Άλλεν Γκίνσμπεργκ (1926- 1997)- το όνομα του δίπλα στους πιο ζοφερούς χαρακτηρισμούς. Η φωτογραφία του μια προσωπογραφία της τρέλας. Το αμερικανικό σύστημα τον έχει φτύσει, ήταν ένας παράταιρος... ήταν ένας από τη "Γενιά των Μπιτ"...
Το όνομα της γενιάς αυτής, άλλωστε, φανερώνει και το ρόλο της, τον λόγο υπάρξεως της: ένα γερό χτύπημα σε κατεστημένα και κομφορμιστές, στον συντηρητισμό και στην ανουσιότητα, στο βάφτισμα κάθε τι σαπισμένου σε "θεσμό". Πλήρης απαξίωση, σάτιρα, κυνηγητό, θάνατος.
Ό,τι άσχημο έχει δώσει στον Γκίνσμπεργκ η ζωή θα το φέρει στην επιφάνεια με τα ποιήματά του- πράγματα που του'χει πετάξει κατάμουτρα η κοινωνία, αυτοβιογραφικά στοιχεία και ένα απέραντο αλισβερίσι σκέψεων, φόβων και καθημερινότητας θα τα βρει κανείς στους στίχους του. Για τα ίδια πράγματα που παρουσιάζει, ζώντας τα, θα τον κυνηγήσουν οι αρχές. Το 1956 θα εκδοθεί το βιβλίο "Ουρλιαχτό και άλλα ποιήματα" και θα κατασχεθεί κατευθείαν από τις τελωνειακές αρχές των ΗΠΑ. Έπειτα ακολουθούν δίκες για το περιεχόμενο του βιβλίου.
Στην Ελλάδα η μετάφραση ποιημάτων των ποιητών της Μπιτ γενιάς στην εποχή- ειδικά- της χούντας, θεωρήθηκε από μόνη της πράξη αντιστασιακή.
Από μόνη της η ποίηση είναι πύλη ουρανοκατέβατη, αδιέξοδη, ιδιάζουσα και ολιγαρκής. Η ποίηση όμως που συνοδεύεται από ουρλιαχτά και φωνές είναι σκιά και πρέπει πάντα να σε ακολουθεί...
Ο Α. Γκίνσμπεργκ απαγγέλλει το ποίημά του "Αμερική"
ΟΥΡΛΙΑΧΤΟ
Βγάλτε τίς κλειδαριές από τίς πόρτες!
Βγάλτε τίς πόρτες απ' τούς μεντεσέδες!
Γιά τον Κάρλ Σόλομον *
Ι
Είδα τά καλύτερα μυαλά τής γενιάς μου χαλασμένα απ' την
τρέλα, λιμασμένα υστερικά γυμνά,
νά σέρνονται μέσ' απ' τούς νέγρικους δρόμους τήν αυγή
γυρεύοντας μιά φλογισμένη δόση,
χίπστερς αγγελοκέφαλοι πού καίγονταν γιά τόν αρχαίο επουράνιο
δεσμό μέ τό αστρικό δυναμό στή μηχανή τής νύχτας,
φτωχοί καί κουρελήδες μέ βαθουλωμένα μάτια, πού φτιαγμένοι
ξενυχτούσαν καπνίζοντας στό υπερφυσικό σκοτάδι παγωμένων
διαμερισμάτων, αρμενίζοντας πάνω από τίς κορφές
τών πόλεων αφοσιωμένοι στήν τζάζ,
πού άνοιγαν τό μυαλό τους στά Ουράνια κάτω απ' τόν εναέριο
σιδηρόδρομο καί βλέπανε αγγέλους μουσουλμάνους τρεκλίζοντας
φωτισμένοι σέ ταράτσες λαϊκών πολυκατοικίων,
πού πέρασαν απ' τά πανεπιστήμια μέ μάτια ανοιχτά κι
αχτινοβόλα μέ παραισθήσεις τού Άρκανσω κι οράματα δραματικά
λουσμένα στό φώς τού Μπλέηκ ανάμεσα στούς μανδαρίνους τού πολέμου,
πού αποβλήθηκαν απ' τίς ακαδημίες γιατ' ήσαν λέει τρελοί κι
εξέδιδαν άσεμνες ωδές στά παράθυρα τής νεκροκεφαλής,
πού τρέμανε σ' αξύριστα δωμάτια μέ εσώρουχα, καίγοντας
τά λεφτά τους σέ καλάθια αχρήστων καί στήνοντας τ' αυτί
στόν Τρόμο μεσ' απ' τόν τοίχο,
πού πιάστηκαν από τίς ηβικές γενειάδες τους γυρίζοντας
φτιαγμένοι μέ μαριχουάνα από Λαρέντο γιά Νέα Υόρκη,
πού καταπίνανε φωτιά στούς τεκέδες ή πίναν νέφτι στό Παράνταϊς Άλλεϋ,
θάνατος, ή τυραννούσαν τά κορμιά τους
κάθε νυχτα
μέ όνειρα, μέ ναρκωτικά, μ' εφιάλτες στόν ξύπνο, βακχείες
καί οχείες κι ατέλειωτα όργια,
ασύγκριτα αδιέξοδα φρικιαστικού σύννεφου κι αστραπής στό
μυαλό πού πηδούσε σέ κολόνες τού Καναδά καί τού Πάτερσον,
καταυγάζοντας τόν ασάλευτο κόσμο τού Χρόνου,
Πεγιότ συμπάγειες τώμ θαλάμων, χαράματα περιβόλων πράσινων
δέντρων κοιμητηρίων, κρασομεθύσια στίς στέγες,
αύτοκινητάδες τής πλάκας καί τής μαστούρας καί απέραντες
σειρές βιτρίνες καί βλεφαρισμοί τών φώτων τής τροχαίας,
ηλιακές καί σεληνιακές καί δενδρικές δονήσεις στά βρυχώμενα χειμωνιάτικα
δειλινά τού Μπρούκλιν, τενεκεδοπαραληρήματα
κι ευγενικό βασιλικό φώς τού νού,
πού στρωθήκαν στό μετρό γιά τήν ατέρμονη βόλτα απ' τό
Μπάττερυ στό άγιο Μπρόνξ μέ μπενζεντρίν ωσότου τών
τροχών καί τών παιδιών ο θόρυβος τούς έριξε τρέμοντας
σύγκορμοι μέ στραβό τό στόμα τσακισμένοι ξεστραγγισμένοι
από κάθε σκέψη στό θλιβερό φώς τού Ζωολογικού Κήπου,
πού βουλιάξαν όλη νύχτα στό υποβρύχιο φώς τού Μπίκφορντ
καί ξενερίσανε καί βγάλαν τό απόγευμα μέ ξεθυμασμένη
μπίρα στήν ερημιά τού Φουγκάτσι, ακούγοντας τόν Ερχομό
τής Κρίσης στό τζουκμπόξ τού υδρογόνου,
πού μιλούσαν ακατάπαυστα εβδομήντα ώρες απ' τό πάρκο στό
σπίτι στό μπάρ στό Μπέλβιου στό μουσείο στή Γέφυρα τού
Μπρούκλιν,
ένα χαμένο τάγμα πλατωνικών συζητητών πού πηδούσαν απ'
τίς βεράντες απ' τίς εξόδους πυρκαγιάς απ' τά παράθυρα απ'
τό Εμπάιερ Στέητ απ' τήν σελήνη,
μπουρδολογώντας ουρλιάζοντας ξερνοβολώντας ψιθυρίζοντας
γεγονότα καί μνήμες κι ανέκδοτα καί πλάκες πού σπάσανε
καί σόκ νοσοκομείων καί φυλακών καί πολέμων,
ολόκληρες διάνοιες πού ξεράστηκαν αναπολώντας μέ απόλυτη
ακρίβεια εφτά μέρες καί νύχτες μέ μάτια πού άστραφταν,
κρέας γιά τή Συναγωγή πεταμένο στό πεζοδρόμιο,
πού χάθηκαν στό πούπετα Ζέν Νιού Τζέρσυ αφήνοντας στό πέρασμά
τους διφορούμενα κάρτ-ποστάλ τού Ατλάντικ Σίτυ
Χώλ,
υποφέροντας από ιδρώτες τής Ανατολής καί οστεόλυση τής
Ταγγέρης καί κινεζικές ημικρανίες σέ περίοδο αποτοξινώσεως
στό γυμνό καί θλιβερό δωμάτιο στο Νιούαρκ,
πού γυρόφερναν τά μεσάνυχτα στό μηχανοστάσιο τών τρένων
κι αναρωτιόνταν πού νά πάνε, καί πήγαν, χωρίς ν΄αφήσουν
κανένα μέ παράπονο,
πού ανάβανε τσιγάρα στά βαγόνια βαγόνια βαγόνια πού κροτάλιζαν
τραβώντας μεσ' απ' τό χιόνι γιά τίς ερήμικες φάρμες στήν παππούδικη νύχτα,
πού μελετούσανε Πλωτίνο Πόου Άγιο Ιωάννη τού Σταυρού
τηλεπάθεια καί μπόπ καμπάλλα γιατί ο κόσμος εδονείτο
ενστικτωδώς κάτω απ' τά πόδια τους στό Κάνσας,
πού τριγυρνούσαν μόνοι στούς δρόμους τού Αϊντάχο ψάχνοντας
γιά φανταστικούς ινδιάνους αγγέλους πού ήσαν
φανταστικοί ινδιάνοι άγγελοι,
πού σκέφτηκαν πώς απλώς ήσαν τρελοί όταν η Βαλτιμόρη
άστραψε σέ υπερφυσική έκσταση,
πού σάλταραν σέ λιμουζίνες μέ τόν Κινέζο τής Οκλαχόμα
όταν τούς κέντρισε η χειμωνιάτικη τού φαναριού τού δρόμου
μεσονύχτια επαρχιώτικη βροχή,
πού σουλατσάρανε πεινασμένοι κι έρημοι στό Χιούστον ψάχνοντας γιά τζάζ ή σέξ ή πράγμα, καί πήραν στό κατόπι τόν
αετονύχη τόν Σπανιόλο νά συζητήσουν γιά τήν Αμερική καί
τήν Αιωνιότητα, ανέλπιδη προσπάθεια, κι έτσι μπαρκάραν
γιά τήν Αφρική,
πού εξαφανίστηκαν στά ηφαίστεια τού Μεξικού αφήνοντας
πίσω τους τίποτ' άλλο πέρα από τή σκιά τών μπλουτζήνς
καί τή λάβα καί τή στάχτη τής ποιήσης σκορπισμένη στό
τζάκι Σικάγο,
πού ξαναφάνηκαν στη Δυτική Ακτή ερευνώντας τό F.B.I μέ
γενειάδες καί σόρτς μέ μεγάλα πασιφιστικά μάτια σέξυ
καί λιοκαμένοι μοιράζοντας ακατανόητα φυλλάδια,
πού έκαναν τρύπες από τσιγάρο στά μπράτσα τους διαμαρτυρόμενοι
γιά τή ναρκωτική καταχνιά τού ταμπάκου τού Κα-
πιταλισμού,
πού μοιράσανε Υπερκομμουνιστικά φυλλάδια στή Γιούνιον
Σκουαίαρ κλαίγοντας καί βγάζοντας τά ρούχα τους ενώ οι
σειρήνες τού Λός Άλαμος τούς κυνηγούσαν στριγκλίζοντας,
τήν Ουώλ Στρήτ κατεβαίνοντας στριγκλίζοντας , κι ενώ τό
φέρρυ γιά τό Στάτεν στρίγκλιζε επίσης,
πού έσπασαν κλαίγοντας σέ λευκά γυμναστήρια γυμνοί καί
τρέμοντας μπροστά στίς μηχανές άλλων σκελετών
πού δάγκωσαν ντέτεκτιβς στό σβέρκο καί τσίριζαν καταγοητευμένοι
σέ αστυνομικά εκατό μιά καί κανένα έγκλημα δέν
είχαν διαπράξει παρά μονάχα τή δική τους άγρια
παιδεραστία καί μέθη,
πού ούρλιαζαν πεσμένοι στά γόνατα στόν υπόγειο καί σύρθηκαν
έξω από τήν οροφή ανεμίζοντας χειρόγραφα καί γεννητικά όργανα,
πού αφέθηκαν νά γαμηθούν από πίσω από άγιους
μοτοσυκλετιστές κι αλάλαζαν από χαρά,
πού κάνανε τσιμπουκι μ' αυτά τ' ανθρώπινα σεραφείμ, τούς
ναύτες, χάδια τού Ατλαντικού κι αγάπες τής Καραϊβικής,
πού ξεφάντωναν πρωί καί βράδυ στούς ροδόκηπους καί στό
γρασίδι τών δημοσίων πάρκων καί κοιμητηρίων σκορπίζοντας
μ' απλοχεριά τό σπέρμα τους σ' όποιον κι άν ήθελε,
πού είχαν αδιάκοπο λόξιγκα θέλοντας νά χαχανίσουν καί
τέλειωσαν μ' ένα λυγμό πίσω από ένα χώρισμα σ' ένα χαμάμ
όταν ο ξανθός καί γυμνός άγγελος ήρθε νά τούς καρφώσει
μ' ένα ξίφος,
πού χάσανε τ' αγόρια τους στίς τρείς γριές στίγκλες τής
μοίρας τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα τού ετεροφυλόφιλου δολάριου
τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού κλείνει τό μάτι έξω
απ' τή μήτρα καί τή μονόφθαλμη τή στρίγκλα πού δέν κάνει
τίποτ' άλλο απ' τό νά κάθεται στόν πισινό της καί νά ψαλιδίζει
τίς χρυσές κλωστές τής διανόησης στόν αργαλειό τού
τεχνίτη,
πού ζευγαρώθηκαν εκστατικοί κι ακόρεστοι μ' ένα μπουκάλι
μπίρα μιά αγαπούλα ένα πακέτο τσιγάρα ένα κερί καί πέσαν
κάτω απ' τό κρεβάτι καί συνεχίσανε στό πάτωμα καί
έξω στό διάδρομο καί τέλειωσαν λιγοθυμώντας μέ τό όραμα
τού απόλυτου μουνιού καί σπέρμα πού ξέφυγε από τό
τελευταίο παίξιμο τής συνείδησης,
πού γλύκαναν τό πράμα εκατομμυρίων κοριτσιών τρέμοντας
στό δειλινό καί είχαν μάτια κόκκινα τό πρωί, πρόθυμοι
όμως νά γλυκάνουν τό πράμα τής ανατολής, αστράφτοντας
οπίσθια στούς σιτοβολώνες καί γυμνοί στή λίμνη,
πού σάρωσαν τό Κολοράντο πορνοκοπώντας μέ μυριάδες κλεμμένα αυτοκίνητα τής νύχτας, Νήλ Κάσσαντυ, κρυφός ήρως
αυτών τών ποιημάτων, ψωλαράς καί Άδωνις τού Ντένβερ -
χαρά στ' αμέτρητα γαμήσια του μέ κορίτσια σέ χορταρια-
σμένα οικόπεδα κι αυλές, σέ ξεχαρβαλωμένες πολυθρόνες
κινηματογράφων, σέ βουνοκορφές σέ σπήλαια, μέ χτικιάρες
γκαρσόνες στ' ανασηκωμένα μεσοφούστανα τών κρασπέδων
τών εθνικών οδών, κυρίως δέ σέ μυστικούς σολιψισμούς ουρητηρίων
βενζινάδικων, καί σέ σοκάκια επίσης,
πού σβήσαν σάν εικόνες σέ απέραντες βρομερές ταινίες,
μετακινήθηκαν στό όνειρο, ξύπνησαν σ'ένα απροσδόκητο Μανχάτταν, σύρθηκαν έξω απ' τά υπόγεια μέ πονοκέφαλο απ'τό
άσπλαχνο Τοκαίυ καί τούς τρόμους τών σιδηρών ονείρων τής
Τρίτης Λεωφόρου καί τράβηξαν παραπατώντας γιά τό
γραφείο ανεργίας,
πού περπατήσανε όλη νύχτα μέ τά παπούτσια τους γεμάτα
αίμα στίς χιονισμένες αποβάθρες παραμονευόντας μιά πόρτα
τού Ήστ Ρίβερ νά ανοίξει σ' ένα δωμάτιο γεμάτο όπιο
καί αχνούς,
πού δημιούργησαν μεγάλα αυτοκτονικά δράματα στίς
πολυκατοικιούμενες απόκρημνες όχθες τού Χάντσον κάτω από τόν
γαλάζιο αντιαεροπορικό προβολέα τής σελήνης, καί τά κεφάλια τους
στεφανωθούν μέ δάφνη εις αιωνίαν λήθην,
πού φάγανε τό αρνάκι ραγού τής φαντασίας ή χωνέψανε τόν
κάβουρα στόν λασπώδη πυθμένα τών ποταμών τού Μπάουερυ,
πού κλάψανε γιά τό ρομάντσο τών δρόμων μέ τό κάρο τους
γεμάτο κρεμμύδια καί κακή μουσική,
πού κάθισαν σέ παράγκες ανασαίνοντας στό σκοτάδι κάτω απ'
τή γέφυρα καί σηκωθήκαν γιά νά στήσουν κλαβεσέν στίς
σοφίτες τους,
πού βήχανε στόν έκτο όροφο τού Χάρλεμ στεφανωμένοι μέ
φλόγα κάτω από τόν φυματικό ουρανό πλαισιωμένοι από
καφάσια θεολογίας,
πού ορνιθοσκαλίζανε όλη νύχτα ροκεντρολάροντας ανυπέρβλητες
επωδές πού στό κίτρινο πρωινό ήσαν στροφές
ασυναρτησιών,
πού μαγειρέψαν σάπια ζώα πλεμόνια καρδιές πόδια ουρές
μπόρστ καί τορτίγιες κάνοντας όνειρα γιά τό αγνό βασίλειο
τών φυτών,
πού χωθήκανε κάτω από φορτηγά-ψυγεία κρεάτων ψάχνοντας
γιά ένα αυγό,
πού πέταξαν τά ρολόγια τους απ' τήν ταράτσα γιά νά ρίξουν τήν
ψήφο τους υπέρ τής Αιωνιότητας έξω απ' τό Χρόνο, καί ξυπνητήρια
πέφταν κάθε μέρα στά κεφάλια τους καθ' όλη τήν
επόμενη δεκαετία,
πού κόψανε τίς φλέβες τους τρείς φορές συνέχεια ανεπιτυχώς,
τό πήρανε απόφαση κι αναγκάστηκαν ν' ανοίξουν μαγαζιά
μέ αντίκες όπου νιώθαν πώς γερνούν, καί κλαίγανε,
πού κάηκαν ζωντανοί μέ τά αθώα φανελένια τους κουστούμια
στή Λεωφόρο Μάντισον ανάμεσα σ' εκρήξεις μολυβένιου
στίχου καί φουλαρισμένοι σαματά τώμ σιδηρών συνταγμάτων
τής μόδας καί νιτρογλυκερινικών κραυγών τών νεράιδων
τής διαφημίσης καί μουσταρδικού αερίου τών απαισίων
διανοουμένων εκδοτών, ή πατηθήκανε από τά μεθυσμένα
ταξί τής Απολύτου Πραγματικότητος,
πού πήδηξαν από τή γέφυρα τού Μπρούκλιν αυτό πράγματι
συνέβη καί χαθήκανε άγνωστοι καί ξεχασμένοι στή φασματική
ζάλη τών παρόδων τής Τσάιναταουν, κι ούτε τούς
κέρασαν μιά μπίρα,
πού τραγουδούσαν απ' τά ανοιχτά παράθυρα τους απελπισμένοι,
έπεσαν από τό παράθυρο τού μετρό στό βρόμικο Πασσάικ,
ρίχτηκαν σέ νέγρους, κλαίγανε στούς δρόμους, χόρεψαν
ξυπόλητοι πάνω σέ κρασοπότηρα σπασμένα πίτα στό
μεθύσι δίσκους γραμμοφώνου νοσταλγικής γερμανικής τζάζ
τού '30, τέλειωσαν τό ουίσκυ καί ξέρασαν μέ ρόχθο στή
ματωμένη τουαλέτα, μέ βογκητά στ' αυτιά τους καί συριγ-
μούς κολοσσιαίων σειρήνων,
πού κουτρουβάλησαν στίς λεωφόρους τού παρελθόντος ταξιδευόντας
ο ένας στού άλλου τόν Γολγοθά τής αγρύπνιας καί
τής μοναξιάς ή στήν ενσάρκωση τής τζάζ τού Μπίρμινχαμ,
πού διασχίσανε τή χώρα απ' τό 'να άκρο στ' άλλο σ' εβδομηνταδύο
ώρες γιά νά δούν άν εγώ είχα ένα όραμα ή εσύ είχες
ένα όραμα ή αυτός είχε ένα όραμα, γιά νά βρούν τήν
Αιωνιότητα,
πού ταξίδεψαν στό Ντένβερ, πού πέθαναν στό Ντένβερ, πού
ξαναγύρισαν στό Ντένβερ καί περίμεναν ματαίως, πού α-
γνάτευαν στό Ντένβερ καί στοχάζονταν καί μονάζανε στό
Ντένβερ καί τελικά εφύγανε γιά ν' ανακαλύψουν τό Χρόνο,
καί τό Ντένβερ νοσταλγεί τώρα τούς ήρωες του,
πού πέσανε στά γόνατα σ' απελπισμένες εκκλησιές καί προσευχήθηκαν
ο ένας γιά τού άλλου τή σωτηρία καί τή φώτιση
καί τίς καρδιές, ώσπου η ψυχή φώτισε τά μαλλιά της μιά
στιγμή,
πού σπάσαν τό κεφάλι τους στίς φυλακές καρτερώντας απίθανους
εγκληματίες μέ χρυσά κεφάλια καί τή γοητεία τής
πραγματικότητας στίς καρδιές πού τραγουδούσαν γλυκά
μπλούζ στό Αλκατράζ,
πού αποσύρθηκαν στό Μεξικό γιά νά καλλιεργήσουν μιά συνήθεια,
ή στά Βραχώδη Όρη στόν τρυφερό Βούδα ή στήν
Ταγγέρη στ’ αγόρια ή στό Νότιο Ειρηνικό στή μαύρη λοκομοτίβα
ή στό Χάρβαρντ στόν Νάρκισσο στό Γούντλων στή
γιρλάντα από μαργαρίτες ή στόν τάφο,
πού αξίωσαν δίκες πνευματικής υγείας κατηγορώντας τό
ραδιόφωνο γιά υπνωτισμό καί απόμειναν μέ τή δική τους τρέλα
καί τά χέρια τους κι ένα δίβουλο δικαστήριο,
πού πέταξαν κλούβια αυγά στούς ομιλητές περί Ντανταϊσμού
στό Κολέγιο τής Νέας Υόρκης καί μετά παρουσιάστηκαν
στά γρανιτένια σκαλοπάτια τού τρελοκομείου μέ ξυρισμένα
κεφάλια γλωσσοκοπανώντας αυτοκτονίες καί απαιτώντας
άμεσο λοβοτομία,
καί πού τούς δόθηκε αντί γι’ αυτό τό συμπαγές κενό της
ινσουλίνης τού μετρασόλ τού ηλεκτροσόκ τής υδροθεραπείας
ψυχοθεραπείας εργασιοθεραπείας πίνγκ πόνγκ καί
αμνησίας,
πού αναποδογύρισαν ένα μονάχα συμβολικό τραπέζι τού πίνγκ
πόνγκ, κακόγουστη διαμαρτυρία, καί ξεκουράστηκαν γιά
λίγο στην κατατονία,
καί γύρισαν μετά από χρόνια στ’ αλήθεια φαλακροί αλλά μέ
μιά ματωμένη περούκα, καί τά δάκρυα καί τά δάχτυλα, στήν
ολοφάνερη καταδίκη τής τρέλας τών θαλάμων τών τρελοπόλεων
τών Ανατολικών Πολιτειών,
στά δυσώδη δωμάτια τού Πίλγκριμ καί τού Ρόκλαντ καί τού
Γκρέυστοουν, λογομαχώντας μέ τούς αντίλαλους τής ψυχής,
χορεύοντας ρόκ στίς μεσονύχτιες παντέρημες εκτάσεις τής
αγάπης, ένα όνειρο ζωής ένας βραχνάς, σώματα πού γινήκαν
πέτρα βαριά σάν τό φεγγάρι,
μέ τή μάνα τελικά....... καί τό τελευταίο φανταστικό βιβλίο
πεταμένο έξω απ’ τό παράθυρο, καί τήν τελευταία πόρτα
πού έκλεισε στίς 4 τό πρωί καί τό τελευταίο τηλέφωνο πού
βρόντηξε στόν τοίχο αντί απαντήσεως καί τό τελευταίο ε-
πιπλωμένο δωμάτιο πού άδειασε μέχρι τό τελευταίο κομ-
μάτι πνευματικής επίπλωσης, κι ένα κίτρινο χάρτινο
τριαντάφυλλο καρφωμένο στήν κρεμάστρα στήν ντουλάπα,
φανταστικό κι αυτό ακόμη, τίποτα πέρα από ένα ελπιδοφόρο
κομματάκι παραισθήσεως -
Ώ Κάρλ, όσο δέν είσαι ασφαλής δέν είμαι άσφαλής, καί τώρα
είσαι στ’ αλήθεια μέσα στήν απόλυτη μπουγιαμπέσα τού
χρόνου -
καί πού γι’ αυτό ετρέχανε στούς παγωμένους δρόμους δαιμονισμένοι
από μιά ξαφνική αστραπή τής αλχημείας τής χρήσης
τής έλλειψης τού καταλόγου τού μεταβλητού μέτρου καί
τού παλμικού επιπέδου,
πού ονειρεύονταν καί επιχειρούσαν ένσαρκα χάσματα στό Χώρο
καί τό Χρόνο μέσ’ άπό άντικριστές εικόνες, καί παγίδευαν
τον αρχάγγελο τής ψυχής ανάμεσα σέ 2 οπτικές
εικόνες καί δένανε τά στοιχειώδη ρήματα καί βάζανε μαζί τό
ούσιαστικό καί τήν παύλα τής συνείδησης πηδώντας μέ τήν
αίσθηση τού Pater Omnipotens Aetema Deus
γιά ν’ άναγεννήσει τή σύνταξη καί τό μέτρο τού φτωχού
ανθρώπινου πεζού λόγου καί νά σταθεί μπροστά σας αμίλητος καί
νοήμων καί τρέμοντας από ντροπή, απορριμμένος κι όμως
ανοίγοντας τήν ψυχή γιά νά ομονοήσει μέ τό ρυθμό τής
σκέψης μές στό γυμνό κι απέραντο κεφάλι,
ό τρελός τό ρεμάλι κι άγγελος μπήτ στό Χρόνο, άγνωστος, κι
όμως καταγράφοντας εδώ αυτά πού θ’ απομείνουν γιά νά
ειπωθούν σέ καιρούς μετά τό θάνατο, γι’ αύτούς
πού υψώθηκαν μετενσαρκωμένοι στά φασματικά ρούχα τής
τζαζ στή χρυσοκέρατη σκιά τής μπάντας καί τραγούδησαν
το βάσανο γι’ αγάπη τού γυμνού αμερικάνικου μυαλού μέ
μιά ηλί ηλί λαμά σαβαχθανί σαξοφωνική κραυγή πού ανατρίχιασε
τίς πόλεις μέχρι τό τελευταίο ραδιόφωνο
μέ τήν απόλυτη καρδιά τού ποιήματος τής ζωής σφαγμένη καί
πετάμενη έξω απ’τά κορμιά τους καλή γιά φάγωμα γιά
χίλια χρόνια.
II
Ποιά σφίγγα τσιμέντου καί αλουμίνιου έσπασε τά κρανία τους
καί καταβρόχθισε τά μυαλά καί τή φαντασία τους;
Μολώχ ! Μοναξιά ! Βρομιά ! ’Ασχήμια ! Σκουπιδοτενεκέδες
κι απρόσιτα δολάρια ! Παιδιά πού τσιρίζουν κάτω άπ’ τίς
σκάλες ! ’Αγόρια πού κλαΐνε μ’ αναφιλητά στούς στρατούς !
Γέροι πού κλαψουρίζουν στα πάρκα !
Μολώχ ! Μολώχ ! Εφιάλτης τού Μολώχ ! Μολώχ ό χωρίς
αγάπη καμιά ! Μολώχ τού μυαλού ! Μολώχ ό στυγνός κρι-
τής τών άνθρώπων !
Μολώχ η ακατανόητη φυλακή ! Μολώχ τό νεκροκέφαλο άψυχο
κάτεργο καί Κογκρέσο τών θλίψεων ! Μολώχ τών κτιρίων
τής κρίσεως ! Μολώχ ό θεόρατος λίθος τού πολέμου ! Μολώχ
οί αποσβολωμένες κυβερνήσεις !
Μολώχ μέ τ’ ατόφιο μυαλό μηχανής ! Μολώχ πού στίς φλέβες
σου τρέχει ρευστό ! Μολώχ μέ τά δάχτυλα δέκα στρατιών.
Μολώχ μέ άνθρωποφάγο στήθος δυναμό ! Μολώχ μέ τ’ αύτι
πού καπνίζει σαν τάφος !
Μολώχ μέ τά μάτια χιλιάδων παραθύρων τυφλών! Μολώχ τών
ουρανοξυστών στή σειρά καθισμένων στούς απέραντους δρόμους
σάν ’Ιεχωβάδες ! Μολώχ έργοστασίων πού κρώζουν
στό πούσι κι ονειρεύονται ! Μολώχ καμινάδων κι άντένων
πού στέφουν τις πόλεις !
Μολώχ μέ αγάπη απέραντη πετρελαίου καί πέτρας ! Μολώχ
μέ ψυχη τραπεζών κι ηλεκτρικής ένεργείας ! Μολώχ πού ή
φτώχεια σου είναι τό φάσμα τής μεγαλοφυίας ! Μολώχ πού
ή μοίρα σου είναι ένα σύννεφο αφύλου υδρογόνου ! Μολώχ
πού τ’ όνομά σου είναι Νούς !
Μολώχ πού μέσα σου νιώθω μονάχος ! Μολώχ πού μέσα σου
ονειρεύομαι αγγέλους ! Τρελός στόν Μολώχ ! Πούστης στόν
Μολώχ ! Χωρίς αγάπη, χωρίς φίλο στόν Μολώχ !
Μολώχ πού μπήκες στήν ψυχή μου νωρίς ! Μολώχ πού μέσα
σου είμαι χωρίς σώμα συνείδηση ! Μολώχ πού μέ τρόμαξες
πάνω στή φυσική μου έκσταση ! Μολώχ πού σ’ εγκαταλείπω !
Ξυπνώ στον Μολώχ ! Φώς κατεβαίνει άπο τον
ουρανό !
Μολώχ ! Μολώχ ! Ρομπότ διαμερίσματα ! αόρατα προάστια !
σκελετώδη θησαυροφυλάκια ! τυφλές πρωτεύουσες ! δαιμο-
νικές βιομηχανίες ! φασματικά έθνη ! αήττητα τρελοκομεία !
γρανιτώδες ψωλές ! τερατώδεις μπόμπες !
Σπάσαν τις ράχες τους σηκώνοντας τόν Μολώχ στόν Ούρανό !
Πεζοδρόμια, δέντρα, ραδιόφωνα, τόνοι ! την πόλη σηκώνοντας
στόν Ούρανο πού υπάρχει παντού τριγύρω μας !
Οράματα ! οιωνοί ! παραισθήσεις ! θαύματα ! εκστάσεις ! τά
πήρε τ’ αμερικάνικο ποτάμι !
Ονειρα ! λατρείες ! φωτοχυσίες ! θρησκείες ! ολόκληρη η μαού-
να φορτωμένη εύαίσθητο σκατό !
Ρήξεις ! πάνω άπ’ τό ποτάμι ! υστερίες καί σταυρώσεις ! κάτω
μέ τό ρέμα ! Εύφορίες ! Θεοφάνειες ! ’Απελπισίες ! Δέκα
χρόνια ζωώδεις κραυγές κι αυτοκτονίες ! Μυαλά ! Αγάπες
νέες ! Παλαβή γενιά ! κάτω στά βράχια του Χρόνου!
Αληθινό άγιο γέλιο στό ποτάμι ! Τά είδαν όλα ! τ’ άγρια μάτια !
τ’ άγια άλυχτήματα ! Είπαν αντίο ! Πήδηξαν άπ’ τή
στέγη ! στή μοναξιά! κουνώντας τα χέρια ! κρατώντας λουλούδια !
Κάτω στό ποτάμι! κάτω στό δρόμο!
III
Κάρλ Σόλομον ! Είμαι μαζί σου στο Ρόκλαντ
όπου πιο τρελός είσαι από μένα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πρέπει νά νιώθεις πολύ παράξενα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου μιμείσαι τή σκιά της μάνας μου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου σκότωσες τίς δώδεκα γραμματείς σου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου γελάς μέ τοΰτο τ’ άόρατο χιούμορ
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου είμαστε μεγάλοι συγγραφείς στήν ίδια φοβερή
γραφομηχανή
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ή κατάστασή σου είναι σοβαρή καί τή λέν στό
ραδιόφωνο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου οι κρανιακές λειτουργίες δ΄ρν δέχονται πιά τά σκουλήκια
τών αισθήσεων
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πίνεις τό τσάι απ’τά στήθια των γεροντοκόρων τής
Γιούτικα
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου λογοπαικτείς πάνω στά σώματα τών νοσοκόμων σου
τίς στρίγκλες τού Μπρόνξ
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ούρλιάζεις μές στό ζουρλομανδύα πώς χάνεις τό παιχνίδι
στό πραγματικό πίνγκ πόνγκ τής αβύσσου
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου βροντάς στο κατατονικό πιάνο πώς ή ψυχή είναι αθώα
καί άθάνατη ποτέ δέν πρέπει νά πεθαίνει βάναυσα σ’ ένα
στρατοκρατούμενο τρελάδικο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου πενήντα άκόμη σόκ κι ή ψυχή σου δέν θά ξαναγυρίσει
στό σώμα της απ’τό προσκύνημά της σ’ένα σταυρό στό
κενό
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου κατηγορείς τούς γιατρούς σου για φρενοβλάβεια καί
καταστρώνεις τήν εβραϊκή σοσιαλιστική επανάσταση ενάντια
στόν φασιστικό εθνικό γολγοθά
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου θά σχίσεις στά δυό τόν ουρανό τής Λόνγκ Άιλαντ καί
θ’αναστήσεις τόν ζωντανό σου ανθρώπινο Ιησού απ’τόν
υπερανθρώπινο τάφο
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου υπάρχουν είκοσιπέντε χιλιάδες τρελοί σύντροφοι όλοι
μαζί τραγουδώντας τίς τελευταίες στροφές τής Διεθνούς
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου σφιχταγκαλιάζουμε καί φιλούμε κάτω απ’ τά σεντόνια
τίς Ηνωμένες Πολιτείες τίς Ηνωμένες Πολιτείες πού βήχουν
όλη νύχτα καί δέν θά μάς αφήσουνε να κοιμηθούμε
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
όπου ξυπνάμε από τό κώμα ηλεκτρισμένοι απ’ τά αεροπλάνα
τών ψυχών μας πού σουρίζουν πάνω άπ’ τή στέγη ήρθαν
νά ρίξουν τίς αγγελικές τους μπόμπες τό νοσοκομείο
καταυγάζεται στό φώς φανταστικοί τοίχοι γκρεμίζονται Ώ
κοκαλιάρες λεγεώνες ορμάτε έξω Ώ αστερόεσσα καταπλη-
ξία τού ελέους ό αιώνιος πόλεμος είναι εδώ Ώ νίκη ξέχασε
τά εσώρουχά σου είμαστε ελεύθεροι
Είμαι μαζί σου στό Ρόκλαντ
στά ονειρά μου περπατάς στάζοντας από θαλάσσιο ταξίδι
πέρα για πέρα στήν εθνική οδό πού ζώνει τήν ’Αμερική μέ
δάκρυα ώς τήν πόρτα τού σπιτιού μου στή Δυτική νύχτα
Σάν Φρανσίσκο, 1955-56
(Μετάφραση: Άρης Μπερλής)
* Ο Κάρλ Σόλομον, στον οποίο απευθύνεται το Ουρλιαχτό, ήταν ενορατικός ντανταϊστής από το Μπρόνξ και πεζοποιητής. Γνωρίστηκαν όταν ο φοιτητής Γκίνσμπεργκ εισήχθη στο Ψυχιατρικό Ίδρυμα Κολούμπια. Εκεί νοσηλευόταν ο Σόλομον, ο οποίος υποβαλλόταν σε σκληρές θεραπείες. Την πρώτη φορά που συναντήθηκαν, ο Καρλ είχε μόλις ολοκληρώσει μια θεραπεία ηλεκτροσόκ και μουρμούριζε «είμαι ο Κιρίλοφ», αναφερόμενος στους Δαιμονισμένους του Ντοστογιέφσκι. «Κι εγώ ο Μίσκιν» του είπε ο Γκίνσμπεργκ, αναφερόμενος στον πρίγκηπα από τον Ηλίθιο. Η γνωριμία αυτή τον τάραξε. Ουσιαστικά του έδωσε την πρώτη σπίθα της έμπνευσης για να γράψει έξι χρόνια αργότερα το Ουρλιαχτό. Αρκετές από τις φράσεις του ποιήματος είναι λόγια που παραληρηματικά κραύγαζε ο Σόλομον μετά τις θεραπείες του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου