όταν θα φύγεις».
Έτσι, το αηδόνι τραγούδησε για την βελανιδιά κι η φωνή του ήταν σαν νερό που ρέει κελαρυστό από ασημένιο κανάτι.
Όταν τέλειωσε το τραγούδι του, ο φοιτητής σηκώθηκε κι έβγαλε ένα σημειωματάριο και ένα μολύβι από την τσέπη του.
«Έχει στυλ» μονολογούσε, καθώς απομακρυνόταν από το δασάκι, «αυτό δεν μπορούμε να του το αρνηθούμε, έχει όμως άραγε και αίσθημα, φοβάμαι πως όχι. Στην πραγματικότητα, είναι σαν τους περισσότερους καλλιτέχνες, όλο ύφος, μα καθόλου ειλικρίνεια. Δεν θα θυσιαζόταν για τους άλλους. Μόνο την μουσική σκέφτεται κι όλοι ξέρουν πως οι τέχνες είναι εγωϊστικές. Ωστόσο, πρέπει να το παραδεχτούμε ότι υπάρχουν μερικές όμορφες νότες στο τραγούδι του. Τι κρίμα που δεν σημαίνουν τίποτα και δεν έχουν κανένα πρακτικό όφελος!» και πήγε στο δωμάτιό του, ξάπλωσε στο ξυλοκρέβατό του κι άρχισε να σκέφτεται την αγάπη του και σε λίγο αποκοιμήθηκε.
Κι όταν το φεγγάρι έλαμψε στον ουρανό, το αηδόνι πέταξε στην τριανταφυλλιά και ακούμπησε το στήθος του στο αγκάθι. Όλη νύχτα τραγουδούσε με το στήθος του πάνω στο αγκάθι, και το παγερό κρυστάλλινο φεγγάρι έσκυψε κι άκουγε. Όλη νύχτα τραγουδούσε και το αγκάθι έμπαινε ολοένα και πιο βαθιά στο στήθος του και το αίμα της ζωής του άδειαζε από μέσα του.
Τραγούδησε πρώτα για την γέννηση του έρωτα στην καρδιά ενός αγοριού και ενός κοριτσιού. Και στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς άνθισε ένα υπέροχο τριαντάφυλλο, το ένα πέταλο μετά το άλλο, καθώς το ένα τραγούδι διαδεχόταν το άλλο. Ωχρό ήταν στην αρχή, σαν την ομίχλη που πλανιέται πάνω από το ποτάμι, ωχρό σαν τα πόδια του πρωϊνού και ασημένιο σαν τις φτερούγες της αυγής. Σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε έναν ασημένιο καθρέφτη, σαν την σκιά ενός τριαντάφυλλου σε μια λιμνούλα, έτσι ήταν και το τριαντάφυλλο που άνθισε στο πιο ψηλό κλωνί της τριανταφυλλιάς. Αλλά η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. «Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι» φώναξε η τριανταφυλλιά, «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο».
Τότε το αηδόνι πίεσε κι άλλο το αγκάθι και ολοένα και πιο δυνατό γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για την γέννηση του πάθους στην ψυχή ενός άντρα και μιας κόρης.
Κι ένα απαλό ρόδισμα έβαψε τα φύλλα του τριαντάφυλλου, σαν το ρόδισμα στο πρόσωπο του γαμπρού όταν φιλάει τα χείλη της νύφης. Μα τα αγκάθι δεν είχε φτάσει ακόμα στην καρδιά του κι έτσι η καρδιά του τριαντάφυλλου έμεινε λευκή, γιατί μόνο το αίμα της καρδιάς ενός αηδονιού μπορεί να βάψει κόκκινη την καρδιά ενός τριαντάφυλλου.
Και η τριανταφυλλιά φώναξε στο αηδόνι να πιέσει κι άλλο το αγκάθι. «Πίεσέ το κι άλλο, μικρό αηδονάκι» φώναξε η τριανταφυλλιά, «αλλιώς θα ξημερώσει πριν τελειώσει το τριαντάφυλλο».
Το αηδόνι τότε πίεσε κι άλλο το αγκάθι και το αγκάθι άγγιξε την καρδιά του κι ένα άγριο σκίρτημα πόνου το διαπέρασε. Πικρός, πικρός ήταν ο πόνος και παράφορο, όλο και πιο παράφορο γινόταν το τραγούδι του, γιατί τραγουδούσε για τον έρωτα που γίνεται τέλειος με τον θάνατο, για τον έρωτα που δεν πεθαίνει στον τάφο.
Και το υπέροχο τριαντάφυλλο έγινε κόκκινο, σαν το τριαντάφυλλο του ουρανού της ανατολής. Κόκκινα ήταν τα πέταλα και κόκκινη σαν ρουμπίνι η καρδιά του. Αλλά η φωνή του αηδονιού έσβηνε και χανόταν και οι μικρές του φτερούγες άρχισαν να χτυπούν κι ένα πέπλο σκέπασε τα μάτια του. Όλο κι έσβηνε το τραγούδι του κι ένιωθε κάτι να το πνίγει στο λαιμό του.
Κι έπειτα ξέσπασε σ' ένα τελευταίο τραγούδι. Το λευκό φεγγάρι το άκουσε, ξέχασε το χάραμα και ξέμεινε στον ουρανό. Το κόκκινο τριαντάφυλλο το άκουσε και άρχισε να τρέμει ολόκληρο από την έκσταση και άνοιξε τα πέταλά του στον ψυχρό πρωϊνό ουρανό. Η ηχώ το μετέφερε στη μαβιά σπηλιά της στους λόφους και ξύπνησε τους κοιμισμένους βοσκούς από τα όνειρά τους. Μέσα από τις καλαμιές του ποταμού πέρασε κι αυτές μετέφεραν στη θάλασσα το μήνυμά του.
«Κοίτα, κοίτα!» φώναξε η τριανταφυλλιά, «το τριαντάφυλλο τέλειωσε τώρα!», μα το αηδόνι δεν απάντησε γιατί κείτονταν νεκρό στο χορτάρι με το αγκάθι στην καρδιά του.
Το μεσημέρι ο φοιτητής άνοιξε το παράθυρό του και κοίταξε έξω.
«Μπα, τι φοβερή τύχη!» φώναξε, «να ένα κόκκινο τριαντάφυλλο! Ποτέ δεν έχω ξαναδεί τέτοιο τριαντάφυλλο σε όλη μου την ζωή. Είναι τόσο όμορφο που είμαι σίγουρος ότι έχει μια πολύπλοκη λατινική ονομασία» κι έσκυψε και το έκοψε.
Ύστερα φόρεσε το καπέλο του και πήγε τρέχοντας στο σπίτι του καθηγητή με το τριαντάφυλλο στο χέρι του.
Η κόρη του καθηγητή καθόταν στην πόρτα και τύλιγε γαλάζια μεταξωτή κλωστή σε μια κουβαρίστρα με το σκυλάκι ξαπλωμένο στα πόδια της.
«Είπες ότι θα χόρευες μαζί μου αν σου έφερνα ένα κόκκινο τριαντάφυλλο» φώναξε ο φοιτητής. «Να το πιο κόκκινο τριαντάφυλλο σε ολόκληρο τον κόσμο. Θα το βάλεις απόψε στην καρδιά σου και καθώς θα χορεύουμε μαζί θα σου πω πόσο σε αγαπώ».
Η κοπέλα όμως έσμιξε τα φρύδια.
«Φοβάμαι ότι δεν θα ταιριάζει με το φόρεμά μου» απάντησε, «κι εξάλλου, ο ανιψιός του αρχιθαλαμηπόλου μου έστειλε μερικά αληθινά κοσμήματα κι όλοι ξέρουν πως τα κοσμήματα στοιχίζουν πολύ πιο ακριβά από τα λουλούδια».
«Λοιπόν, μα την πίστη μου, είσαι πολύ αχάριστη» είπε ο φοιτητής θυμωμένα και πέταξε το τριαντάφυλλο, που έπεσε στο χαντάκι και η ρόδα ενός πέρασε πάνω του.
«Αχάριστη;» είπε η κοπέλα. «Για να σου πω, είσαι πολύ αγενής, και στο κάτω κάτω ποιος είσαι εσύ; Ένας φοιτητής. Ε λοιπόν, πιστεύω ότι δεν έχεις καν ασημένιες αγκράφες στα παπούτσια σου, σαν τον ανιψιό του αρχιθαλαμηπόλου» και σηκώθηκε από την καρέκλα και μπήκε στο σπίτι της.
«Τι ανόητο πράγμα που είναι ο έρωτας!» είπε ο φοιτητής καθώς απομακρυνόταν. «Δεν είναι καθόλου χρήσιμο σαν την λογική, γιατί δεν αποδεικνύει τίποτα και πάντα μιλάει για πράγματα που δεν πρόκειται να γίνουν και σε κάνει να πιστεύεις πράγματα που δεν είναι αληθινά. Δεν είναι καθόλου πρακτική υπόθεση και καθώς στην εποχή μας το να είσαι πρακτικός είναι το παν, θα ξαναγυρίσω στην φιλοσοφία και θα μελετήσω μεταφυσική».
Γύρισε λοιπόν στο δωμάτιό του, έβγαλε ένα μεγάλο σκονισμένο βιβλίο και άρχισε να διαβάζει.

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Ημερολόγιο: Ετήσιο συνέδριο της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων για την αρχαία λυρική ποίηση και η διαχρονική της επίδραση


Η αρχαία λυρική ποίηση, 7ος-5ος π. Χ. αιώνες, με την πολυδιάστατη ανάπτυξή της (ελεγειακή, ιαμβική, μελική, χορική) και την πορεία της ανθρώπινης σκέψης και του φιλοσοφικού στοχασμού «από το μύθο στο λόγο», εκφράζει  τον παλμό της ζωής και την πνευματική δράση καθώς και τη φροντίδα του ελεύθερου πολίτη για τα κοινωνικοπολιτικά προβλήματα, αποδίδοντας τέλεια την εικόνα του ολοκληρωμένου ανθρώπου.

Θεματικοί άξονες

Α. Απαρχές και πηγές της λυρικής ποίησης.-Από το έπος στο λυρισμό.
Β. Είδη της λυρικής ποίησης και εκπρόσωποί της.
Γ. Επιβίωση της λυρικής ποίησης.
   
1. Η κληρονομιά της λυρικής ποίησης στο δράμα.
2. Η λυρική ποίηση στην ελληνιστική εποχή (ἐπύλλιον, εἰδύλλιον, επίγραμμα, μίμος, βουκολική ποίηση).

3. Η λυρική ποίηση στο Βυζάντιο. Η Παλατινή Ανθολογία.
4. Νεοελληνική και ξένη λογοτεχνία και αρχαία λυρική ποίηση.

Δ. Η λυρική ποίηση στη Β/θμια Εκπ/ση.

Οργανωτικό πλαίσιο του Συνεδρίου

1. Το Συνέδριο, που τελεί υπό την αιγίδα του Υπουργείου Παιδείας, θα το παρακολουθήσουν οι Περιφερειακοί Διευθυντές Εκπαίδευσης, οι Προϊστάμενοι Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης κλ. ΠΕ2, οι Σχολικοί Σύμβουλοι κλ.ΠΕ2, οι Διευθυντές Εκπαίδευσης κλάδου ΠΕ2, οι Πρόεδροι των Τοπικών Συνδέσμων Φιλολόγων και του Συνδέσμου Ελλήνων Κυπρίων Φιλολόγων, φιλόλογοι, εκπρόσωποι από τις Διευθύνσεις Β/θμιας Εκπαίδευσης όλης της χώρας και αντιπροσωπεία φιλολόγων από την Κύπρο.

2. Οι εισηγήσεις θα έχουν τη μορφή προφορικής εισήγησης, διάρκειας 20΄. Θα επιλεγούν 20 εισηγήσεις, περίπου. Οι προτάσεις για συμμετοχή στο Συνέδριο πρέπει να σταλούν ταχυδρομικώς  ή ηλεκτρονικώς το αργότερο ως τις 25 Ιουνίου 2014. H πρόταση θα περιλαμβάνει τον τίτλο της εισήγησης, περίληψη μιας σελίδας, ιδιότητα, διεύθυνση και τηλέφωνο του εισηγητή.

3. Οι εισηγήσεις του συνεδρίου θα εκδοθούν σε ειδικό τόμο της Π.Ε.Φ. και οι εισηγητές θα πρέπει να παραδώσουν εγκαίρως το κείμενό τους. Οργανωτική επιτροπή: Αναστασία Αβραμίδου, Τασούλα Καραγεωργίου, Αντώνης Μαστραπάς, Μανώλης Στεργιούλης, Γεωργία Χαριτίδου.

ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΑ ΕΝΩΣΗ ΦΙΛΟΛΟΓΩΝ
Πολυτεχνείου 6,  10433  Αθήνα
τηλ.: 210-5243434,  fax: 210-5228231
e-mail: p-e-f@otenet.gr
http://www.p-e-f.gr
Αθήνα, 17/3/2014
Αριθμ. πρωτ.683 

Α. Γρίβα - Μια φορά που άρχισε το κακό μου


Εντυπωσιασμένη από την εν λόγω ποιήτρια, που με μεγάλο κόπο διάλεξα να παρουσιάσω στο ιστολόγιο ένα της μονάχα ποίημα- και αναμένω για το μέλλον.



Το σώμα αν πονέσει κρατά μυστικά
το σώμα αν πονέσει σκληρό παραπέτασμα
πάνω στα ίχνη του ο μόχθος
σκάβει τη γη
σκάβει ανθρώπους σκάβει το φως και διυλίζεται
γεμάτη ουλές πατημασιά ταξίδι δίχως.

όρυγμα είναι;
του τριγμού το στερέωμα;
άμμος που στάζει σαν το κλάμα
πάνω σε μάγουλα καυτά;

Σε πλεύση άπνοια 
κρατιέμαι
απ’ της λαμπάδας
το σπιθίρισμα
και κάνω βόλτες
που κυκλώνουν
όπως οι μύγες
το κενό.



Κυριακή 20 Απριλίου 2014

Γ. Βερίτης - Αναστάσεως ημέρα



Ποια μέρα έχει τη χάρη σου, ω ημερών καμάρι,
ποια εορτή τη δόξα σου, ποια τη δική σου χάρη;
Παντού σκορπάς συ τη χαρά, παντού την ευθυμία,
ημέρα αναστάσεως και εορτών κυρία.
Παντού τραγούδια και χαρές και ευτυχία φέρνεις,
μαζί με τον Θεάνθρωπο κι εμάς στα ύψη παίρνεις.
Χριστός Ανέστη εκ νεκρών, μελωδικά μας ψάλλεις
και μ' ευωδιές λιβανωτού, μόσκου, μας περιβάλλεις.
Ποια μέρα ή ποια εορτή έχει την ομορφιά σου,
τα άφθαστα τα κάλλη σου, τη χάρη τη δικιά σου;





Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Ν. Καζαντζάκης - Ασκητική. Salvatores dei (Μέρος Β')


Α' ΣΚΑΛΟΠΑΤΙ: ΕΓΩ

-"Εγώ, η Κραυγή, είμαι ο Κύριος ο Θεός σου! Δεν είμαι καταφύγι. Δεν είμαι σπίτι κι ελπίδα. Δεν είμαι Πατέρας, δεν είμαι Γιος, δεν είμαι Πνέμα. Είμαι ο Στρατηγός σου! Δεν είσαι δούλος μου μήτε παιχνίδι στις απαλάμες μου. Δεν είσαι φίλος μου, δεν είσαι παιδί μου. Είσαι ο σύντροφος μου στη μάχη. Κράτα γενναία τα στενά που σου μπιστεύτηκα. μην τα προδώσεις! Χρέος έχεις και μπορείς στο δικό σου τον τομέα να γίνεις ήρωας. Αγάπα τον κίντυνο. Τί είναι το πιο δύσκολο; Αυτό θέλω! Ποιό δρόμο να πάρεις; Τον πιο κακοτράχαλον ανήφορο. Αυτόν παίρνω κι εγώ. Ακλούθα μου! Να μάθεις να υπακούς. Μονάχα όποιος υπακούει σε ανώτερο του ρυθμό είναι λεύτερος. Να μάθεις να προστάζεις. Μονάχα όποιος μπορεί να προστάζει είναι αντιπρόσωπος μου απάνω στη γης ετούτη. Ν' αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ, εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ φταίω. Ν' αγαπάς τον καθένα ανάλογα με τη συνεισφορά του στον αγώνα. Μη ζητάς φίλους, να ζητάς συντρόφους! Να 'σαι ανήσυχος, αφχαρίστητος, απροσάρμοστος πάντα. Όταν μια συνήθεια καταντήσει βολική, να τη συντρίβεις. Η μεγαλύτερη αμαρτία είναι η ευχαρίστηση. Πού πάμε; Θα νικήσουμε ποτέ; Προς τι όλη τούτη η μάχη; Σώπα! Οι πολεμιστές ποτέ δε ρωτούνε!"
Σκύβω κι αφουκράζουμαι την πολεμική τούτη Κραυγή στα σωθικά μου. Αρχίζω και μαντεύω τοπρόσωπο του Αρχηγού, ξεκαθαρίζω τη φωνή του, δέχουμαι με χαρά και με τρόμο τις σκληρές εντολές του.
Ναι, ναι, δεν είμαι τίποτα. Ένας αχνός φωσφορισμός απάνω στην ογρή πεδιάδα, ένα άθλιο σκουλήκι που σούρνεται κι αγαπάει, φωνάζει και μιλάει για φτερούγες, μια ώρα, δυο ώρες κι ύστερα το στόμα του φράζει με χώματα. 'Αλλη απόκριση οι σκοτεινές δυνάμες δε δίνουν.


Β': Η ΡΑΤΣΑ
Η Κραυγή δεν είναι δική σου. Δε μιλάς εσύ, μιλούν αρίφνητοι πρόγονοι με το στόμα σου. Δεν πεθυμάς εσύ, πεθυμούν αρίφνητες γενεές απόγονοι με την καρδιά σου.
Οι νεκροί σου δεν κείτουνται στο χώμα. Γένηκαν πουλιά, δέντρα, αγέρας. Κάθεσαι στον ίσκιο τους, θρέφεσαι με τη σάρκα τους, αναπνές το χνότο τους. Γένηκαν Ιδέες και πάθη, κι ορίζουν τη βουλή σου και την πράξη.
Οι μελλούμενες γενεές δε σαλεύουν μέσα στον αβέβαιο καιρό, μακριά από σένα. Ζουν, ενεργούν και θέλουν μέσα στα νεφρά και στην καρδιά σου.
Το πρώτο σου χρέος πλαταίνοντας το εγώ σου είναι, στην αστραπόχρονη τούτη στιγμή που περπατάς στη γης, να μπορέσεις να ζήσεις την απέραντη πορεία, την ορατή και την αόρατη, του εαυτού σου.
Δεν είσαι ένας. Είσαι ένα σώμα στρατού. Μια στιγμή κάτω από τον ήλιο φωτίζεται ένα από τα πρόσωπα σου. Κι ευτύς σβήνει κι ανάβει άλλο, νεώτερο σου, ξοπίσω σου.
Η ράτσα σου είναι το μεγάλο σώμα, το περασμένο, το τωρινό και το μελλούμενο. Εσύ είσαι μια λιγόστιγμη έκφραση, αυτή είναι το πρόσωπο. Εσύ είσαι ο ίσκιος, αυτή το κρέας.
Δεν είσαι λεύτερος. Αόρατα μυριάδες χέρια κρατούν τα χέρια σου και τα σαλεύουν. Όταν θυμώνεις, ένας προπάππος αφρίζει στο στόμα σου. Όταν αγαπάς, ένας πρόγονος σπηλιώτης μουγκαλιέται. Όταν κοιμάσαι, ανοίγουν οι τάφοι μέσα στη μνήμη και γιομώνει βουρκόλακες η κεφαλή σου.


Γ': Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ
Τί θα πει ευτυχία; Να ζεις όλες τις δυστυχίες. Τί θα πει φως; Να κοιτάς με αθόλωτο μάτι όλα τα σκοτάδια.
Είμαστε ένα γράμμα ταπεινό, μια συλλαβή, μια λέξη από τη γιγάντια Οδύσσεια. Είμαστε βυθισμένοι σ' ένα γιγάντιο τραγούδι και λάμπουμε όπως λάμπουν τα ταπεινά χοχλάδια όσο είναι βυθισμένα στη θάλασσα.
Ποιό είναι το χρέος μας; Ν' ανασηκώσουμε το κεφάλι από το κείμενο, μια στιγμή, όσο αντέχουν τα σπλάχνα μας και ν' αναπνέψουμε το υπερπόντιο τραγούδι. Να σμίξουμε τις περιπέτειες, να δώσουμε νόημα στο ταξίδι, να παλεύουμε ακατάλυτα με τους ανθρώπους, με τους θεούς και με τα ζώα, κι αργά, υπομονετικά, να μολώνουμε μέσα στα φρένα μας, μελούδι από το μελούδι μας, την Ιθάκη. Σαν ένα νησί, αργά, με φοβερόν αγώνα, υψώνεται μέσα από τον ωκεανό του ανύπαρχτου το έργο του ανθρώπου.


Δ': Η ΓΗΣ
Κοιτώ τη Γης με το λασπωμένο μυαλό της κι ανατριχιάζω ξαναζώντας τον κίντυνο. Μπορούσα να βουλιάξω, να χαθώ μέσα στις ρίζες τούτες που πίνουν μ' ευδαιμονία τη λάσπη. μπορούσα να πλαντάξω μέσα στο χοντρό τούτο μυριοζάρωτο τομάρι ή να σπαράζω αιώνια μέσα στο αιματερό σκοτεινό καύκαλο του παμπάλαιου πρόγονου.
Μα γλίτωσα. Πέρασα τα παχιόφλουδα φυτά, πέρασα τα ψάρια, τα πουλιά, τα θεριά, τους πιθήκους. Έκαμα τον άνθρωπο. Έκαμα τον άνθρωπο και τώρα μάχουμαι να τον ξεκάμω!



Πέμπτη 17 Απριλίου 2014

Φ. Γκαρθία Λόρκα - Μισό ψωμί και ένα βιβλίο...



“Δε ζει μόνο με ψωμί ο άνθρωπος. Αν ήμουν πεινασμένος και αβοήθητος στο δρόμο, δε θα ζητούσα ένα ψωμί. Θα ζητούσα μισό ψωμί και ένα βιβλίο.”


Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Ο. Γουάιλντ - De Profundis (Απόσπασμα)


... Μερικές φορές, σκέφτομαι μήπως ήσουν απλώς μια μαριονέτα που την κινούσε ένα μυστηριώδες αόρατο χέρι με σκοπό να οδηγήσει τη ζωή μου,μέσα από μια περίπλοκη διαδοχή τρομακτικών γεγονότων, σ' ένα τρομακτικό τέλος.Αλλά και οι μαριονέτες  έχουν πάθη.Δεν παίζουν το ρόλο τους εντελώς πειθήνια, προσθέτουν καινούργια στοιχεία στην πλοκή, μπερδεύουν το νήμα της αλληλουχίας για να ικανοποιήσουν δικές τους ιδιοτροπίες ή επιθυμίες. Η απόλυτη ελευθερία και ταυτόχρονα η απόλυτη υποταγή στην αναγκαιότητα είναι το αιώνιο παράδοξο της ανθρώπινης ζωής. Και ίσως είναι η μόνη δυνατή εξήγηση για το χαρακτήρα σου,αν μπορεί ποτέ να υπάρξει εξήγηση για το βαθύ και τρομερό μυστήριο της ψυχής του ανθρώπου, εκτός από μία που κάνει αυτό το μυστήριο ακόμη πιο θαυμαστό ...


Ν. Καζαντζάκης - Ασκητική. Salvatores dei (Μέρος Α')


Άρχισε να τη γράφει στη Βιέννη το 1922 και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923. Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού –τελευταίου– κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: “Σιγή” – μπόμπα που ανατινάζει όλη την Ασκητική. Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».
Η έκδοση της Ασκητικής το 1927 στην Αθήνα προκάλεσε μεγάλο σάλο. Ο συγγραφέας ένιωσε πως λίγοι την κατάλαβαν.


«Προσπάθησα με λόγια απλά, σαν εξομολόγηση, να διαγράψω την άσκηση της ζωής μου, από πού ξεκίνησα, πώς πέρασα τα εμπόδια».


Ιδού το πρώτο μέρος του έργου, χωρισμένο από μένα και καθαρά αποσπασματικό:



Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ 


ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ' άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα. Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται. -"Εγώ μονάχα υπάρχω!" φωνάζει ο νους. "Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει. Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο. Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος. Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ, δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: "Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!" Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα. Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει".



ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ
Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:
-Σκάψε! Τι βλέπεις;
-Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα 'ναι ο θάνατος.
-Σκάψε ακόμα!
-Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!
-Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!
Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο. 

ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ' έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.
Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες. Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.

Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: -"Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα.
Δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη. Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις
ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω. Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!"
Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους. δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι. 

Ξέρω τώρα. δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.



30ος Διαγωνισμός Ποίησης- Πεζού λόγου- Εικαστικών Μουσικής σύνθεσης και Βιβλίου "Σικελιανά 2014"


Ο Διεθνής Πολιτιστικός Οργανισμός «ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ», προκηρύσσει τον 30ο Πανελλήνιο Διαγωνισμό Ποίησης - Πεζογραφίας - Εικαστικών και Βιβλίου.
Οι ενδιαφερόμενοι, μπορούν να αποστέλλουν
τις συμμετοχές τους μέχρι και τις 15 Ιουνίου 2014 στην Διεύθυνση:
ΤΟ ΚΑΦΕΝΕΙΟ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ
Τήνου 26
18900 Σαλαμίνα.         
ΟΧΙ ΣΥΣΤΗΜΕΝΑ

ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ
Οι διαγωνιζόμενοι διαγωνίζονται χωριστά στους εξής κλάδους:
ΠΟΙΗΣΗ: στις κατηγορίες: Ομοιοκατάληκτη Ποίηση - Ελεύθερος στίχος – Ερωτική Ποίηση - Πατριωτική Ποίηση - Θρησκευτική Ποίηση - Λυρική Ποίηση - Γονεϊκή Ποίηση - Ποίηση Προβληματισμού - Ποίηση Αυτογνωσίας - Ελληνοεμφορούμενη Ποίηση - Παραινετική Ποίηση - Πεζοτράγουδο - Παιδική Ποίηση - Σατιρική Ποίηση - Χάϊ-Κου. Μετάφραση κάθε είδους Ποιητικού Λόγου.
Επίσης, γίνεται δεκτή και Ποίηση από παιδιά κάθε ηλικίας, με χωριστά Βραβεία.
Ακόμη, μπορεί να γίνει και συμμετοχή με Ποιητικές Συλλογές: α) Μικρή Συλλογή μέχρι δέκα Ποιήματα, β) Μεγάλη Συλλογή από δέκα-πέντε ποιήματα και επάνω.
ΠΕΖΟΣ ΛΟΓΟΣ: στις κατηγορίες: Διήγημα - Μυθιστόρημα - Νουβέλα - Χρονογράφημα - Δοκίμιο - Ιστορικό Μυθιστόρημα - Πεζογράφημα - Άρθρο - Παραμύθι - Σάτιρα - Μετάφραση - Θέατρο - Πεζοτράγουδο - Ευθυμογράφημα. Μετάφραση κάθε είδους Πεζού Λόγου.
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ: Κάθε κατηγορία Εικαστικών, όπως Λάδι, Σπάτουλα, Κάρβουνο, Μολύβι, Ακουαρέλλα, Πυρογραφία, Εικονογραφία, Αγιογραφία, Γλυπτική, Μικρογλυπτική, Χαλκογραφία, Ενδυματολογία, Σκηνογραφία, Κολλάζ, κ.ά.  Υποβάλλονται σε φωτογραφία ή σλάϊντς.  Τα τρία πρώτα Βραβεία, οφείλουν να παραχωρήσουν τα έργα τους στην υπό ίδρυσιν Πινακοθήκη του Οργανισμού.
ΜΟΥΣΙΚΗ: Μικρές ή μεγάλες συνθέσεις κάθε είδους, όπως συμφωνικά, ελαφρά, λαϊκά, δημοτικά, εμβατήρια, παραδοσιακά, κ.ά. για ένα ή περισσότερα μουσικά όργανα.
ΟΡΟΙ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗΣ: Κάθε έργο, υποβάλλεται σε τρία δαχτυλογραφημένα αντίτυπα, υπογεγραμμένα με ψευδώνυμο. Σε κλειστό φάκελο, τα πλήρη στοιχεία του διαγωνιζομένου, ιδιαίτερα δε διεύθυνση ή e-mail για να υπάρχει έγκαιρη ειδοποίηση ως προς τα αποτελέσματα. Τα μουσικά έργα σε  CD ή DVD, πάλι με ψευδώνυμο και πλήρη στοιχεία σε σφραγισμένο φάκελο. Δεν ισχύει το ψευδώνυμο για τα Εικαστικά.
Οι διαγωνιζόμενοι, μπορούν να λάβουν μέρος σε όσα είδη από τα προκηρυχθέντα στον διαγωνισμό αναφέρονται.
Απονέμονται τρία Βραβεία και τρεις Έπαινοι, σε κάθε είδος.

ΔΙΑΓΩΝΙΣΜΟΣ ΒΙΒΛΙΟΥ: Λήξη 31 Αυγούστου 2014.
Στον διαγωνισμό Βιβλίο, μπορούν να λάβουν μέρος συγγραφείς, μεταφραστές και εκδοτικοί οίκοι με βιβλία τους αλλά και αναγνώστες, οι οποίοι προτείνουν προς βράβευση ένα ή περισσότερα βιβλία. Τα συμμετέχοντα έργα, υποβάλλονται σε τρία αντίτυπα και δεν χρειάζεται να υπάρχει ψευδώνυμο. Επίσης παρακαλούμε να υπάρχουν στοιχεία επαφής με τον συγγραφέα.  Τα Βιβλία, τα οποία υποβάλλονται πρέπει να έχουν εκδοθεί σε Ελλάδα ή Εξωτερικό, μεταξύ Αυγούστου 2012 και 31 Αυγούστου 2014.
Απονέμεται Ένα Βραβείο σε κάθε κατηγορία Βιβλίου, π.χ. Ποίηση, Μυθιστόρημα, Ιστορικό Μυθιστόρημα, Δοκίμιο, Θέατρο, Παραμύθι, κ.ά.

Για πληροφορίες μόνο στον αριθμό τηλεφώνου 210-4685163, κάθε μεσημέρι εκτός Σαββάτου και Κυριακής από 2 έως 4.


Δευτέρα 14 Απριλίου 2014

Μόνιμη έκθεση Γ. Ιωάννου στη Θεσσαλονίκη


Στις 16 Φεβρουαρίου 2014 εγκαινιάστηκε η μόνιμη έκθεση του προσωπικού αρχείου 
του λογοτέχνη Γιώργου Ιωάννου.

Η έκθεση βρίσκεται στον 6ο όροφο του Βαφοπουλείου Πνευματικού Κέντρου.

Ώρες λειτουργίας της έκθεσης: 
Τρίτη-Παρασκευή 9:00 - 14:00 & 17:00 - 21:00
Σάββατο 17:00 - 21:00
Κυριακή 9:00 - 14:00

Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο
Γ. Βαφόπουλου 3, Θεσσαλονίκη
τηλ. 2310 424132-3

Παρασκευή 11 Απριλίου 2014

Β. Πόπα, ο καβαφικός


Με τον Βάσκο Πόπα (1922-1991) αρχίζει η σύγχρονη σέρβικη λογοτεχνία, ακριβέστερα με την έκδοση της συλλογής των ποιημάτων του Κόρα ( Kora ) το 1953. Ο Πόπα «εισήγαγε νέα, χαρακτηριστική, ανέλπιστη και νεωτεριστική έκφραση, στην οποία συνενώνει τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό και τη σέρβική λαϊκή παράδοση». Με λίγα λόγια και πλούσιες μεταφορές, ο Πόπα «ατενίζει με οραματισμό τον κόσμο και τη ζωή, τα μεγάλα θέματα της ιστορίας και του ανθρώπου με συνοπτικό, περιεκτικό τρόπο, άλλοτε αινιγματικά και άλλοτε με χιούμορ, αλλά πάντοτε με μια γνώριμη φρεσκάδα». Ο Πόπα «απορρίπτει την τετριμμένη άποψη της ζωής» και γι΄ αυτόν η καθημερινότητα είναι «θεατρική σκηνή πάνω στην οποία διαβάζεται το ανθρώπινο πεπρωμένο». Οι στίχοι είναι βραχείς, χωρίς ομοιοκαταληξία και σημεία στίξεως, και όπως λέει ο ποιητής Μίοντραγκ Πάβλοβιτς, η ποιητική του έκφραση είναι με «όσο το δυνατόν λιγότερες λέξεις». Ως προς το ρυθμό είναι πιο κοντά στο μέτρο της σέρβικης λαϊκής ποίησης. Επίσης, επιλέγει με μεγάλη προσοχή τις λέξεις, και «ακολουθώντας τη γλώσσα διεισδύει στα παμπάλαια στρώματα της πολιτισμικής μνήμης».

Ο Βάσκο Πόπα σπούδασε γαλλική γλώσσα και λογοτεχνία στη Βιέννη, Βουκουρέστι και Βελιγράδι, μετάφραζε από τη Γαλλική, ήταν επί μακρόν συντάκτης στον εκδοτικό οίκο NOLIT (Βελιγάδι), και προετοίμασε ανθολογία λαϊκής ποίησης. Το δημοσιευμένο του ποιητικό έργο αποτελείται από οκτώ βιβλία ποίησης, το ήδη αναφερθέν Κόρα ( Kora ), Nepočin polje (Αγρυπνόκαμπος) , 1956, Sporedno nebo (Παρά-ουρανός) 1968, Uspravna zemlja (Η ορθή γη) 1972, Vučja so (Το Αλάτι του Λύκου) , Kuća nasred druma (Σπίτι στη μέση του δρόμου),Živo meso (Ωμό κρέας) 1975 και Rez (Τομή) 1981. Στη διαθήκη του βρέθηκε και ένα του μισοτελειωμένο βιβλίο ποιημάτων Gvozdeni sad (Σιδερένιο φυτό), Lepa varoš V (Η Όμορφη κωμόπολη Β), και κύκλος πέντε ποιημάτων με τίτλο Ludi Lala (Ο Τρελός Λάλα). Στο Λογοτεχνικό Δήμο Βρσατς (KOV), του οποίου ιδρυτής ήταν ο Πόπα, τо 2002 εκδόθηκε το μικρό βιβλίο Rumunske i druge pesme (Ρουμάνικα και άλλα ποιήματα) στο οποίο δημοσιεύτηκαν κάποια ποιήματα τα οποία είχε γράψει σαν νέος. Ο Βάσκο Πόπα έχει τιμηθεί με πολλά βραβεία τόσο στη χώρα όσο και στο εξωτερικό. Στη Σερβία έχει καθιερωθεί βραβείο Βάσκο Πόπα για την ποίηση. Ήταν μέλος της Σέρβικης Ακαδημίας Επιστημών και Τεχνών. Είναι, ίσως, «ο περισσότερο μεταφρασμένος Σέρβος ποιητής των τελευταίων δεκαετιών του 20ού αιώνα.» Μεταφράσεις της ποίησής του υπάρχουν στην αγγλική, γαλλική, εβραϊκή, τουρκική, αλβανική, κινέζικη, πορτογαλική, ινδική, αραβική, αρμενική, ιταλική, γερμανική, ρουμάνικη, ρωσική, ελληνική και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στην Ελλάδα ο Β. Πόπα έχει μεταφρασθεί σε ξεχωριστά βιβλία, αλλά και σε περιοδικά και ανθολογίες.

Σε ξεχωριστή έκδοση κυκλοφόρησε το 1979 στην Αθήνα το βιβλίο με τίτλο Ποιήματα από τον εκδοτικό οίκο Κέδρος. Την εκλογή των ποιημάτων και τη μετάφραση έκαμε η Έλλη Σκοπετέα, ποιήτρια και καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και η καλύτερη γνώστρια της σέρβικης γλώσσας μεταξύ των ξένων διανοουμένων. Το περιεχόμενο της εκλογής αυτής αποτελούν οι συλλογές ποιημάτων Nepočin polje (Αγρυπνόκαμπος) ,με τους κύκλους των ποιημάτωνIgre (Τα παιχνίδια), Kost kosti (Κόκκαλο προς κόκκαλο) , Vrati mi moje krpice (Δος μου πίσω τα κουρέλια μου) , Belutak (Το άσπρο βότσαλο) καιSporedno nebo (Ο παρά-ουρανός) με τους κύκλους ποιημάτωνZev nad zevovima (Χάσμα χασμάτων) , Znamenja (Τα σημεία) , Razmirice (Η διένεξη) , Podražavanje sunca (Μίμησις ηλίου) , Raskol (Το σχίσμα) , Lipa nasred srca (Στη μέση της καρδιάς φιλύρα) , Nebeski prsten (Το ουράνιο δαχτυλίδι).
Την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε και το βιβλίο ποιημάτων του Πόπα με τίτλο Πόπα, Επιλογή από το έργο του[14] σε μετάφραση του Σπύρου Τσακνιά από την αγγλική γλώσσα, με σχόλια του Τed Hughes. Την Εκλογή αποτελούν οι κύκλοι των ποιημάτων: Igre (Παιχνίδια), Kost kosti (Κόκκαλο προς κόκκαλο), Belutak (Το Βότσαλο) με μότο Daleko u nama (Βαθιά μέσα μας), και η εκλογή από τη συλλογή Sporedno nebo (Δευτερεύων ουρανός).

Από τους Έλληνες που έχουν κάνει την μετάφραση σε ποιήματα του Πόπα, προτιμώ την Έλλη Σκοπετέα- όχι ότι οι υπόλοιποι δεν είναι εξίσου καλοί, αλλά καθαρά και μόνο γιατί ταιριάζει σε μένα καλύτερα η δικιά της ροή του μεταφρασμένου ποιήματος.


ΜΕΤΑ ΤΟ ΠΑΙΧΝΙΔΙ 
Τέλος τα χέρια κάνουν να πιάσουν το στομάχι
Μη σκάσει το στομάχι από τα γέλια
Όπου άφαντο το στομάχι

Το ’να το χέρι υψώνεται με χίλια ζόρια
Από το μέτωπο τον κρύο ιδρώτα να σκουπίσει
Πάει και το μέτωπο
Το άλλο το χέρι τραβάει για την καρδιά
Να μην ξετιναχτεί η καρδιά απ’ τα στήθια
Πάει κι η καρδιά

Πέφτουν τα χέρια και τα δύο
Πέφτουνε ράθυμα στα γόνατα
Παν και τα γόνατα

Πάνω στη μια παλάμη τώρα βρέχει
Από τη δεύτερη χορτάρι μεγαλώνει
Μην τα ρωτάς

1954


ΚΥΝΗΓΗΤΌ 
Κάποιοι δαγκώνουν κάποιους
Τους κόβουν χέρι ή πόδι ή οτιδήποτε

Στα δόντια το κρατάνε
Τρέχουνε έξαλλοι
Το θάβουνε στη γη

Ξεχύνονται οι άλλοι παντού
Οσφραίνονται ψάχνουν οσφραίνονται ψάχνουν
Όλη τη γη ξεσκάβουν

Αν βρουν οι τυχεροί το χέρι τους
Είτε το πόδι τους είτε το οτιδήποτε
Είναι η σειρά τους να δαγκώσουν

Το παιχνίδι συνεχίζεται ζωηρά

Όσο υπάρχουν χέρια
Όσο υπάρχουν πόδια
Όσο υπάρχει οτιδήποτε


ΤΟΥ ΑΝΙΧΝΕΥΤΗ 
Κάποιος μπαίνει δίχως να χτυπήσει
Μπαίνει σε κάποιου το ’να αυτί
Και του βγαίνει απ’ τ’ άλλο

Μπαίνει με βήμα σπίρτου
Βήμα αναμμένου σπίρτου
Μες στο κεφάλι γυρνοβολάει

Είν’ ο μάγκας

Κάποιος μπαίνει δίχως να χτυπήσει
Μπαίνει σε κάποιου το ’να αυτί
Και δεν του βγαίνει απ’ τ’ άλλο

Αυτός κάηκε


[Ο αγρυπνόκαμπος, Εκδόσεις Κέδρος, 1979]


ΤΟ ΒΟΤΣΑΛΟ

Στον Ντούσαν Ράντιτς

Δίχως κεφάλι δίχως μέλη
φανερώνεται
Με του τυχαίου τον ερεθιστικό σφυγμό
Σαλεύει
Με το ξεδιάδροπο του χρόνου βήμα
Κρατάει τα πάντα
Μες στην παράφορη
Ενδόμυχη αγκαλιά του

Λείο λευκό αθώο κουφάρι
Χαμογελά στο φρύδι της σελήνης



Πηγή: Ευρωπαϊκή Εταιρεία Νεοελληνικών Σπουδών



Δευτέρα 7 Απριλίου 2014

Μίνα Λόι - Η ιδιοφυΐα της απολογίας




Εξοστρακισμένοι όπως είμαστε μαζί με το Θεό -

Οι παρατηρητές των πολιτισμένων αποβλήτων

αναστρέφουν τα σινιάλα τους στο διάβα μας


Λεπροί του φεγγαριού

όλοι μαγικά επιμολυσμένοι

ερχόμαστε ανάμεσά σας

ανυποψίαστοι

για τις λαμπερές πληγές μας


χωρίς να ξέρουμε

πόσο διεισδυτικά φεγγοβολά

το πνεύμα μας

πάνω στα πάθη του Ανθρώπου

μέχρι που στρέφετε πάνω μας το λείο ηλίθιο πρόσωπό σας

σαν γυμνωμένο πισινό με μορφασμό αβορίγινου


Εμείς είμαστε οι ιερατικοί κλόουν

που τρέφονται με άνεμο κι αστέρια

και τις σκονισμένες βοσκές της φτώχειας


Η βούλησή μας σχηματίζεται

από παράξενες πειθαρχίες

υπεράνω των δικών σας νόμων


Μπορεί να μας γεννάτε

ή να μας παντρεύεστε

οι πιθανότητες της σάρκας σας

δεν είναι το δικό μας πεπρωμένο -


Η πανοπλία της ψυχής

λάμπει ακόμα -

Και δεν μπορούμε να γνωρίζουμε

αν συγχέετε

μια τέτοια σύντομη

διάβρωση με την κατοχή


Μέσα στα ψυχρά σπήλαια του Αδημιούργητου

σφυρηλατώντας την αυγή του Χάους

φτιάχνουμε εκείνο το αυτοκρατορικό κόσμημα του Σύμπαντος

-την Ομορφιά-


Ενώ εσείς δεν βλέπετε παρά

           μια ευαίσθητη σοδειά

εγκληματικών μυστηριακών αμάραντων

να στέκεται εμπρός στο δρεπάνι του λογοκριτή.