Άρχισε να τη γράφει στη Βιέννη το 1922 και την τελείωσε στο Βερολίνο το 1923. Όπως συνήθιζε στα έργα του, της επέφερε αλλαγές (διορθώσεις, ανακατατάξεις, προσθαφαιρέσεις), με αποκορύφωση την προσθήκη τού –τελευταίου– κεφαλαίου της, με τίτλο «Η Σιγή», που το έγραψε στο Μπέκοβο το 1928, «σ’ ένα θαμαστό δάσος έλατα, μια ώρα μακριά από τη Μόσχα», και το τελείωσε «στις παγωμένες στέπες τής Σιβηρίας» το 1929: «Πρόσθεσα ένα μικρό κεφάλαιο: “Σιγή” – μπόμπα που ανατινάζει όλη την Ασκητική. Μα σε λίγων ανθρώπων την καρδιά θα εκραγεί».
Η έκδοση της Ασκητικής το 1927 στην Αθήνα προκάλεσε μεγάλο σάλο. Ο συγγραφέας ένιωσε πως λίγοι την κατάλαβαν.
«Προσπάθησα με λόγια απλά, σαν εξομολόγηση, να διαγράψω την άσκηση της ζωής μου, από πού ξεκίνησα, πώς πέρασα τα εμπόδια».
Ιδού το πρώτο μέρος του έργου, χωρισμένο από μένα και καθαρά αποσπασματικό:
Η ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ
ΠΡΩΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ήσυχα, καθαρά, κοιτάζω τον κόσμο και λέω: Όλα τούτα που θωρώ, γρικώ, γεύουμαι, οσφραίνουμαι κι αγγίζω είναι πλάσματα του νου μου. Ο ήλιος ανεβαίνει, κατεβαίνει μέσα στο κρανίο μου. Στο ένα μελίγγι μου ανατέλνει ο ήλιος, στο άλλο βασιλεύει ο ήλιος. Τ' άστρα λάμπουν μέσα στο μυαλό μου, οι Ιδέες, οι άνθρωποι και τα ζώα βόσκουν μέσα στο λιγόχρονο κεφάλι μου, τραγούδια και κλάματα γιομώνουν τα στρουφιχτά κοχύλια των αυτιών μου και τρικυμίζουν μια στιγμή τον αγέρα. Σβήνει το μυαλό μου, κι όλα, ουρανός και γης, αφανίζουνται. -"Εγώ μονάχα υπάρχω!" φωνάζει ο νους. "Μέσα στα κατώγια μου, οι πέντε μου ανυφάντρες δουλεύουν, υφαίνουν και ξυφαίνουν τον καιρό και τον τόπο, τη χαρά και τη θλίψη, την ύλη και το πνέμα. Όλα ρέουν τρογύρα μου σαν ποταμός, χορεύουν, στροβιλίζουνται, τα πρόσωπα κατρακυλούν σαν το νερό, το χάος μουγκρίζει. Μα εγώ, ο Νους, με υπομονή, με αντρεία, νηφάλιος μέσα στον ίλιγγο, ανηφορίζω. Για να μην τρεκλίσω να γκρεμιστώ, στερεώνω απάνω στον ίλιγγο σημάδια, ρίχνω γιοφύρια, ανοίγω δρόμους, οικοδομώ την άβυσσο. Αργά, με αγώνα, σαλεύω ανάμεσα στα φαινόμενα που γεννώ, τα ξεχωρίζω βολικά, τα σμίγω με νόμους και τα ζεύω στις βαριές πραχτικές μου ανάγκες. Βάνω τάξη στην αναρχία, δίνω πρόσωπο, το πρόσωπο μου, στο χάος. Δεν ξέρω αν πίσω από τα φαινόμενα ζει και σαλεύει μια μυστική, ανώτερη μου ουσία. Κι ούτε ρωτώ, δε με νοιάζει. Γεννοβολώ τα φαινόμενα, ζωγραφίζω με πλήθια χρώματα φανταχτερά, γιγάντιο ένα παραπέτασμα μπροστά από την άβυσσο. Μη λες: "Αναμέρισε το παραπέτασμα, να δω την εικόνα!" Το παραπέτασμα, αυτό είναι η εικόνα. Είναι ανθρώπινο έργο, πρόσκαιρο, παιδί δικό μου, το βασίλειο μου ετούτο. Μα είναι στέρεο, άλλο στέρεο δεν υπάρχει, και μέσα στην περιοχή του μονάχα μπορώ γόνιμα να σταθώ, να χαρώ και να δουλέψω. Είμαι ο αργάτης της άβυσσος. Είμαι ο θεατής της άβυσσος. Είμαι η θεωρία κι η πράξη. Είμαι ο νόμος. Όξω από μένα τίποτα δεν υπάρχει".
ΔΕΥΤΕΡΟ ΧΡΕΟΣ
Πέρα από τον άνθρωπο ζητώ το αόρατο μαστίγι που τον βαράει και τόνε σπρώχνει στον αγώνα. Πέρα από τα ζώα ενεδρεύω να δω το πρόσωπο το αρχέγονο που μάχεται δημιουργώντας, συντρίβοντας, ξαναχύνοντας τις αρίφνητες μάσκες να τυπωθεί στο ρεούμενο κρέας. Πέρα από τα φυτά αγωνίζουμαι να ξεχωρίσω τα πρώτα παραπατήματα του Αόρατου μέσα στη λάσπη. Μια προσταγή μέσα μου:
-Σκάψε! Τι βλέπεις;
-Ανθρώπους και πουλιά, νερά και πέτρες!
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Ιδέες κι ονείρατα, αστραπές και φαντάσματα.
-Σκάψε ακόμα! Τι βλέπεις;
-Δε βλέπω τίποτα! Νύχτα βουβή, πηχτή σα θάνατος. Θα 'ναι ο θάνατος.
-Σκάψε ακόμα!
-Αχ! Δεν μπορώ να διαπεράσω το σκοτεινό μεσότοιχο! Φωνές γρικώ και κλάματα, φτερά γρικώ στον άλλον όχτο!
-Μην κλαις! Μην κλαις! Δεν είναι στον άλλον όχτο! Οι φωνές, τα κλάματα και τα φτερά είναι η καρδιά σου!
Πέρα από το νου, στον ιερό γκρεμό της καρδιάς, ακροποδίζω τρέμοντας. Το ένα μου πόδι αδράχνεται από το σίγουρο χώμα, το άλλο ψάχνει στα σκοτεινά απάνω από την άβυσσο.
ΤΡΙΤΟ ΧΡΕΟΣ
Ο νους βολεύεται. Θέλει να γιομώσει μ' έργα μεγάλα τη φυλακή του, το κρανίο. Να χαράξει στους τοίχους ρητά ηρωικά, να ζωγραφίσει στις αλυσίδες του φτερούγες ελευτερίας.
Η καρδιά δε βολεύεται. Χέρια χτυπούν απόξω από τη φυλακή της, φωνές ερωτικές αφουκράζεται στον αγέρα κι η καρδιά, γιομάτη ελπίδα, αποκρίνεται τινάζοντας τις αλυσίδες. και σε μιαν αστραπή της φαίνεται πως έγιναν οι αλυσίδες φτερούγες. Μα γρήγορα η καρδιά πέφτει πάλι αιματωμένη, έχασε πάλι την ελπίδα και την ξαναπιάνει ο Μέγας Φόβος.
Κι η άλλη βαθιά μαυλιστική φωνή, η γυναικίσια, αποκρίνεται γαληνεμένη και σίγουρη: -"Κάθουμαι διπλοπόδι απάνω στο χώμα, αμολώ τις ρίζες μου βαθιά στα μνήματα.
Δέχουμαι το σπόρο ακίνητη και τον θρέφω. Είμαι όλη γάλα κι ανάγκη. Και λαχταρώ να γυρίσω πίσω, να κατεβώ στο ζώο, να κατεβώ πιο χαμηλά, στο δέντρο, μέσα στις
ρίζες και στα χώματα, να μη σαλεύω. Κρατώ, σκλαβώνω την πνοή, δεν την αφήνω να πετάξει. μισώ τη φλόγα που ανεβαίνει. Είμαι η Μήτρα!"
Αφουκράζουμαι τις δυο φωνές τους. δικές μου είναι κι οι δυο και τις χαίρουμαι και καμιά δεν αρνιέμαι.
Ξέρω τώρα. δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβούμαι τίποτα, λυτρώθηκα από το νου κι από την καρδιά, ανέβηκα πιο πάνω, είμαι λεύτερος. Αυτό θέλω. Δε θέλω τίποτα άλλο. Ζητούσα ελευτερία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου