Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Δημήτρης Σπύρου - Εκτός Θέματος



Το παρακάτω διήγημα είναι παρμένο από το λογοτεχνικό περιοδικό "Πολιτιστική":



Η πρώτη έκθεση, της κάθε σχολικής χρονιάς, είχε για θέμα τις εντυπώσεις μας από το καλοκαίρι. 
   Ξέραμε πως εκείνο που γοήτευε τα κορίτσια, ήταν τα ταξίδια σε όμορφα μακρινά μέρη. 
   Θεωρούσαμε πως μας δινόταν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία, να προξενήσουμε το ενδιαφέρον στο κορίτσι που- εν αγνοία του- αγαπούσαμε. 
   Ίσως να εντυπωσιαζόταν τόσο που να μας έλεγε: "Εσύ μάλιστα. Πέρασες πολύ όμορφα!". Και εμείς να τολμούσαμε: "Σε είχα συνέχεια στο μυαλό μου". 
   Προετοιμάζαμε το διάλογο που θ'ακολουθούσε, μ'όλες τις πιθανές παραλλαγές του. 
   Την περσινή χρονιά, είχα περιγράψει ένα ανύπαρκτο ταξίδι μου, σ'ένα νησάκι που επέλεξα τυχαία απ'το χάρτη. Σκηνές νησιώτικης ζωής είχα ήδη ξεσηκώσει την προηγούμενη, από ένα αστυνομικό μυθιστόρημα. Τι να'κανα; Ποτέ δεν είχα πάει σε νησί ή για την ακρίβεια, ουδέποτε είχα ταξιδεύσει εκτός των ορίων της επαρχίας Ολυμπίας. 
   Η φιλόλογος όμως ήταν ξύπνια. - Πιθανό να'χε διαβάσει και το αστυνομικό... - 
   "Η περιγραφή σου, μου είπε, δεν ταιριάζει καθόλου με τη Φολέγανδρο. Περισσότερο μου θυμίζει Μπαχάμες...".
   Το τι ακολούθησε δε λέγεται. Ασταμάτητο γέλιο στην τάξη, μέχρι δακρύων. Ν'άνοιγε η γη να με καταπιεί. Ρεζιλεύτηκα. Το χειρότερο, όμως, ήταν η ρετσινιά που μου κολλήσανε και μ'ακολούθησε όλη τη σχολική χρονιά: "Ο κύριος απ'τις Μπαχάμες". 
   φέτος, να πάλι, μπροστά στην ίδια δοκιμασία. Το άσχημο είναι που αγαπώ πολύ την Αννούλα και ξέρω πως την έχει βάλει στο μάτι κι ο Θανάσης. 
   Ο πατέρας του δουλεύει στο δασαρχείο κι αυτό μετράει πολύ στα κορίτσια. Άσε που ο μπαγάσας το καλοκαίρι πήρε σβάρνα όλα τα νησιά του Ιονίου κι αυτό του'δωσε τόσους πόντους, που μάλλον είμαι χαμένος από χέρι. 
   Θυμήθηκα την καζούρα την περσινή κι αποφάσισα ν'αφήσω κατά μέρος τα παραμύθια. Μα τι διάβολο να γράψω; 
   "Πήγα στη ζωοπανήγυρη, στο Κουμουθέκρα και πουλήσαμε τις γουρνοπούλες" ή ότι "το Δεκαπενταύγουστο αποδώσαμε το τάμα στην Παναγιά την Μπιτζιμπαρδιώτισσα;". 
   Η ώρα περνάει. Θαρσείν χρει... Αρχίζω, κι όπου το βγάλει η άκρη. 
   <<Το καλοκαίρι μέναμε στα χωράφια. Πού να πηγαινοέρχεσαι στο χωριό πρωί- βράδυ μια ώρα δρόμο. Σκεπαζόμαστε με κάτι τρύπια σταφιδόπανα. Μέσα απ'τις τρύπες έβρισκε διόδους το φεγγάρι. 
   Μυστήρια πράγματα! Σαν μαθητής αισθάνομαι που πάει στο Κρυφό Σχολειό. Τότε μαθαίναμε την Άλφα Βήτα. Εγώ μαθαίνω να ονειροπολώ. 
   Όταν κοιμάσαι σε σταφιδόπανα και μέσα απ'τις τρύπες κοιτάζεις το φεγγάρι, νιώθεις πως η μέρα, που με την ψεύτικη λάμψη της σου απαγορεύει να ονειρεύεσαι, είναι πια εντελώς ανίσχυρη. Η νύχτα είναι η φιλενάδα των φτωχών, γιατί αφήνει το μυαλό τους να πυρπολείται μέσα στα όνειρα... 
   Εγώ που ποτέ τη μέρα δε βγήκα απ'τα σύνορα της Ολυμπίας, τις νύχτες πάω σε κάτι πολιτείες, που ανθρώπου πόδι, δεν πάτησε!
   Νύχτες ολόκληρες σουλατσάριζα στην πολιτεία του Πλάτωνος. Δεν έμοιαζε μ'αυτή που γράφει το βιβλίο. Υπήρχε όμως μέσα της το όνειρό του. 
   Ένα φεγγάρι να σε σκοτώνει με την ομορφιά του. Μα κείνο που δύσκολα μπορούσες ν'αντέξεις, ήτανε τα κορίτσια που σεργιάνιζαν πάνω στη γέφυρα. Όμορφα, σαν το ψέμα. κι ένας αέρας να σηκώνει τα φουστάνια τους στον ουρανό. Γελούσαν και πάλευαν με τα χέρια τους να τα συμμαζέψουν. 
   Η Άννα μπήκε μόνη της στις ροδακινιές. Πήγα κοντά της και είδα τα στήθη της, έτοιμα να δραπετεύσουν απ'το πουκάμισο. 
   Πώς έγινε και τόσο απλά της είπα: "Σ'αγαπώ Άννα", κάτι που χρόνια ολόκληρα δεν το'χα τολμήσει. 
   Πώς έγινε και δεν τρελάθηκα, σαν ξύπνησα και είδα γύρω μου τόση ασχήμια, αφού ξέρω πως την ομορφιά αυτής της πολιτείας την είδα σε όνειρο, γιατί την έχω φτιάξει στο μυαλό μου και ξέρω πως μπορεί να υπάρξει. Ίσως χρειαστεί να περάσουν χρόνια. 
   Ίσως να χρειάζεται μόνο η τόλμη, να επιτρέψεις στο όνειρο να ταξιδέψει σ'αυτές τις πολιτείες που πότε- πότε ορθόνωνται μέσα στο μυαλό σου. 
   Όμως ακόμη και σήμερα έχω την τόλμη να πω το ίδιο απλά, εκείνο το "Σ'αγαπώ Άννα".>>
   Μετά την ανάγνωση της έκθεσης, μέσα στην τάξη απλώθηκε σιωπή. 
   Η φιλόλογος πέταξε το καρφί της. 
   "Είσαι εκτός θέματος! Πέρυσι μας πήγες στις Μπαχάμες! Φέτος βάλθηκες να γίνεις αστροναύτης. Όλο για το φεγγάρι μας μιλούσες...".
   Πολλοί άρχισαν να γελούν.
   Οι περισσότεροι όμως, αυτή την φορά σιώπησαν. 
   Τους έψαχνα με τα μάτια μου. Σα να ρωτούσαν: "Και πώς φτιάχνεται μια τέτοια πολιτεία;"
   Στο τέλος συνάντησα το βλέμμα της Άννας: "Και γω σ'αγαπάω μωρέ", μου ψιθύρισε...  
  


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου