Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

Ωδή στον αναρχικό ποιητή Μικέλη Άλβιχο






«Ο ποιητής είνε ο δυστυχέστερος κ’ εν ταυτώ ο ευτυχέστερος. Διά της φαντασίας του αισθάνεται το καλόν και το κακόν πριν έλθη. Ο ποιητής είνε εκείνο που παράγει διότι ενεργεί υπό το κράτος των αισθήσεων. Οι άλλοι των ανθρώπων την έννοιαν μένουν ψυχροί»



Μ. ΑΒΛΙΧΟΣ




Γεννήθηκε στο Ληξούρι στα 1844. Οι γονείς του, Γεώργιος και Ειρήνη το γένος Κουρούκλη, τούδωσαν πολύ καλή ανατροφή. Κατά τη παιδική του ηλικία εφοίτησε στο Πετρίτσειο Γυμνάσιο Ληξουρίου (Λύκειο όπως τώλεγαν τότε) χωρίς να πάρη δίπλωμα. Σ’ αυτήν την ηλικία άρεσε στον Άβλιχο πολύ ν’ ασχολήται στα εκκλησιαστικά. Ήταν φιλακόλουθος και εσύχναζε στις εκκλησίες. Ήταν ο αχώριστος φίλος των ιερέων της εποχής.




Στη Βέρνη της Ελβετίας, που πήγε να παρακολουθήση ευρύτερες σπουδές, ο Ρώσσος αναρχικός Μπακούνιν, που ήταν τότε εξόριστος, τον έκανε μαθητή του. Οι αναρχικές ιδέες του Ρώσσου αναρχικού επέδρασαν πολύ στον χαρακτήρα του νεαρού τότε ποιητή. Την εικόνα του Μπακούνιν είχε μέχρι του θανάτου του επάνω απ’ το γραφείο του.


Ο Άβλιχος, με την υλική συνδρομή του πατέρα του, γύρισε πολλά μέρη της Ευρώπης, τη Βέρνη, Ζυρίχη, Παρίσι, Τουρίνο, Φλωρεντία, Μιλάνο κ.ά. Ήταν γλωσσομαθής, γιατί ήξευρε να μιλάη 4 γλώσσες, την Ιταλική, Γαλλική, Γερμανική και την Ισπανική, που την έμαθε αργότερα από το Ληξουριώτη φίλο του Αγαμέμνονα Λοβέρδο, έμπορο στη Βαρκελώνα. Μελετούσε σ’ όλη του τη ζωή τον Ηλία Μηνιάτη και τον Δάντη. Απ’ όλους τους τόπους που επισκέφθη ο Άβλιχος θαύμαζε την Ιταλία και απ’ όλους τους ανθρώπους που γνώρισε, τον Γεωργαντάρα, Ιακωβάτο, τον Αλμπάνα Μηνιάτη κ’ έναν καθολικό ιεροκύρηκα Scotti, που τον άκουσε πολλές φορές να κηρύττη το λόγο του Θεού από τον άμβωνα της εκκλησίας. Η διαμονή του στην Ευρώπη δεν συνετέλεσε εις τίποτε άλλο παρά να περιπέση στη δυσμένεια του πατέρα του, που απ’ αυτόν περίμενε ν’ ανορθώση τα οικονομικά τους. ο ποιητής είχε καταστρέψει όλη σχεδόν τη περιουσία των κατά τη διαμονή του στην Ευρώπη, όπου έμαθε «να κάνη τραγουδάκια» κατά τη φράσι του πατέρα του.


Ο Άβλιχος έπειτα εστάλη από τον πατέρα του στην Αθήνα για να εγγραφή στο Πανεπιστήμιο. Αλλ’ εκεί όταν πήγε χωρίς κανένα απολυτήριο ουδεμίας σχολής, δεν μπορούσε να εγγραφή, αλλ’ ούτε και ήθελε καθώς έγραφεν απ’ εκεί στον πατέρα του· γι’ αυτό τον έστειλε πάλι στην Ευρώπη.


Όταν γύρισε από την Εσπερία ο αναρχικός ποιητής, έμενε στην οικία του πατέρα του, στ’ Αργοστόλι, αλλά βρισκότανε καθημερινώς σε διάσταση με αυτόν και με τον αδελφό του Γεώργιο Άβλιχο που ήταν ζωγράφος. Γι’ αυτό ο ανήσυχος Άβλιχος έπειτ’ από λίγα χρόνια εμόνασε στο σπίτι των που ήταν στο Ληξούρι, όπου έμενε 13 χρόνια, με μόνο αχώριστο σύντροφο μεσ’ στην ερημιά του, τον Μικέλη Φερεντίνο «το Μικέλη του Μικελάκη» (ο μακαρίτης ο Ταγκόπουλος έδωσε την ονομασία αυτή στο Μικέλη Φερεντίνο για την απεριόριστο φιλία που είχε ο τελευταίος με τον ποιητή).


Ο Άβλιχος που έβλεπε τη μεγάλη κοινωνική εξαχρείωσι και την πραγματική αναρχία γύρω του, έγινε αναρχικός. Έβλεπε με το μάτι του ποιητή και φιλοσόφου τα ηθικά ελαττώματα της τότε κοινωνίας κι’ έγινε καυστικός σατυρικός ποιητής. Είχε όμως μεγάλη και ευγενική καρδιά, δεν αγάπαγε το ψέμμα, την αδικία και την υποκρισία. Αν και βρισκότανε σε μεγάλη οικονομική στενοχώρια ποτέ δε μεταχειρίστηκε την αδικία για να βελτιώση τη θέσι του. Η αδράνεια των εντέρων που έπασχε ο ποιητής επί πολλά χρόνια, και ο καρκίνος του λάρυγκος, που παρουσιάστηκε αργότερα έφεραν τον Άβλιχο στον τάφο. «Τα ψυχρά τείχη» του Νοσοκομείου Αργοστολίου, όπως το αποκαλούσε ο ίδιος, δέχτηκαν τη τελευταία πνοή του στις 30 Νοεμβρίου 1917. Οι θαυμασταί του τον έφεραν στο Ληξούρι σκεπασμένο με δάφνας και τον έθαψαν εις το νεκροταφείο της πόλεως.


Το ποιητικό έργο το Άβλιχου



Τα ποιήματα του Άβλιχου είνε ακόμα ανέκδοτα. Βρίσκονται σκορπισμένα ’δω και κεί. Γι’ αυτά ο αείμνηστος Γαβριηλίδης, διευθυντής της «Ακροπόλεως» έλεγε: «εάν μίαν ημέρα ιδούν το φως τα ποιήματα του Άβλιχου, ένας πλανήτης πρώτου μεγέθους θ’ αναλάμψη στον Ιονικόν ορίζοντα».


Ο ίδιος ο Γαβριηλίδης τον είχε ονομάσει «Αρχίλοχον» και «λαξευτήν του στίχου».


Ο μακαρίτης ο Ψυχάρης, όταν κάποτε κατέβηκε στην Ελλάδα, απεσταλμένος από τη Γαλλική Κυβέρνησι το 1912 για γλωσσολογικές μελέτες, πέρασε και από το Ληξούρι. Ήλθε στο σπίτι του Άβλιχου, συνοδευόμενος από το «Μικέλη του Μικελάκη» και από το λαογράφο Σπ. Παγώνη δημοδιδάσκαλο. Έτυχε τότε να λείπη ο Άβλιχος στην Αθήνα, για να θεραπευθή από την αδράνεια των εντέρων που έπασχε. Ο Ψυχάρης τότε έγραψε επάνω στην πόρτα της οικίας του ποιητή διά μελάνης: «Με θαυμασμό και αγάπη Γ. Ψυχάρης» (και όχι όπως εγράφη «τω Μικελάκη χαίρειν!» γιατί ποτέ δεν μπορούσε να μεταχειρισθή τέτοια φράσι ο Ψυχάρης). Εις ένα γράμμα του Ψυχάρη προς τον Άβλιχο, που βρέθηκε μεσ’ τα «παληόχαρτά του» ήταν γραμμένη η φράσις: «Αγαπητέ μου ποιητή, είσαι ποιητής και έχεις το δικαίωμα να είσαι ποιητής».




ΕΙΣ ΔΙΚΑΣΤΑΣ 


Ω σεις, που θέσιν έχετε υψηλή,

που κρίνετε του κόσμου τ' αδικήματα,

που νεύετε κι ανοίγει η φυλακή
ελεύθεροι να κάνετε ατοπήματα,

που τη ζωή το χέρι σας κρατεί
κάθε πολίτη την τιμή, τα χτήματα,
ακούσετε της Μούσας τη φωνή
που δε φοβάται φυλακή, προστίματα:

Το ζύγι της η Θέμις δε σας δίνει,
σαν άχυρο το δίκιο να ζυγίζετε
για να 'χετε καιρό για το σεργιάνι.

Κι αν δε διψάτε για δικαιοσύνη
την πλάστιγγα κάνετε τηγάνι,
που μέσα εκεί τον κόσμο να τηγανίζετε.






ΕΡΩΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ 


Η χθεσινή μαζί σου τσακωμάρα

μ’ έκαμε τη ζωή να βαρεθώ

και μού’ ρθε και στο νου να σκοτωθώ,
χωρίς ν’ ακούσω στην καρδιά τρομάρα.
Κι είπα· στον τάφο δεν είναι λαχτάρα!

και μέσα στην πολλή μου σαστισμάρα

επήρα το ξουράφι να σφαώ
και τό’ χα να το χώσω στο λαιμό,

για να τελειώσει κάθε φαωμάρα

μα δεν ηξαίρω πώς και τι και ποιό
κι’ αντίς να κάμω τέτια αντραγαθία
εβάρτηκα με μιάς να ξουριστώ…
Κι εκόπασε και τούτη η τρικυμία
κι’ αντίς να μ’ αγροικήσεις σκοτωμένονε
θάρτω να με φιλήσεις ξουρισμένονε !




Η ΠΡΩΤΗ ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ ΤΟ ΒΡΑΔΥ ΜΕ ΤΗΝ ΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΜΑΣ 1912* 

Φωτοπεριχυμένη η εκκλησιά, 

μέσα με φόβο του θεού γυρεύουνε. 

Νίκας κατά βαρβάρων να μας δώσει. 
Κι απ’ όξου κάτι βρώμικα σκυλιά 
Σκουρδουμπελοκοπώντας σκαρδακεύουνε 
χωρίς Πατρίδα και Θεό και Γνώση! 
-Πέστε μου τώρα άνθρωποι λογικοί,
μέσα ή απ' όξου είναι η λογική; 
-Και ενώ από μέσα αντηχάει το Αμήν 
των σκύλων είναι το Ειρήνη Υμίν
Κι από την αναρχία έχετε τρόμο, 
Μη μοιάσουμε τα ζώα χωρίς το νόμο;


*Το βράδυ της κήρυξης του πολέμου το 1912 διαβάστηκε στη Μητρόπολη του Ληξουριού η ευχή της Ιεράς Συνόδου κατά των εχθρών της Ελλάδος. Ο Άβλιχος, που ο πόλεμος του προξενούσε υπέρτατη πίκρα, έγραψε το ποίημα αυτό.



Ο ΦΙΛΑΡΓΥΡΟΣ 

Σαν το Χριστό κ' ή φύσις αναστημένη 

στοργή και ζέση ολόγυρα σκορπάει 

είναι του πάγου η πλάκα κυλισμένη 
κι' από χαρά πάσα πνοή σκιρτάει. 

Κι αγάλλεται όλη η πλάση ερωτευμένη 
και την ανάσταση της τραγουδάει! 
Κ’ ευωδιάζει η πασχαλιά ανθισμένη 
κι ολούθε αγάπης φίλημα αντηχάει 

Μόνον Ιούδα, εσύ, τ' αργύριά σου 
μετράς- και δεν ευρίσκεις τη χαρά 
μήτε σ' αυτά, και γι' άλλα διψασμένος 

Ρίψ' τα λοιπόν και πήγαινε...κρεμάσου... 
θα σε δεχτεί κουνώντας την ουρά 
ο Μαμωνάς στον Άδη ενθουσιασμένος!




CONDENSED ACTUALITY - ΚΡΑΥΓΗ ΠΕΡΙ ΔΙΚΑΙΟΥ 

Αφού κατά βαρβάρων Γερμανών
δεν θέλησε η Ελλάς να πολεμήσει
δίκαιον βρίσκω τον αποκλεισμόν
και δίκαιον από πείνα να ψοφήσει.

Μα το φτωχό το ζώο να πεθαίνει
της πείνας για δική μας μοχθηρία!
Σκεφτείτε το, Λαοί πολιτισμένοι…
Σ’ αυτό, φοβούμαι, γίνεται αδικία.

Σεις έχετε εταιρείες για τα ζώα…
Ερεύξομαι προς ταύτας μετά θάρρους:
Ερρέτω ο πταίστης! σώσατε τ’ αθώα
τ’ άλογα, τα μουλάρια, τους γαϊδάρους…

Δίκαιον όμως ο οίκτος ν’ απλωθεί
κι εις τους εκ του ποιμνίου του Μεσσία,
κι αθώους κι αυτούς δικαίως να τους δεχθεί
στην Κιβωτό της μέσα η σωτηρία.



Ο ΜΟΧΘΗΡΟΣ ΨΕΥΤΟΦΙΛΟΠΑΤΡΙΣ

Το πρόσωπό του εκείνο το γιωμένο 

που της καρδιάς του δείχνει τη σκουριά 

το γέλιο το κρυφό και λυσσιασμένο 
που η δυστηχία των άλλων τού γεννά.

Το φθονερό του μάτι το σβησμένο 
που δείχνει βουλιμιά για συμφορά 
μας εξηγούν γιατ' είναι διψασμένο 
τ’ αχείλι του και πόλεμο ζητά.

Διψάει να ιδεί στα μαύρα φορεμένους 
πατέρες και μαννάδες που μισεί, 
να τους ιδεί στα δάκρυα τους πνιγμένους:


Θάναι δροσιά στην έρμη του ψυχή. 

Για τούτο υπέρ Πατρίδος σκούζει, κράζει 
Όρνιο, που για κουφάρια αναστενάζει!





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου