Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 4 Μαρτίου 2013

Αφιέρωμα (Γ' Μέρος): Λέξεις απ'τα βαπόρια








Το τρίτο και τελευταίο μέρος του αφιερώματος, το αναφέρουμε στον Χέρμαν Μέλβιλ. 

Ξεκίνησε για τα γράμματα, αλλά γρήγορα η χρεωκοπία του επιχειρηματία πατέρα του, τον ανάγκασε να ασκήσει διάφορα επαγγέλματα και να εγκαταλείψει το σχολείο. Έφηβος ακόμα μπάρκαρε σε ένα εμπορικό καράβι και δούλεψε ως καμαρότος. Ο συγγραφέας του Μόμπι Ντικ ήταν σχολείο- καράβια- σχολείο και έπειτα πάλι καράβια... η εξερεύνηση ήταν στο μεδούλι του, η περιπέτεια επίσης. Δεν ήταν κάτι διαφορετικό από αυτά που μπορείς να διαβάσεις στα βιβλία του. Η πηγή έμπνευσής του ήταν οι εμπειρίες του. Στις σελίδες του: η μαύρη ανοιχτή θάλασσα, τα φαλαινοθηρικά, ο διάχυτος κίνδυνος του αγνώστου. Είναι από τους συγγραφείς που γνώρισαν αμέσως επιτυχία, έπειτα από τις πρώτες τους λογοτεχνικές απόπειρες. Τα θέματα στα βιβλία του λίγο- πολύ κοινά: η θάλασσα, το άγνωστο, ιθαγενείς κτλ. Πέρα από τον "Μόμπι Ντικ", "Μαρτλεμπυ, ο γραφιάς", διάφορα διηγήματα, αλλά και ποιήματα (έγραψε ένα ποίημα για τους Αγίους Τόπους που είχε επισκεφθεί, 16.000 στίχων...), έγραψε και τον Χαφιέ- ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα το τελευταίο του εκδομένο εν ζωή. Πλήρως αυτοβιογραφικό και κατά πολλούς πλήρως ανήθικο ταυτόχρονα. Το βιβλίο "Μόμπι Ντικ" είναι μια σύγχρονη καλογραμμένη τραγωδία, που προβάλλει με δεξιοτεχνία την αιώνια μάχη του ανθρώπου με τη Φύση, μέσα από τα πρόσωπα του σαλεμένου κυβερνήτη του πλοίου Αχαάβ και της μεγάλης επικίνδυνης φάλαινας, Μόμπι Ντικ. Το συγγεκριμένο βιβλίο, έμελλε να θαφτεί κάτω από τα εξίσου μεγάλα αριστουργήματα, το "Άλικο γράμμα" και την "Καλύβα του Μπαρμπα-Θωμά", που είχαν εκδοθεί παράλληλα με τον βιβλίο του Μέλβιλ. Μόνο έπειτα από μερικά χρόνια ανακαλύφθηκε από τους Μοντερνιστές και αναγνωρίστηκε για την σπουδαιότητά του. Ο Μέλβιλ ενώ ήταν ένας από τους λίγους Αμερικανούς λογοτέχνες που πρόλαβε την αναγνώριση και κάποια μικρή απήχηση, ωστόσο στο τέλος της ζωής του πέθανε ξεχασμένος και φτωχός στη Νέα Υόρκη. Τα βιβλία του και οι περιπέτειές του είχαν ξεχαστεί και στο σπίτι του βρέθηκαν αρκετά ανολοκλήρωτα έργα. κατόπιν, στα 1920 έπειτα από την έκδοση της βιογραφίας του, το ενδιαφέρον για τον θαλασσομάχο αναζοπυρώθηκε. Πλέον θεωρείται ένας από τους σπουδαίοτερους Αμερικανούς συγγραφείς. Ο ίδιος είχε γράψει: «Ο Θεός να με φυλάει να μην ολοκληρώσω ποτέ τίποτα. Ολόκληρο αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά ένα προσχέδιο ­ τι λέω, το προσχέδιο ενός προσχεδίου». 


Αποσπάσματα από το έργο "Μόμπι Ντικ":

"Οι μεγάλες κλεισιάδες του κόσμου των θαυμάτων άνοιξαν και, μες στις τρελές φαντασιώσεις που με παράσυραν στο σκοπό μου, δυο-δυο έπλεαν στα κατάβαθα της ψυχής μου, ατέλειωτες πομπές της φάλαινας και,καταμεσής ολωνών τους,ένα επιβλητικό κουκουλωμένο φάντασμα, σα λόφος από χιόνι στον αέρα."



"Δες τη νησιώτικη πόλη σου, την πόλη των Μανχατιανών, που 'ναι ζωσμένη ολόγυρα με αποβάθρες, όπως τα νησάκια των Ινδιάνων με ύφαλους κοραλένιους -το εμπόριο την κυκλώνει με τον αφρό της κυματωγής του. Δεξιά κι αριστερά, οι δρόμοι σε βγάζουν στο νερό...
Κάνε το γύρο της πόλης ένα ονειρικό κυριακάτικο απόγεμα. Πήγαινε από το Κόρλιρ-Χουκ στο Σέντις-Σλιπ κι από κει, περνώντας τη Χουάιτχολ, βόρεια. Τι βλέπεις; Στυλωμένοι σα σιωπηλοί φρουροί ολόγυρα στην πόλη, στέκουν χιλιάδες άνθρωποι θνητοί, δοσμένοι σε ωκεάνειους ρεμβασμούς. Άλλοι ακουμπώντας στους πασσάλους, άλλοι καθισμένοι στα κεφαλόσκαλα, άλλοι κοιτάζοντας τα παραπέτα των πλοίων από την Κίνα, άλλοι ανεβασμένοι ψηλά στα ξάρτια, σα να προσπαθούν να έχουν μιαν ακόμα καλύτερη θέα της θάλασσας. Αυτοί όμως είναι όλοι στεριανοί, τις καθημερινές είναι κλεισμένοι σε σουβάδες, δέσμιοι σε τεζάκια, καθηλωμένοι σε πάγκους, καρφωμένοι σε γραφεία. Τι συμβαίνει λοιπόν; Χάθηκαν τα πράσινα λιβάδια; Τι γυρεύουν εδώ;"



"Άκου άλλη μια φορά τότε -- πάλι χρειάζεται να εμβαθύνεις λίγο. Όλα τα ορατά αντικείμενα, άνθρωπέ μου, δε μοιάζουν παρά σα χάρτινες μάσκες. Σε ό,τι συμβαίνει γύρω μας όμως --στη ζωντανή πραγματικότητα, στο αναμφισβήτητο γεγονός--, κάτι εκεί-μέσα που δε γνωρίζουμε, προικισμένο ωστόσο με στοχασμό, προβάλλει τα χαρακτηριστικά του χυτά πίσω από την άλογη μάσκα, σα σε καλούπι. Αν ο άνθρωπος θελήσει να ακολουθήσει το δρόμο του, μέσα από αυτή τη μάσκα θα περάσει. Πώς μπορεί ο φυλακισμένος να 'βγει έξω, αν δεν τρυπήσει τον τοίχο; Για μένα, η άσπρη φάλαινα είναι αυτός ο τοίχος, μετακινημένος δίπλα μου. Μερικές φορές νομίζω πως δεν υπάρχει τίποτα παραπέρα. Κι αυτό όμως φτάνει. Αυτή η φάλαινα είναι που με δοκιμάζει' αυτή με γεμίζει' βλέπω μέσα της μια φρικαλέα, υπερβολική δύναμη, γεμάτη από μιαν ακατανόητη κακία [...]".



"Πολλά είπαμε' παρόλα αυτά, για το μεγαλύτερο, το σκοτεινότερο, το βαθύτερο μέρος του Αχαάβ, δεν καταφέραμε να πούμε το παραμικρό. Από την άλλη μεριά πάλι, είναι μάταιο να εκλαϊκεύουμε πράγματα βαθιά, όταν μάλιστα όλη η αλήθεια είναι βαθιά. Ας περιπλανηθούμε λοιπόν σε μαιάνδρους που βρίσκονται βαθιά, κάτω ακριβώς από την καρδιά αυτού του Οτέλ ντε-Κλινί με τους γοτθικούς οβελίσκους όπου βρισκόμαστε και τριγυρνάμε τώρα -- όσο εντυπωσιακό, όσο αξιοθαύμαστο κι αν είναι, πρέπει εσείς, οι πιο ευγενικές και λυπημένες ψυχές, να το αφήσετε πια' πρέπει να ξεκινήσετε για κείνες τις αχανείς ρωμαϊκές αίθουσες, τις Θέρμες' σ' αυτές τις αίθουσες, που βρίσκονται πολύ βαθιά, κάτω ακριβώς από τους αλλόκοτους πύργους που βλέπουμε στον εξωτερικό κόσμο του ανθρώπου, εδρεύει, με τη μεγαλοπρέπεια εκείνη που δίνουν τα γένια, η επιβλητική του ρίζα, ολόκληρη η φοβερή ουσία του' εδρεύει ένα αρχαίο ον, θαμμένο κάτω από αρχαιότητες, που έχει για θρόνο του κορμούς από αγάλματα σπασμένα!"




~ ~ ~ ~ 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου