Η νουβέλα αυτή βλέπει για πρώτη φορά το φως της δημοσιότητας σε μια έκδοση των έργων του Τολστόι που κυκλοφόρησε στη Μόσχα το 1886.
Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε να γράφεται, γίνεται ωστόσο αναφορά σε αυτήν, σε επιστολή της Σόνιας Τολστάγια στις 4 Δεκεμβρίου 1884.
Ο Τολστόι συνέχισε να δουλεύει το κείμενο ακόμα και στο στάδιο της διόρθωσης των τυπογραφικών δοκιμίων, το 1886. κάποια επεισόδια συντομεύτηκαν, αλλά η έκταση του αυξήθηκε σημαντικά. Κατά τη διόρθωση προστέθηκε και το δέκατο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχρόνων του αλλά και του ίδιου του συγγραφέα, στη νουβέλα αυτή αντανακλάται η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς Μετσνικωφ, εισαγγελέα του περιφερειακού δικαστηρίουτης Τούλα, ο οποίος πέθανε στις 2 Ιουνίου 1881 μετά από βαριά ασθένεια. Ο Τολστόι, που γνώριζε προσωπικά τον Μετσνικωφ, τον εκτιμούσε βαθύτατα. Τις τελευταίες σκέψεις του προτού πεθάνει, τις συζητήσεις για τη ματαιότητα της ζωής του, σύμφωνα με τα λεγόμενα της χήρας του , τις μετέφερε στο συγγραφέα μία κοινή γνωστή τους, η Τ.Α Κουζμίνσκαγια.
Στο έργο του Μελέτες αισιοδοξίας, ο περίφημος Ρώσος επιστήμονας Ιλία Ιλίτς Μετσνικωφ γράφει: Ήμουν παρών κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του μεγαλύτερου αδερφού μου (λεγόταν Ιβάν Ιλίτς και ο θάνατος του αποτέλεσε την υπόθεση του περίγηφου διηγήματος του Τολστόι "ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς"). Ο σαρανταπεντάχρονος αδελφός μου, προαισθανόμενος ότι πλησίαζε το τέλος του εξαιτίας μιας μόλυνσης, διατηρούσε την πλήρη διαύγεια του σπουδαίου του πνεύματος. Όσο καθόμουν πλάι στο προσκέφαλο του, μου ανακοίνωσε τις σκέψεις του οι οποίες διακατέχονταν από ύψιστο θετικισμό. Η ιδέα του θανάτου για πολύ καιρό τον τρομοκρατούσε. "Καθώς όμως όλοι μας πρέπει να πεθάνουμε", κατέληξε, "συμβιβάστηκα, λέγοντας στον εαυτό μου ότι στην ουσία, μεταξύ του θανάτου στα σαράντα πέντε ή αργότερα, υπάρχει απλώς μια ποσοτική διαφορά".
Το κείμενο είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την αστική κοινωνία των τελών του 19ου αιώνα, με το συμφέρον, την ματαιοδοξία, το κοινωνικό ψέμα, με το γάμο και τις συμβάσεις του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου. Οι δε σχέσεις του Ιβάν Ιλίτς με τη σύζυγό του, η υποκρισία και η αδιαφορία της τελευταίας, που τόσο ανάγλυφα περιγράφει ο συγγραφέας, προαναγγέλλουν το κατηγορητήριο της Σονάτας του Κρόιτσερ και αντανακλούν τη μνησικακία και τα παράπονα του Τολστόι για τη δική του γυναίκα. Τα μόνα πρόσωπα που δεν ψεύδονται μπροστά στο θάνατο είναι ο νεαρός γιος του ήρωα και ο καλοκάγαθος μουζίκος που τον φροντίζει, δυο πλάσματα απλά, που πονούν, δυο πλάσματα που με την ειλικρίνειά τους αμβλύνουν την αγωνία του αρρώστου.
Ο θάνατος έρχεται και είναι το σοκ που ελευθερώνει τον Ιβαν Ιλίτς από μια ζωή σημαδεμένη από έναν χειρότερο θάνατο: το θάνατο της ψυχής. Το τέλος, οδυνηρό και αμείλικτο, βοηθά τον ήρωα να δει καθαρά την ύπαρξή του και το νόημα της ζωής. Ο τρόμος χάνεται και τον κυριεύει γαλήνη, χαρά. Η παραίτηση του δεν είναι αδυναμία, είναι φως, εξαγνισμός, αποκάλυψη.
Παρά την ένταση του και τον ενίοτε σκληρό ρεαλισμό του, το κείμενο δε βαραίνει τον αναγνώστη, αντιθέτως τον λυτρώνει. Σήμερα, 120 χρόνια μετά, ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς παραμένει η σημαντικότερη και πιο φημισμένη περιγραφή της επιθανάτιας αγωνίας στην παγκόσμια λογοτεχνία.
από εκδόσεις Ροές
Δεν είναι γνωστό πότε άρχισε να γράφεται, γίνεται ωστόσο αναφορά σε αυτήν, σε επιστολή της Σόνιας Τολστάγια στις 4 Δεκεμβρίου 1884.
Ο Τολστόι συνέχισε να δουλεύει το κείμενο ακόμα και στο στάδιο της διόρθωσης των τυπογραφικών δοκιμίων, το 1886. κάποια επεισόδια συντομεύτηκαν, αλλά η έκταση του αυξήθηκε σημαντικά. Κατά τη διόρθωση προστέθηκε και το δέκατο κεφάλαιο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες των συγχρόνων του αλλά και του ίδιου του συγγραφέα, στη νουβέλα αυτή αντανακλάται η ιστορία της ζωής του Ιβάν Ιλίτς Μετσνικωφ, εισαγγελέα του περιφερειακού δικαστηρίουτης Τούλα, ο οποίος πέθανε στις 2 Ιουνίου 1881 μετά από βαριά ασθένεια. Ο Τολστόι, που γνώριζε προσωπικά τον Μετσνικωφ, τον εκτιμούσε βαθύτατα. Τις τελευταίες σκέψεις του προτού πεθάνει, τις συζητήσεις για τη ματαιότητα της ζωής του, σύμφωνα με τα λεγόμενα της χήρας του , τις μετέφερε στο συγγραφέα μία κοινή γνωστή τους, η Τ.Α Κουζμίνσκαγια.
Στο έργο του Μελέτες αισιοδοξίας, ο περίφημος Ρώσος επιστήμονας Ιλία Ιλίτς Μετσνικωφ γράφει: Ήμουν παρών κατά τις τελευταίες στιγμές της ζωής του μεγαλύτερου αδερφού μου (λεγόταν Ιβάν Ιλίτς και ο θάνατος του αποτέλεσε την υπόθεση του περίγηφου διηγήματος του Τολστόι "ο Θάνατος του Ιβάν Ιλίτς"). Ο σαρανταπεντάχρονος αδελφός μου, προαισθανόμενος ότι πλησίαζε το τέλος του εξαιτίας μιας μόλυνσης, διατηρούσε την πλήρη διαύγεια του σπουδαίου του πνεύματος. Όσο καθόμουν πλάι στο προσκέφαλο του, μου ανακοίνωσε τις σκέψεις του οι οποίες διακατέχονταν από ύψιστο θετικισμό. Η ιδέα του θανάτου για πολύ καιρό τον τρομοκρατούσε. "Καθώς όμως όλοι μας πρέπει να πεθάνουμε", κατέληξε, "συμβιβάστηκα, λέγοντας στον εαυτό μου ότι στην ουσία, μεταξύ του θανάτου στα σαράντα πέντε ή αργότερα, υπάρχει απλώς μια ποσοτική διαφορά".
Το κείμενο είναι ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών με την αστική κοινωνία των τελών του 19ου αιώνα, με το συμφέρον, την ματαιοδοξία, το κοινωνικό ψέμα, με το γάμο και τις συμβάσεις του επαγγελματικού και του οικογενειακού βίου. Οι δε σχέσεις του Ιβάν Ιλίτς με τη σύζυγό του, η υποκρισία και η αδιαφορία της τελευταίας, που τόσο ανάγλυφα περιγράφει ο συγγραφέας, προαναγγέλλουν το κατηγορητήριο της Σονάτας του Κρόιτσερ και αντανακλούν τη μνησικακία και τα παράπονα του Τολστόι για τη δική του γυναίκα. Τα μόνα πρόσωπα που δεν ψεύδονται μπροστά στο θάνατο είναι ο νεαρός γιος του ήρωα και ο καλοκάγαθος μουζίκος που τον φροντίζει, δυο πλάσματα απλά, που πονούν, δυο πλάσματα που με την ειλικρίνειά τους αμβλύνουν την αγωνία του αρρώστου.
Ο θάνατος έρχεται και είναι το σοκ που ελευθερώνει τον Ιβαν Ιλίτς από μια ζωή σημαδεμένη από έναν χειρότερο θάνατο: το θάνατο της ψυχής. Το τέλος, οδυνηρό και αμείλικτο, βοηθά τον ήρωα να δει καθαρά την ύπαρξή του και το νόημα της ζωής. Ο τρόμος χάνεται και τον κυριεύει γαλήνη, χαρά. Η παραίτηση του δεν είναι αδυναμία, είναι φως, εξαγνισμός, αποκάλυψη.
Παρά την ένταση του και τον ενίοτε σκληρό ρεαλισμό του, το κείμενο δε βαραίνει τον αναγνώστη, αντιθέτως τον λυτρώνει. Σήμερα, 120 χρόνια μετά, ο θάνατος του Ιβάν Ιλίτς παραμένει η σημαντικότερη και πιο φημισμένη περιγραφή της επιθανάτιας αγωνίας στην παγκόσμια λογοτεχνία.
από εκδόσεις Ροές
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου