Της Παυλίνας Μάρβιν
Αποσπασματική ιστορία της ασθένειας στη νεοελληνική ποίηση, από τον Γεώργιο Βιζυηνό στη δεκαετία του 1980
Η ποίηση και η ασθένεια αποτελούν «δύσκολους» κόσμους, οι οποίοι μας ευαισθητοποιούν μέσα από τα ερωτήματα που θέτουν. Σε αυτές ας προσθέσουμε, σε ρόλο συνεκτικού ιστού, άλλη μία: την ιστορία.
Αφορμή για μια πρώτη μελέτη πάνω στον τρόπο που διαχειρίζονται οι ποιητές τη νόσο, τη δική τους ή των άλλων, όχι αποκλειστικά στον ποιητικό τους λόγο αλλά και στη ζωή τους γενικότερα, εντασσόμενοι ουσιαστικά και ιδιαίτερα σε μια ελληνική, εν προκειμένω, κοινωνική ιστορία της υγείας, υπήρξε η συνάντησή μου με μια θαρραλέα χειρονομία: τη δημοσίευση του ποιητή Τάσου Καπερνάρου στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Σχεδία, εν έτει 1989. Πρόκειται για ένα δεκαεξασέλιδο, υπό μορφή φωτορεπορτάζ, κείμενο με τίτλο: «Ημέρες και Έργα του Ιδρύματος Κοινωνικής Πρόνοιας Αγιάσου η Θεομήτωρ». Δεν πρόκειται για δημοσιογραφικό κείμενο, αλλά για ένα πολύ οδυνηρό σχόλιο πάνω στα 250 μερόνυχτα που έζησε στο εν λόγω άσυλο ο ποιητής, τιμωρημένος, στα πλαίσια της στρατιωτικής του θητείας. Η πολιτική του ασύλου όπως περιγράφεται στο κείμενο, κάθε άλλο παρά την «κοινωνική πρόνοια» είχε κατά νου: Δεν περιελάμβανε ούτε γιατρό ούτε εξειδικευμένο ιατρικό προσωπικό για τους 160 τροφίμους που «περιέθαλπε», και βέβαια ουδείς λόγος για άλλες απαραίτητες υπηρεσίες. Παρότι χρήματα για την οργάνωση του ιδρύματος είχαν δοθεί, δεν εκπληρώθηκαν ποτέ καν τα στοχειώδη. Στις φωτογραφίες που τράβηξε ο ποιητής, αντικρίζουμε τρόφιμους δεμένους με αλυσίδες, μόνιμα καθηλωμένους στα κρεβάτια τους, τετραπληγικούς να ανεβοκατεβαίνουν έρποντας τις σκάλες δύο ορόφων προκειμένου να βγουν στο προαύλιο, ασυλοποιημένα πρόσωπα από τα αφειδώς χορηγούμενα χάπια, ξεδοντιασμένα στόματα λόγω εγκληματικής οδοντιατρικής επέμβασης. «Εδώ είναι φυλακή... θέλω να φύγω», δηλώνει ένας από τους έγκλειστους σε κάποια από τις σπαρακτικές συνεντεύξεις που εμπεριέχονται στο αφιέρωμα. Διόλου τυχαία, λοιπόν, η προμετωπίδα του άρθρου δανείζεται μια φράση του Δάντη: «Την πάσα ελπίδα αφήστε όσοι περνάτε».
Ο Τάσος Καπερνάρος προκάλεσε με αυτό το δημοσίευμα μια έντονη συζήτηση στον ελληνικό και ξένο τύπο, καταφέρνοντας να ανατρέψει τελικά το καθεστώς του ασύλου. Ο ίδιος ο ποιητής δεν υπήρξε ασθενής αλλά μάλλον «παρεκκλίνων φυσιολογικός», φτάνοντας τόσο κοντά στη νόσο ώστε να κινδυνεύσει να την οικειοποιηθεί. Κέρδισε όμως τη μάχη, καταφέρνοντας να υπερασπίσει μάλιστα τα ανθρώπινα δικαιώματα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1990, δημοσίευσε μια συλλογή διηγημάτων, τα «Λουτρά». Οι μισές από τις ιστορίες της διαδραματίζονται σε ένα άσυλο ανιάτων. Το κλίμα της συλλογής μου φέρνει στο μυαλό ένα ποίημα-οιωνό από προηγούμενη σύνθεση του:
ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΕΧΕΙ ΑΣΧΗΜΗ ΜΥΡΩΔΙΑ[1]
Ό,τι απ’ τη ζωή μας χάθηκε
θα το ξαναβρούμε μιαν ημέρα.
Μα θα μυρίζει ο αέρας
φάρμακα και αποστειρωμένους επιδέσμους.
Απαντώντας σε αίτημά μου, ο ποιητής έγραψε το παρακάτω κείμενο σχολιάζοντας το πώς βλέπει, είκοσι χρόνια μετά, την εμπειρία του στο άσυλο:
Το άσυλο είναι ο πιο απειλητικός απ’ όλους τους χώρους εγκλεισμού γιατί όποιος πηγαίνει εκεί, δεν ξαναφεύγει. Η αμείλικτη αυτή αλήθεια είναι γνωστή σε όλους, εκείνοι όμως που οδηγούνται στην επικράτειά του καταδικασμένοι σε ισόβιο εγκλεισμό θα γνωρίσουν και τις ειδικότερες αποκρουστικές όψεις της. Γιατί στο πεδίο της θεσμοθετημένης κρατικής φιλανθρωπίας, η ιδιαίτερη μεταχείριση που τους επιφυλάσσεται καταφέρνει συχνά να καταργεί τις διαφορές, ακόμη και μεταξύ ιατρικής βοήθειας και τιμωρίας...
Εχουν παρέλθει δύο δεκαετίες από την εμπειρία μου στο άσυλο, όπου πάντως δεν πήγα τυλιγμένος στο χαρτί μιας δικαστικής απόφασης αλλά στο πλαίσιο μιας δυσμενούς μετάθεσης μου από το στρατόπεδο που υπηρετούσα και για την οποία νοιώθω πλέον μόνο ευγνωμοσύνη. Οι μνήμες παραμένουν ισχυρές αλλά αν έχει νόημα να ανασύρω κάτι απ’ τον τότε χρόνο στο άσυλο, κάτι πέρα από την κοινόχρηστη αλήθεια, αυτό δεν θα μπορούσε να είναι άλλο από το ερώτημα που έθετε επίμονα ένας συνομήλικός μου, έγκλειστος αυτός από παιδί, άλλοτε ρητορικά και άλλοτε περιμένοντας μάταια μιαν απάντηση: τι κάνω, γιατί είμαι εδώ;
Τέτοια ή ανάλογα ερωτήματα θέτουμε συχνά κι εμείς οι «απέξω» χωρίς συνήθως να βρίσκουμε την απάντηση. Ώστόσο για άλλους λόγους δεν τα ακούμε όταν έρχονται από τα άσυλα...
Με σημείο εκκίνησης τα παραπάνω στοιχεία, κρίθηκε σκόπιμη μια στροφή στο παρελθόν, ώστε να αναζητηθούν οι περιπτώσεις Ελλήνων ποιητών που αφιέρωσαν μέρος του έργου τους στην ασθένεια. Οι πηγές δεν ήταν άλλες από τα ίδια τα ποιήματα, τις (αυτο)βιογραφίες των ποιητών –εφόσον υπήρχαν– και τα δημοσιεύματα ή τις μελέτες άλλων για αυτούς. Τα ερωτήματα που ακολουθούν έκτοτε την έρευνα είναι κατά βάση δύο: Πρώτον, εάν η ποιητική διαπραγμάτευση της νόσου, η αντιμετώπιση της ασθένειας από τον ποιητή, οδηγεί στην αποδαιμονοποίηση, τον αποστιγματισμό της ασθένειας. Δεύτερον, εάν η εισαγωγή ενός ποιητή σε άσυλο σηματοδοτούσε ή σηματοδοτεί ακόμα την έναρξη μιας δημόσιας συζήτησης για τα ψυχιατρεία.
Είναι αλήθεια πως οι περισσότεροι από τους ποιητές στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω διαπραγματεύονται νόσους που εμπίπτουν στα πεδία της Ψυχιατρικής και της Νευρολογίας. Ήδη, από τις επισημάνσεις του Ιπποκράτη για την «ιερά νόσο», την πλέον αποκαλούμενη επιληψία, γνωρίζουμε πως η ψυχική νόσος δεν είναι καθόλου «θεϊκότερη» από τις άλλες σοβαρές ασθένειες, εφόσον έχει ως βέβαιη αιτία της τον εγκέφαλο[2], συνεπώς, εφόσον δεν υπάρχει σαφής διαχωρισμός μεταξύ ψυχικής και σωματικής νόσου, οι ψυχικές νόσοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν λιγότερο «σωματικές». Αν όμως η ψυχική ασθένεια δεν διαφοροποιείται από τις άλλες ως προς το σώμα, διαφοροποιείται ως προς το στίγμα. Η συγκάλυψη, η αποσιώπηση, η αμηχανία, η απαξίωση ενίοτε, περιβάλλουν τους ψυχικά ασθενείς και ακριβώς για το λόγο αυτόν αξίζει να ασχοληθούμε με τα λεγόμενα ψυχικά νοσήματα.
Εκατόν είκοσι χρόνια πριν, την 11η Απριλίου του 1892, υπογράφεται η γνωμάτευση της ασθένειας του σαρανταδυάχρονου Γεωργίου Βιζυηνού, σύμφωνα με την οποία «πάσχει εκ γενικής παραλύσεως των φρένων μετα κινητικής αταξίας[3]». Από το Μάιο του ίδιου έτους μέχρι και το θάνατό του τέσσερα χρόνια αργότερα, τον Απρίλιο του 1896, ο Βιζυηνός παραμένει νοσηλευόμενος στο Δρομοκαΐτειο, το πρώτο (βασισμένο σε δυτικά πρότυπα) ψυχιατρικό Ίδρυμα στην Ελλάδα, η λειτουργία του οποίου έχει ξεκινήσει από το 1887. Ο ψυχίατρος Γ.Ν. Παπαδημητρίου γράφει για την περίπτωση του ποιητή από τη Θράκη: «Η προϊούσα γενική παράλυσις, η συφιλιδική αυτή ψυχοπάθεια η τόσο τρομερή ιδίως στα παληότερα χρόνια, που με την οργανική της καταστροφικότητα, χτυπούσε αλύπητα τις πιο λεπτές πνευματικές λειτουργίες (όπως είναι η μνήμη και προπαντός η κρίσις), φάνηκε ανήμπορη να καταστρέψει ένα μεγάλο ταλέντο (…) Παρ’ όλη τη βαρειά του φρενοβλάβεια, που η τότε ανυπαρξία της θεραπευτικής την έκανε ακόμη φοβερότερη και αδυσώπητη, έγραψε μέσα στο φρενοκομείο το παρακάτω ποίημά του στο οποίο με μια απαράμιλλη σε ομορφιά ποιητική δύναμη δίνει την ψυχική συμφορά που τον έπληξε και τον οδήγησε σε σημείο να αισθάνεται, να σκέπτεται και να βούλεται διαφορετικά από τους άλλους (υγιείς) ανθρώπους καθώς και από τον ίδιο τον εαυτό του σε σχέση προς τα προηγούμενα στάδια της ζωής του». Πρόκειται για το ποίημα «Το φάσμα μου», το πιο γνωστό από την περίοδο της παραμονής του ποιητή στο ψυχιατρείο. Οι δύο πρώτες στροφές:
Σαν μ' αρπάχθηκε η χαρά
που εχαιρόμουν μια φορά ,
έτσι σε μιαν ώρα ,
μες σ' αυτή την χώρα
όλα αλλάξαν τώρα!
Και απο τότε που θρηνώ
το ξανθό και γαλανό
και ουράνιο φως μου
μετεβλήθη εντός μου
και ο ρυθμός του κόσμου.
Τις περισσότερες πληροφορίες για τη ζωή του Βιζυηνού στο φρενοκομείο τις έχουμε από τον Κωνσταντινουπολίτη φίλο του Νικόλαο Βασιλειάδη. Καρπός των επισκέψεων του τελευταίου στον άρρωστο ποιητή υπήρξαν αρκετά δημοσιεύματα, με καταγεγραμμένους διαλόγους των δύο, οι οποίοι κρίνονται μεγάλης σημασίας ως αναλυτικά εργαλεία για την κατανόηση του ποιητικού έργου του Βιζυηνού[4]. Σκοπός του Βασιλειάδη ήταν, όπως δηλώνει ο ίδιος, να παρουσίασει «τον έκρυθμον νου, την σκελετώδην φαντασίαν, τον παράφρονα Βιζυηνόν[5]». Με την ταυτόχρονη εξάντληση σώματος και νου, ο Βιζυηνός επιδεινώνεται σταθερά. Στις 15 Απριλίου του 1896 φτάνει στην Αθήνα η είδηση του θανάτου του. Η κηδεία του πραγματοποιείται δημοσία δαπάνη – εκφωνείται, μεταξύ άλλων, λόγος από τον Κωστή Παλαμά, ενώ στον τύπο της εποχής εκδηλώνεται ενδιαφέρον για τον τάφο του από διάφορους λόγιους και λογοτέχνες της εποχής.
Πού πρέπει όμως να σταθούμε σε αυτή την ιστορία; Ο Γιάννης Παπαθεοδώρου, στο άρθρο του «Η εθνική ψυχογραφία», κάνει ένα σημαντικό άλμα σημειώνοντας ότι «η τρέλα[6] του Βιζυηνού, αυτό το ακραίο σημείο της μεταβολής του ρυθμού του κόσμου, δεν μας ενδιαφέρει εδώ μόνο ως τελική απόληξη, αλλά και ως ένα “πρωτόκολλο ανάγνωσης” του ίδιου του έργου του Βιζυηνού· ως συστατικό δηλαδή στοιχείο μιας ερμηνείας που συνέδεσε σταθερά τη ζωή και το έργο του συγγραφέα κάτω από τον κοινό παρονομαστή της ψυχικής ασθένειας αλλά και, ευρύτερα της “ψυχολογίας” ως συστήματος αποφάνσεων για την απόδοση χαρακτηριστικών και “συμπτωμάτων” στο μυθοπλαστικό σύμπαν του Βιζυηνού (…) Με το έργο του, ξεκινάει η ενασχόληση της λογοτεχνικής κριτικής με τη νεωτερική δόμηση της ψυχικής ασθένειας και την αισθητική και ιδεολογική μετάπλασή της». Ο Βιζυηνός, κατά την παραμονή του στο φρενοκομείο, δεν εκφράζει άμεσα συνείδηση και συναίσθηση της ασθένειάς του, πράγμα το οποίο κάνει, όπως θα δούμε, ο Φιλύρας και άλλοι ποιητές. Οι στίχοι του φρενοκομείου όμως, απλοποιημένοι, σχεδον παιδικοί, πολλές φορές με υποτυπώδεις προτάσεις οργάνωσης δύο ή τριών λέξεων, εκφράζουν την ανάγκη για αγάπη και προστασία, για ασφάλεια. Θα τολμούσαμε να πούμε πως ο ποιητής συχνά πλάθει όνειρα, προσπαθώντας να καταφύγει σε ένα δικό του κόσμο, πολύ διαφορετικό από το μη βιώσιμο περιβάλλον όπου αναγκάζεται να ζει. Ο Βιζυηνός δεν είχε καμια επίσκεψη από δικούς του ανθρώπους στο φρενοκομείο. Ακόμη και ο άλλοτε κηδεμόνας-προστάτης του Γ. Χασιώτης ομολογεί πως δεν βρήκε ποτέ τη δύναμη να τον επισκεφτεί. Κάποιες επισκέψεις ομότεχνών του στο Δρομοκαΐτειο δεν φαίνονται ιδιαίτερα ουσιώδεις[7], με εξαίρεση τον Ν. Βασιλειάδη. Χαρακτηριστικοί είναι βέβαια και οι λόγοι που εκφωνούνται στην κηδεία του: Μαθαίνουμε πως ο Βιζυηνός είναι νεκρός για όλους πολύ πριν το θάνατό του[8], αλλά ταυτόχρονα ζώντας «μια ζωή που πριν κλείσει υποχρεώθηκε να γυμνωθεί μπροστά στα μάτια των άλλων[9]».
Περίπου τριάντα χρόνια μετά το θάνατο του Βιζυηνού, το 1927, εισάγεται στο Δρομοκαϊτειο, σε ηλικία 39 ετών, ο ποιητής Ρώμος Φιλύρας. Η διάγνωση: Γενική παράλυση προερχόμενη από τη σύφιλη. Παραμένει νοσηλευόμενος στο Ίδρυμα έως το θάνατό του, στις 9 Σεπτεμβρίου του 1942, για δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια. Το κείμενό του «Η ζωή μου εις το Δρομοκαίτειον» δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Καθημερινή, από τις 23 έως και τις 29 Ιουνίου 1929, συνοδευόμενο από τον επίτιτλο «Είκοσι μήνας μέσα εις τους τρελλούς» και τον υπότιτλο «Σελίδες από το Ημερολόγιον του Ρώμου Φιλύρα». Πρόκειται για τις καταγεγραμμένες εντυπώσεις του Φιλύρα από το Ίδρυμα, ένα ιδιότυπο κράμα ρεαλισμού και φαντασίας σε πρώτο πρόσωπο, όπου ο ποιητής θέτει ερωτήματα για τα όρια μεταξύ λογικής και παραφροσύνης, φτάνοντας στο σημείο να τα αμφισβητήσει: «Θέλουν να σας κάνουν καλά. Αλλοίμονο, εκεί φτάνει ο παραλογισμός των λογικών. Καλά, δηλαδή να γυρίσετε πίσω, έξω στην τέφρινη πραγματικότητα, να ξαναδήτε πίσω με την κρίσι του ακέραιου μυαλού την πιο αβάσταχτη, την πιο αρμολογημένη αλλόφρονη λογική της ζωής που σκοτώνει την ανθρώπινη καρδιά (…) Μα τι θα βάλετε στη θέση του μεγάλου οράματος εσείς οι λογικοί; (….) Καλοπροαίρετοι γιατροί μου, αν επιμένετε να με γιατρέψετε από κάτι, γιατρέψτε με από την λογική[10]».
Σύμφωνα με μαρτυρία του Κώστα Βάρναλη, ο ποιητής Φιλύρας υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο φρενοκομείο. Συνήθιζε να ζει ανάμεσα σε σωρούς από δυσκολοδιάβαστα χαρτιά και με τις τσέπες του φουσκωμένες από τα χειρόγραφα. Αφού έγραφε με τρόπο πληθωρικό, συνήθιζε να στέλνει κείμενά του σε διαφόρων ειδών έντυπα, ενώ άλλα τα χάριζε σε φίλους και επισκέπτες, χωρίς να μεριμνά ιδιαίτερα για την τύχη τους. Το ίδιο έτος, η Εταιρία Ελλήνων Λογοτεχνών υποβάλλει στο Υπουργείο Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας αίτημα ώστε να εγκριθεί η μεταφορά του Φιλύρα στο Δημόσιο Ψυχιατρείο Δαφνίου και να του δοθεί ένα μικρό δωμάτιο «ώστε να μην γράψει η μεταγενέστερη ιστορία μας ότι ο ποιητής Φιλύρας πέθανε στην εποχή μας, σε πλήρη εγκατάλειψη στο Δρομοκαΐτειο[11]». Πέντε χρόνια αργότερα, τα λόγια του «… έπειτα ο ίππος μου ο πολεμικός. Κι έπειτα εγώ νεκρός» έχουν συναντήσει την πραγματικότητα: Ο Φιλύρας πεθαίνει στο Δρομοκαΐτειο. Κατά τη διάρκεια της δεκαπενταετούς παραμονής του στο ψυχιατρείο, κάποιοι δεν τον επισκέφτηκαν ποτέ (πρβ. Γιώργος Φτέρης[12]), από φόβο για το περιβάλλον του φρενοκομείου και «μη θέλοντας να συναντήσουν έναν πνευματικά ισοπεδωμένο άνθρωπο». Άλλοι τον επισκέφτηκαν (όπως ο Κώστας Βάρναλης[13]) και άλλοι δεν τόλμησαν να τον ξαναεπισκεφθούν (πρβ. Κώστας Αθάνατος[14]). Στο κείμενο του Αστέρη Κοββατζή για τον Φιλύρα διαβάζουμε κάτι παρόμοιο με εκείνο που εκφωνήθηκε στον επικήδειο του Βιζυηνού: πως «ο Ρώμος ήταν ήδη δεκαοκτώ χρόνια χαμένος για τη Νεοελληνική Λογοτεχνία», δεκαοκτώ χρόνια πριν το θάνατό του. Πόσο παράδοξη κουβέντα για έναν άνθρωπο που παρά την ανίατη ασθένειά του δεν σταμάτησε να γράφει και να δημοσιεύει, μάλιστα στον ημερήσιο τύπο, όχι κείμενα με θέματα γενικά και αόριστα, αλλά τεκμήρια της δύσκολης ζωής του στο φρενοκομείο, μιας ζωής που ελάχιστοι έχουν τη δύναμη να μοιραστούν χωρίς φόβο – και, όπως βλέπουμε, εξίσου ελάχιστοι έχουν τη δύναμη να προσεγγίσουν. Άρνηση λοιπόν συναντούμε και στην περίπτωση του Φιλύρα από το ευρύτερο λογοτεχνικό και κοινωνικό περιβάλλον της εποχής, μια άρνηση στη θέα της ασθένειας, πόσο μάλλον στη συνύπαρξη με αυτή, πράγμα που βεβαίως δεν αποκλείει τη σαδιστική ικανοποίηση που αντλεί ενίοτε ο κόσμος των γραμμάτων –και όχι μόνο– όταν τα πικρά τραγούδια των ποιητών δικαιώνονται κάποιες φορές με τους εξίσου πικρούς, τραγικούς θανάτους τους[15].
Έναν χρόνο μετά την εισαγωγή του Φιλύρα στο Ψυχιατρείο, το 1928, αυτοκτονεί ένας από τους πιο αγαπημένους Έλληνες ποιητές: ο Κώστας Καρυωτάκης. Στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, ο Γιώργος Μακρίδης διατυπώνει την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα όχι επειδή πιεζόταν ψυχολογικά από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά επειδή φοβόταν να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με πολλούς συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη[16]. Αυτή τη σκέψη μας επιβεβαιώνει ίσως και το ποίημά του «Ωχρά σπειροχαίτη», το οποίο γράφτηκε υπό τον αρχικό τίτλο «Τραγούδι παραφροσύνης», αναφερόμενο στο ενδεχόμενο της τρέλας που εκδηλώνεται στο τρίτο στάδιο αυτής της αρρώστιας ως η προαναφερθείσα γενική παράλυση: «Κι ήταν ωραία ως σύνολο η αγορασμένη φίλη,/στο δείλι αυτό του μακρινού πέρα χειμώνος, όταν,/ γελώντας αινιγματικά, μας έδινε τα χείλη/ κι έβλεπε το ενδεχόμενο, την άβυσσο που ερχόταν...». Η φράση «ήμουν άρρωστος» στο τελευταίο, επιθανάτιο γράμμα του Καρυωτάκη, παρουσιάζει οπωσδήποτε μιαν αμφισημία. Οι φιλόλογοι Γ.Π. Σαββίδης και Λίζυ Τσιριμώκου[17] υποστηρίζουν πως πρόκειται για τη γοητεία που ασκούσε στον ποιητή η χρήση παραισθησιογόνων ουσιών και τη σχετική του από αυτές εξάρτηση. Άλλοι υποστηρίζουν πως πρόκειται για τη σύφιλη (Ο Τέλλος Άγρας αναφέρει πως αν ο ποιητής συνέχιζε να ζει ίσως εγκλειόταν σε κάποιο ψυχιατρείο, όπως ο Βιζυηνός και ο Φιλύρας[18]) και άλλοι αρκούνται απλώς στο να σκεφτούν πως η αρρώστια του δεν είναι παρά η κατάθλιψη. Πάντως, στην περίπτωση του Καρυωτάκη, βλέπουμε πως η υπόθεση της ασθένειάς του επισκιάζεται από τον, εν μέρει ηρωοποιητικό, μύθο της αυτοχειρίας του. Μας δίνεται η εντύπωση πως υπάρχει μεγαλύτερος φόβος και περισσότερη αμηχανία στο να μιλήσει κανείς για την ασθένεια, παρά για την αυτοχειρία. Ίσως επειδή η νόσος είναι κάτι που δυνάμει μας αφορά όλους. Σχετικά, σχολιάζει ο Γκόφμαν τη «διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας», υποστηρίζοντας πως η επίδειξη της αναπηρίας είναι απειλή για τους ανθρώπους που προτίμησαν την απόκρυψη, αφού αναμοχλεύει την ενοχή τους (εφόσον περιφρόνησαν εκείνον που πάσχει) και επίσης θέτει ξεκάθαρα το ενδεχόμενο του να εκτεθούν οι ίδιοι[19].
Ας μεταφερθούμε, αν και απότομα, στη δεκαετία του 1980. Ο Νικόλας Άσιμος, τραγουδοποιός, συγγραφέας του «Αναζητώντας τους Κροκανθρώπους», έντονα πολιτικοποιημένος και τελικά «δίχως ταμπέλα καμιά», κατάφερε να μην υπηρετήσει στο στρατό, εφόσον του αναγνωρίστηκε ότι πάσχει από σχιζοειδή ψύχωση. Το 1987 κατηγορήθηκε για το βιασμό μιας κοπέλας και οδηγήθηκε για λίγο στο ψυχιατρείο και στις φυλακές Κορυδαλλού. Το 1988, σε ηλικία 39 ετών, κρεμάστηκε στο σπίτι του, έχοντας προειδοποιήσει επανειλημένα με σημειώματα για την αυτοχειρία του από την οποία κανείς δεν κατάφερε να τον αποτρέψει. Στο βιβλίο όπως και στα τραγούδια του συναντάμε μια νέα υπεράσπιση της αντικανονικότητας: «Είμαι παλιάνθρωπος/ είμαι υπάνθρωπος/ αντικοινωνικός/ και άρρωστη σχιζοφρενοβλαβίωση.// Με κατατάξατε/ σε ταξινόμηση/ για λοβοτόμηση/ και επαναδιάρθρωση των σκέψεων.// Κυρίως όταν σας μιλώ/ πως δε χρειάζομαι γιατρό/ κι ο παλαβός δεν είμ' εγώ/ γελάτε.// Γελάτε σαρδονιακά/ φτωχά μου ανδράποδα φρικτά/ μ’ εγκεφαλοαλλοιωτικά/ τρυπάτε(…)» Αυτοί οι στίχοι φαίνεται να συμβαδίζουν με την αντίδραση που υπήρχε ήδη από τη δεκαετία του 1960 και δυναμικότερα του 1970, με την αποφασιστική συμβολή των ριζοσπαστικών αριστερών κινημάτων ενάντια στην ιδρυματική ψυχιατρική και στους επαγγελματίες της ψυχικής υγείας· αμφισβητήθηκε δηλαδή όχι μόνο η βία του «ολοκληρωτικού ιδρύματος», αλλά πολύ περισσότερο η θεραπευτική αξία της ίδιας της ψυχιατρικής καθώς και η ψυχική ασθένεια ως οντότητα[21].
Ανάλογες ιστορίες με γιατρούς αφηγείται στα ποιήματά της και η Κατερίνα Γώγου (1940-1993), ηθοποιός στο θέατρο και τον κινηματογράφο, η οποία από τα τέλη της δεκαετίας του ’70 ασχολήθηκε αποκλειστικά με την ποίηση. Μετά το 1991 βρέθηκε πολύ συχνά έγκλειστη σε ψυχιατρικές κλινικές και ακολούθησε ένα δρόμο χωρίς γυρισμό. Σύμφωνα με μαρτυρίες, αυτοκτόνησε με χάπια και αλκοόλ, σε ηλικία 53 ετών. Αρκετά ποιήματά της αναφέρονται στις όχι ευκόλως διαχειρίσιμες σχέσεις της με το γιατρό:
Καλημέρα γιατρέ μου [23].
Μη.
Μη σηκώνεστε. Άλλωστε δεν έχω τίποτα σοβαρό.
Τα γνωστά.
Γράψτε βάλιουμ μαντράξ στεντόν τριπτιζόλ - ξέρετε τώρα
εσείς -
Κάντε με κοινωνικό πρόσωπο
βολέψτε με τέλος πάντων με τους ομοίους σας
περάστε με στους χαφιέδες σας
πηδήξτε με άν θέτε
ωραίες οι γκραβούρες στους τοίχους σας.
Τσάκα τώρα στα σβέλτα το χιλιάρικο
και φερ’ τη συνταγή
γιατί τέρμα η υπομονή μου παλιόπουστε
κι όπου να ‘ναι θα εκραγεί.
Μη. Μη σηκώνεστε γιατρέ μου. Δεν είναι σοβαρό.
Ευχαριστώ.
Καλημέρα σας.
Και εκείνη εμφανίζεται θυμωμένη μπροστά στο κοινωνικό αίτημα για κανονικότητα, αρνείται να συμφιλιωθεί με την καθημερινότητα, αλλά αδυνατεί να αρνηθεί την αγωγή που της προτείνεται και οδηγείται τελικά σε μια αναγκαστική κατάφαση (που περισσότερο μάλλον αφορά την έξοδο από τη ζωή, παρά τη θεραπεία) την οποία η ίδια περιγράφει ως «υπογράφοντας/ ικετεύοντας/ και ουρλιάζοντας ξεφτιλισμένα ΝΑΙ ΝΑΙ ΝΑΙ». Η Γώγου είναι, όπως και ο Άσιμος, σαφώς πολιτικοποιημένη, και σε πολλά της κείμενα επιχειρεί να σχολιάσει τον ψευδή εαυτό της κοινωνίας της εποχής της, καταδικάζοντας την υποκριτική θεώρηση περί φυσιολογικότητας και προβαίνοντας σε μια απονομιμοποίηση των κανονιστικών προτύπων:
Άσπρη είναι η αρία φύλη
η σιωπή
τα λευκά κελιά
το ψύχος
το χιόνι
οι άσπρες μπλούζες των γιατρών
τα νεκροσέντονα
η ηρωίνη.
Αυτά λίγο πρόχειρα
για την αποκατάσταση του μαύρου.
Ο Λευτέρης Πούλιος είναι ένας από τους πολυγραφότερους ποιητές μας από τη δεκαετία του ’60 μέχρι και σήμερα και βασικός εκπρόσωπος της «γενιάς» του ’70. Το βιβλίο του «Ο γυμνός ομιλητής» κυκλοφόρησε το 1977. Αρκετά ακόμη ποιήματα αυτής της ενότητας δίνουν την αίσθηση πως γράφτηκαν ενόσω ο ποιητής νοσηλευόταν.
ΜΑΓΝΗΤΙΚΟ ΒΟΥΝΟ [24]
Τούτες οι γραμμές στο τρελάδικο χαραγμένες
ηχούν τόσο πιο εμφατικά όσο οι μάσκες
από σφυρήλατο χρυσάφι κάνουν σινιάλα ζωής.
Κι η στάση μου ανθρώπου που γνώρισε επιτέλους,
διεργασία στο υποσυνείδητο
ενός κάρου σανού που οδηγεί ο Ιερώνυμος Μπος
(….)
Το δωμάτιο σ’ ένα πηγάδι οι ώρες σ’ εμπόλεμη κατάσταση
η μνήμη αναποδογυρίζει τρακαρισμένα αυτοκίνητα
(…)
Θα σας δείξω δρόμους χαραγμένους
σε παράξενη παιδικότητα.
Θα σας μοιράσω τους θησαυρούς μου
της σχιζοφρένειας.
(…)
Η πρώτη απόπειρα τηλεφωνικής συνομιλίας με τον ποιητή κατέληξε στη μοναδική «συμβουλή» που μου έδωσε, παραπέμποντάς με στο παραπάνω ποίημα (πρβ. «ό,τι είχα να πω το είπα στο μαγνητικό βουνό»), Η οποία μου επιβεβαίωσε αυτήν ακριβώς τη θεραπευτική δύναμη της ποιήσης, όπως πολύ καιρό πριν την περιγράφει κι ο Καβάφης στο ποίημα «Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου· ποιητού εν Κομμαγηνή· 595 μ. Χ.». Το ποιήμα ολοκληρώνεται με το δίστιχο: «Τα φάρμακά σου φέρε Τέχνη της Ποιήσεως / που κάμνουνε –για λίγο– να μη νοιώθεται η πληγή». Ο Μανώλης Νταλούκας, στο βιβλίο του «Ελληνικό Ροκ», σε κείμενο με τον τίτλο «Ψυχεδέλεια και Πούλιος», ερμηνεύει τη σημασία της ψυχεδέλειας όπως αυτή εμφανίζεται ως τάση στην Ελλάδα, έχοντας για στόχο της «να απομακρύνει τους νέους από την αδιάφορη, πληκτική, καταναλωτική, ανήμπορη και συμβιβασμένη κοινωνία[25]». Ο Νταλούκας συνεχίζει με αναφορές στην αντιδικτατορική[26] διάθεση του Πούλιου και στη γενικότερη αντισυμβατική, ενάντια στους ψευδείς εαυτούς, στάση του, για να καταλήξει σημειώνοντας τα παρακάτω:
Για τον Λευτέρη Πούλιο[27], το πέρασμα στην ψυχεδελική κουλτούρα δεν είναι ανώδυνο. Αντιμετωπίζει πρώτα την απόρριψη του κομμουνιστή πατέρα, και μετά την κοροϊδία της γειτονιάς και των σοβαροφανών “ιδεολόγων”.
Ο ίδιος δεν υπολογίζει την κριτική, στο τέλος, όμως, ένα τεράστιο στράτευμα αυτόκλητων σωτήρων τον καταβάλει και τον αρρωσταίνει ψυχικά. Νοσηλεύεται σε ψυχιατρείο, όπου υποβάλλεται σε ηλεκτροσόκ που τον καταστρέφουν. Έχει οράματα μιας δύναμης που του μετρά “αμαρτίες”, και σε μία κρίση αποφασίζει ότι πρέπει να τιμωρηθεί, και το κάνει λιώνοντας με μια πέτρα τα δάχτυλα του ενός χεριού του.
Η ακραία άποψη[28] του νευροψυχίατρου Φιλιππόπουλου θεωρεί ότι η «έμπνευση ως ένα σημείο δεν ξεχωρίζει από τον αυτισμό, την παθολογική εσωτερίκευση του σχιζοφρενικού». Θα τολμούσαμε να πούμε, πάντως, πως ένα σημαντικό ζήτημα που διαφοροποιεί το λόγο του ποιητή από το λόγο άλλων είναι ότι η ποίησή του δεν αφορά μόνο τον εαυτό του, γιατί ακριβώς καταφέρνει να εκφράσει, γράφοντας για την ασθένειά του, την ουσία της ασθένειας, και περιγράφοντας τον κόσμο του, τον πυρήνα του ανθρώπινου πόνου, ουτώς ώστε να καταστεί μέτοχος ενός εν πολλοίς οδυνώμενου συλλογικού σώματος.
«Ναι, είμαι νεφροπαθής. Μεταμοσχευμένος από το 2005. Δεν μπορείς να το πεις ευθέως, σου επιτρέπω όμως να το εικάσεις», μου απάντησε ο ποιητής Γιάννης Βαρβέρης, και όταν ρώτησα επιπλέον ποιο έργο του θα μου πρότεινε να μελετήσω υπό το πρίσμα της νόσου, με παρέπεμψε αμέσως στη συλλογή του «Στα ξένα» (Κέδρος, 2001), σημείωνοντας χαρακτηριστικά: «Σου δίνω το κλειδί: είναι μια πορεία από το αίμα στο νερό». Με αυτή τη φράση ολοκληρώθηκε η πρώτη συνομιλία μας· η δεύτερη επικοινωνία δεν ήρθε ποτέ, αφού ο ποιητής «έφυγε» από ανακοπή καρδιάς στο πίσω κάθισμα ενός ταξί μόλις λίγες ημέρες πριν το προγραμματισμένο τηλεφώνημα.
Περίπου προ δεκαπενταετίας, ο Βαρβέρης είχε εκφωνήσει σε πανελλήνιο ιατρικό συνέδριο στην Αθήνα εισήγηση με θέμα την ποίηση και τη νόσο, όμως στάθηκε αδύνατο να παρεβρεθούμε (αν κάποιος γνωρίζει κάτι ας επικοινωνήσει μαζί μας), αφού ο ποιητής δεν γνώριζε σε ποια συρτάρια ή χέρια βρίσκεται το κείμενο και το περιοδικό του Ιατρικού Συλλόγου δεν το έχει συμπεριλάβει στην ύλη του.
ΥΠΟΨΙΕΣ ΠΕΡΙ ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΤΗΣ ΤΑΞΕΩΣ [29]
Κινήσεις ύποπτες, μικροσυνωμοσίες.
Η τάξη των οργάνων μου αταξία
παιδιών την ώρα του μαθήματος.
Εγώ, ο δάσκαλος. Δεν εξετάζω χτεσινά
πάντα ζητώ αποστήθιση στο παρακάτω.
Νεφρούς και καρδία
συκώτι ετάζω και πνεύμονες.
Όλα τους διαβασμένα.
μόλις ρωτήσω άγνωστο, νεράκι.
Έτσι το κρύβουν το άγνωστο
γιατί είναι πάντα παρακάτω.
Τέτοιοι δαίμονες. Αλλά κι εγώ
συχνά τους βάζω αιφνίδια διαγωνίσματα:
Αμέσως τώρα βγάλτε μια διπλή κόλλα χαρτί.
Ζήτημα πρώτο: αίμα, γενική αίματος.
Δεύτερο: ζάχαρο, ουρία, κρεατινίνη.
Δέκατο κι εικοστό.
Με ταχύτητα καθιζήσεως δώστε μου τις κόλλες.
Άριστα όλες. σαν μικρού παιδιού.
Μετά, χαϊδεύω τα όργανα στα κεφαλάκια τους.
Κι ας με μισούν
στην ίδια τάξη χρόνια χωρίς διάλειμμα
κι ας είναι σίγουρο πως κάποιο
θα δώσει μια μέρα το σύνθημα
και σηκωτόν όλα μαζί θα με πετάξουν
έξω από την τάξη -
στο προαύλιο
που δεν υπάρχει.
Στο παραπάνω ποίημα το οποίο ανήκει στη συλλογή «Άκυρο Θαύμα» (1996), συναντιόμαστε με τη ζωγραφισμένη με συγκρατημένη ειρωνεία δραματική, μόνιμη εσωτερική αγωνία του ποιητή για την κατάσταση και την εξέλιξη της χρόνιας νόσου από την οποία υπέφερε. Το ποίημα υπαινίσσεται την ασθένεια, δεν την ονοματίζει.
Στη συλλογή «Στα ξένα», όμως, έχουμε σε όλα τα ποιήματα μια σαφέστερη διαπραγμάτευση (και πιο προχωρημένη, από κάθε άποψη, αναμέτρηση) αυτής της πορείας «από το αίμα στο νερό»:
ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΚΑΜΗΛΑ[30]
Έλα καλή μου καμήλα
ήρθε η ώρα να με πάρεις στον ώμο
κι όχι μαζί μας νερό
κάποτε τελειώνει το νερό
κι ύστερα έχουμε και να το θυμόμαστε
Έλα καλή μου καμήλα
κι αν κουραστείς έχω δασκαλευτεί να περπατώ
ιδίως αν δούμε επιγραφή
μη μ’α φήσεις να πιστέψω
βάδιζε βάδιζε
η έρημος έγινε
για να περιφρονούμε τις οάσεις
Μετά το θάνατο του Γιάννη Βαρβέρη, ενός σπουδαίου ποιητή χωρίς αντίγραφα, στη μνήμη του οποίου είναι αφιερωμένο το κείμενο αυτό, η αρθρογραφία[31] στον ημερήσιο τύπο αναφέρθηκε στη νόσο του, τη χρόνια αιμοκάθαρση, τη μεταμόσχευση και γενικώς, επιγραμματικά αλλά σαφώς, στο σύνολο της ταλαιπωρίας στην οποία είχε υποβληθεί ο ποιητής. Ο Βαρβέρης δεν είχε τόσο να φοβηθεί το «κοινωνικό στίγμα» με την κοινοποίηση της ασθένειάς του, γι’αυτό και η όποια απόκρυψη δεν αφορούσε το στενό του περιβάλλον, ούτε καν τους ποιητικούς κύκλους οι οποίοι τον γνώριζαν και τον εκτιμούσαν. Παρότι σημαντικό μέρος της ποίησής του αφορά τη νόσο (του), με το να μην τη συζητά δημόσια, ο ίδιος δήλωνε την προτίμησή του να δοθεί βαρύτητα στην πρώτη, και όχι στη δεύτερη.
«Ω άνδρες, Αθηναίοι, Κορίνθιοι, Ψυχίατροι και άλλοι· με σακατέψατε». Αντιγράφω εδώ στο τέλος, ως ενδεικτική των πάμπολλων αναφορών που συναντούμε στη νεοελληνική ποίηση για ζητήματα νόσου, και των όσων ακόμα υπάρχουν αλλά για ποικίλους λόγους δεν τις συναντούμε, μια φράση της ποιήτριας Νίκης-Ρεβέκκας Παπαγεωργίου, για την οποία ελάχιστα πράγματα γνωρίζουμε. Αξίζει επιπλέον να σημειωθεί πως το βιβλίο της ιστορικού Μαρίας Σ. Φαφαλιού «Ιερά Οδός 343 / Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο» είναι γεμάτο από στίχους τροφίμων, οι οποίοι, το πιθανότερο, δεν έγραψαν ποτέ πριν από την εμπειρία της νοσηλείας τους. Πολλές φορές ποίηση και νόσος συναντιούνται με ακραίους όρους: ο Βιζυηνός, μετατρεπόμενος σε «στιχουργικόν ταχυκίνητον», έκανε την ποίησή του οργανικό κομμάτι της ασθένειας που τον ταλαιπωρούσε. Εμείς όμως, πολλές φορές φοβόμαστε να μιλήσουμε για την ασθένεια, όχι μόνο τη δική μας, αλλά και τη δική τους: Παρουσιάζουμε άκριτα στο σχολικό μάθημα της λογοτεχνίας τον ήρωα-αυτόχειρα Καρυωτάκη και τον εξαίρετο Θρακιώτη πεζογράφο που τρελάθηκε λόγω ερωτικής απογοήτευσης.
Όντως, ο δημόσιος διάλογος άνοιξε αρκετές φορές με αφορμή τη διαμονή ενός ποιητή στο φρενοκομείο. Ο Τάσος Καπερνάρος ξεθάβει τη σκοτεινή ιστορία ενός ασύλου ανιάτων και ανατρέπει την απάνθρωπη πολιτική του. Ο ημερήσιος τύπος δέχεται να φιλοξενήσει κείμενα ασθενών ποιητών, αλλά οι συνάνθρωποι των ασθενών δέχονται τους ασθενείς; Η Καθημερινή δημοσιεύει διηγήματα του Φιλύρα ενόσω εκείνος νοσηλεύεται στο Δρομοκαΐτειο και το περιοδικό Ποικίλη Στοά αξιοποιεί τις συζητήσεις που καταγράφει ο Ν. Βασιλειάδης από τις επισκέψεις του στον άρρωστο Βιζυηνό. Αλλά και η Εταιρεία Λογοτεχνών δείχνει ενδιαφέρον για την τύχη των ποιητών, προκειμένου να αποκτήσουν καλύτερο δωμάτιο ή τάφο.
Τι ξεχωρίζει όμως την πραγματική μέριμνα από την ένοχη περιέργεια; Πόση ακολουθούν την ποιητική συμβουλή του Γιάννη Βαρβέρη «να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές[32]»; Αλλά και τι σημαίνουν οι πολλές επισκέψεις; Ο Βαγγέλης Αθανασόπουλος αναφέρει πως το αυξημένο πλήθος των φίλων που έρχονταν για να δουν τον Βιζυηνό μετά τη φρενοβλάβειά του ήταν «χαρακτηριστικό της έλλειψης κριτηρίων ή γενικότερα κριτικής διαίσθησης, ή ακόμα και της μικρότητας του πνευματικού περιβάλλοντος της τότε –και όχι μόνο τότε– Αθήνας, το γεγονός πως το διηγηματογραφικό έργο του Βιζυηνού άρχισε να αναγνωρίζεται μετά τη φρενοβλάβειά του[33]». Όμως, ως τι άρχισε να αναγνωρίζεται; Την απάντηση ελπίζω να μη δίνει το άρθρο για το «μετέωρο βήμα της ψυχιατρικής στην Ελλάδα[34]», σημειώνοντας ότι «ήταν σύνηθες το φαινόμενο τις Κυριακές σε ορισμένα άσυλα της Αγγλίας και της Γαλλίας το κοινό να επισκέπτεται τους έγκλειστους όπως στους ζωολογικούς κήπους, έναντι αντιτίμου εισόδου».
«Η ασθένειά μου έζησε μαζί μου όλη μου την ζωή. Μια ζωή κανονική, αλλά μ’ αυτήν[35]».
Καμίλο, 56 χρονών
[1] Καπερνάρος, Τάσος. Ακελδαμά / Λόγος περί του καπνικού ζητήματος. Αθήνα: Νέα Σύνορα: 1990. σ. 57.
[2] Brook, Peter / Estienne, Marie-Helene. The man who. Αθήνα: Θέατρο Πορεία: 2006. σ. 19. (Στον Ιπποκράτη επίσης αποδίδεται μια φράση που μας λύνει τα χέρια: «Αι φρενίτιδες εισί νόσοι εγκεφαλικαί εκ φυσικών και χυμικών επιγιγνόμεναι αιτίων καθάπερ και πάσα άλλη νόσος». Αλλά δεν κατάφερα να βρω την επακριβή παραπομπή στο αρχαίο κείμενο).
[3] Φαφαλιού, Μαρία Σ. Ιερά Οδός 343, Μαρτυρίες από το Δρομοκαΐτειο. Αθήνα: Κέδρος: 1995. σ. 69.
[4] Εν προκειμένω αναφέρομαι στο Σελίδες εν φρενοκομείω/Ο ατυχήσας ποιητής. Ποικίλη Στοά, Εθνικόν εικονογραφ. Ημερολόγιον. Διευθυνόμενον υπό Ιωάννου Αρσένη τη πολυτίμω συμμετοχή έγκριτων λογίων. Έτος 10ον. Εν Αθήναις: 1894.
[5] Αθανασόπουλος, Βαγγέλης. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Αθήνα: Καρδαμίτσα: 1996. σ. 103.
[6] Περιοδικό Βιβλιοθήκη. Αφιέρωμα: Βιζυηνός. Ελευθεροτυπία: Αθήνα: 2006. σ.11.
[7] Αθανασόπουλος, Βαγγέλης. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Αθήνα: Καρδαμίτσα: 1996. ο.π. σ. 99.
[8] ο.π. σ. 140.
[9] ο.π. σ. 100.
[10] ο.π. σ. 177.
[11] Φαφαλιού, Μαρία Σ. Ιερά Οδός 343, Μαρτυρίες από το Δρομοκαϊτειο. Αθήνα: Κέδρος: 1995. σ. 118.
[12] ο.π. σ. 114.
[13] ο.π. σ. 119.
[14] Ο.π. σ. 112.
[15] Φιλιππόπουλος, Γεώργιος. Ψυχιατρική και Λογοτεχνία: Ψυχιατρικές παρατηρήσεις πάνω στη νεοελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα: 1943. σ. 24.
[16] http://www.perceptum.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=24:karywtakis&catid=2:mar09&Itemid=14, ημ. ανάθεσης: 20.11.2011.
[17] Χαρτοκόλλης, Πέτρος. Ιδανικοί Αυτόχειρες: Έλληνες λογοτέχνες που αυτοκτόνησαν. Αθήνα: Βιβλιοπωλείον της «Εστίας»: 2003. σ. 26.
[18] ο.π. σ. 22.
[19] Goffman, Erving. Στίγμα: Σημειώσεις για τη διαχείριση της φθαρμένης ταυτότητας. Εισαγωγή-Μετάφραση: Μακρυνιώτη, Δήμητρα. Αθήνα. Αλεξάνδρεια: 2001. σ. 162
http://www.scribd.com/doc/5641662/- ημ. ανάθεσης 25.11.2011
[23] Γώγου, Κατερίνα. Τρία Κλικ Αριστερά. Αθήνα: Καστανιώτης: 1978. σ. 33.
[24] Πούλιος, Λευτέρης. Ποιήματα: 1969-1978. Αθήνα: Κέδρος: 1982. σ. 62.
[25] http://www.remaliaclub.gr/forum/showthread.php?p=30633 ημ ανάθεσης, 25.11.2011.
[26] Πρόκειται για μια «αντιδικτατορική» ανάγνωση του ποιήματος του Λευτέρη Πούλιου «Αμέρικαν Μπαρ», που περιλαμβάνεται στην συλλογή «Ποίηση 1», δηλαδή κυκλοφόρησε την περίοδο της επτάχρονης δικτατορίας στην Ελλάδα και αποτυπώνει, σύμφωνα και με τον Νταλούκα, τα αισθήματα του ποιητή «για μια κοινωνία που φοβάται και ενέχεται, δεν είναι άμοιρη ευθυνών, ίσως μάλιστα να είναι περισσότερο ένοχη από τους πραξικοπηματίες».
[27] ο.π.
[28] Φιλιππόπουλος, Γεώργιος. Ψυχιατρική και Λογοτεχνία: Ψυχιατρικές παρατηρήσεις πάνω στη νεοελληνική Λογοτεχνία. Αθήνα: 1943, σ. 9.
[29] Βαρβέρης, Γιάννης. Ποιήματα 1975-1996. Αθήνα: Κέδρος: 2000. σ. 373.
[30] Οι αιμοκαθαιρόμενοι και μεταμοσχευμένοι νεφροπαθείς σε τελικό στάδιο Χρόνιας Νεφρικής Ανεπάρκειας (ΧΝΑ) έχουν υποστει καταστροφικές βλάβες στους νεφρούς. Μέρα παρά μέρα συνδέονται με το μηχάνημα για να κάνουν τις απαραίτητες πλύσεις της περιτοναϊκής αιμοκάθαρσης. Συχνά αναγκάζονται να στερηθούν το νερό, στέρηση στην οποία αναφέρεται ευθέως το ποίημα.
[31] http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=279047 κ.α. Ημ. αναθεσης: 22.11.2011
[32] «Να επισκεπτόμαστε τους επιζώντες ποιητές/ αν μάλιστα τυχαίνει να μένουμε στην ίδια πόλη/ να τους βλέπουμε πού και πού/ γιατί εκεί που ζούμε ήσυχοι/ βέβαιοι πως ζούνε κι αυτοί -ξεχασμένοι έστω-/ εκεί έρχεται το μαντάτο τους(…).
από: Βαρβέρης, Γιάννης. Ποιήματα 1975-1996. Αθήνα: Κέδρος: 2000. σ. 139.
[33] Αθανασόπουλος, Βαγγέλης. Οι μύθοι της ζωής και του έργου του Γ. Βιζυηνού. Αθήνα: Καρδαμίτσα: 1996. σ. 99.
[34] www.scribd.com/doc/5641662/- ημ. ανάθεσης 18.11.2011
[35] Από το περιοδικό COLORS, τευχ. 47, Follia. Brook, Peter / Estienne, Marie-Helene. The man who. Αθήνα: Θέατρο Πορεία: 2006. σ. 39.