Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2013

Αφιέρωμα (Β' μέρος): Λέξεις απ'τα βαπόρια





     Ν. Χ. Καββαδίας (1910-1975).


Μαντζουρία- Κεφαλλονιά  Πειραιάς- Αθήνα, έπειτα όλος ο κόσμος. Αυτή είναι η μικρο-γεωγραφία που χαρακτηρίζει τον Ν. Καββαδία. Τα πρόσωπά του: πρόσφυγας, ασυρματιστής, ποιητής, αστρολάβος. Στον Β' ΠΠ εγκαταλείπει τις θάλασσες, παίρνει τη θέση του ανάμεσα στα βουνά. Στην αντίσταση καλείται σαν λογοτέχνης του ΕΑΜ. Μέχρι το τέλος της ζωής του οι πολιτικές του πεποιθήσεις δεν θα αλλάξουν. Κι όμως... οι στρατευμένοι στίχοι, ο αγώνας, η πάλη καλύπτονται από τρικυμίες και αλμύρα. Η ομορφιά της Μασσαλίας, της Τοκοπίλλα υπερίσχυσαν. 
Μέσα από τα ταξίδια του αποτυπώνει στο χαρτί εικόνες και εμπειρίες. Αλλόκοτες μορφές, συζητήσεις των ναυτικών μέσα από τον ασύρματο, κάστες ανθρώπων από άλλες κοινωνίες, περιθωριακούς λιμενεργάτες... Δεν αρκούν όμως οι παραγεμισμένες μέρες για να εξηγήσουν την σπουδαιότητα και την απήχηση του ποιητικού και πεζογραφικού έργου του Καββαδία. Μέσα στα ομοιοκατάληκτα στιχάκια του ζεις μαζί του το ηλιοβασίλεμα στον Πειραιά, το πούσι, τα κίτρινα φανάρια, την Ανατολή, περπατάς μαζί με τους λοστρόμους στα υγρά σοκάκια, κατεβαίνεις στις κινέζικες αγορές, ξεμακραίνεις ολοένα από τη στεριά. Επηρέασε απλούς ανθρώπους με το ναυτικό- ποιητικό του ταμπεραμέντο, μέχρι και μουσικούς συνθέτες. Ο Ν. Καββαδίας ήταν ένας από τους πιο πολυ-τραγουδισμένους ποιητές.  
Δεν αργεί όμως το εμπάργκο από τους... χορτασμένους λογοτέχνες. Τον κατηγορούν για απλοϊκότητα. Ότι αγκαλιάζει με την ποίησή του κάθε περιθωριακό υποκείμενο, η θάλασσα δε, το ναυτικό εξωραϊσμένο, υπερβολικό, ψεύτικο. Στα μάτια και στις πένες κάποιων, ο Καββαδίας παρέμεινε για πάντα ερασιτέχνης. Παρόλα αυτά ο Καββαδίας εκτιμούσε την ποίηση του Ελύτη, αγαπούσε το φίλο του Σαραντάρη, συμπαθούσε βαθύτατα τον Καραγάτση, θαύμαζε τον Καζαντζάκη, έτρωγε παρέα με τον Βάρναλη στο Κολωνάκι, αποστασιοποιήθηκε από τον "σοβαρό", διαφορετικό Σεφέρη. Ο τελευταίος δεν αμελούσε σε κάθε του συνάντηση με τον Καββαδία, να του γυρνά την πλάτη.  Μόλις δύο συλλογές ποιημάτων πρόλαβε να δει να εκδίδονται όσο ζούσε- για την τρίτη (Τραβέρσο) ήταν πια αργά: τον Φλεβάρη του 1975 πέθανε στην κλινική Άγιοι Απόστολοι από εγκεφαλικό επεισόδιο. Το μοναδικό άτομο που είχε δίπλα του, ήταν η αδερφή του. Το Τραβέρσο θα εκδοθεί δύο μήνες αργότερα. Στην ατζέντα του βρέθηκαν τρεις στίχοι που ήθελε να προταθούν στη συλλογή: "Μα ο ήλιος εβασίλεψε κι ο αητός απεκοιμήθη/ και το βοριά το δροσερό τον πήραν τα καράβια./ Κι έτσι του δόθηκε καιρός του Χάρου και σε πήρε.

~ ~ ~ ~


ΟΙ 7 ΝΑΝΟΙ ΣΤΟ S/S CYRENIA 

Στην Έλγκα


Εφτά. Σε παίρνει αριστερά, μην το ζορίζεις.
Μάτσο χωράνε σε μια κούφιαν απαλάμη.
Θυμίζεις κάμαρες κλειστές, στεριά μυρίζεις.
Ο πιο μικρός αχολογάει μ' ένα καλάμι.

Γυαλίζει ο Σημ της μηχανής τα δυο ποδάρια.
Ο Ρεκ λαδώνει στην ανάγκη το τιμόνι.
Μ' ένα φτερό ξορκίζει ο Γκόμπυ τη μαλάρια
κι ο στραβοκάνης ο Χαράμ πίτες ζυμώνει.

Απ' το ποδόσταμο πηδάνε ως τη γαλέτα.
-Μπορώ ποτέ να σου χαλάσω το χατήρι;
Κόρη ξανθή και γαλανή που όλο εμελέτα
ποιος ρήγα γιός θε να την πιεί σ' ένα ποτήρι.

Ραμάν αλλήθωρε, τρελέ, που λύνεις μάγια,
κατάφερε το σταυρωτό του νότου αστέρι
σωρός να πέσει να σκορπίσει στα σπιράγια,
και πες του κάτω από ένα δέντρο να με φέρει.

Ο Τοτ, του λείπει το ένα χέρι μα όλο γνέθει,
τούτο το απίθανο σινάφι να βρακώσει.
Εσθήρ, ποια βιβλική σκορπάς περνώντας μέθη;
Ρούθ, δε μιλάς; Γιατί τρεκλίζουμε οι διακόσιοι;

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.

Κι έτσι μαζί με τους εφτά κατηφοράμε.
Με τη βροχή, με τον καιρό που μας ορίζει.
Τα μάτια σου ζούνε μια θάλασσα, θυμάμαι...
Ο πιο στερνός μ΄έναν αυλό με νανουρίζει.

Κουφός ο Σάλαχ το κατάστρωμα σαρώνει.
- Μ' ένα ξυστρι καθάρισέ με απ' τη μοράβια.
Μα είναι κάτι πιο βαθύ που με λερώνει.
- Γιέ μου πού πας; Μάνα, θα πάω στα καράβια.






COCOS ISLANDS
Στη Μαίρη Γιανννουλάτου
Στην πλώρη ο σφυροκέφαλος με το φτερό στη ράχη,


τότε που πήρε ο Συμιακός βουτιά με το κεφάλι.

"Όλο αρμενίζει ο γιόκας μου, που την ευχή μου να 'χει..."

Κι όσοι είδαμε απ' την κουπαστή, μας λύθηκε το αφάλι.
Γιατί μπερδεύω τούτη εδώ με μι' άλλην ιστορία;


Είν' ένα χέρι που πονάει, βαρύ και λαβωμένο.

Βλέπω συχνά στον ύπνο μου ένα άσπρο καρχαρία

με περιμένει νηστικός η εγώ τον περιμένω;
Ακόμα δε φανήκανε κοράκια και παράλια.


Αρμάτωσα μια καθετή με μεσηνέζα σάπια.

Μια δεκοχτούρα απ' το πρωί μοιρολογάει στα στράλια

απάνω στο πλεούμενο, που περπατάει σαν πάπια.
Να ΄χαμε να του δίναμε μια ρίζα, ένα χορτάρι,


ένα κλωνί βασιλικό τα χείλη να δροσίσει,

ή να τον κοινωνούσαμε με μια τούφα χασίσι.

Θα ναρκωνόταν ο σκορπιός που μέσα του σαρτάρει.
Με γάντζους στο κατάστρωμε πήδησαν οι Μαλαίσιοι


και μαλακά τον θέσανε σε μια σκοινένια μπράντα.

Του χάιδευε τα δάχτυλα μια μαύρη, η Τζακαράντα,

και μια γριά μαστόρισσα που βρώμαγε σα λέσι.
Κοιμάται ονειρευάμενος κάμπους με χαμομήλια.


Ξαναγενήκαμε μεμιάς τα ρούχα που φοράμε.

Βόγκει στο πρόσω η μηχανή και τώρα ανηφοράμε,

λειψοί πάνω στο σίδερο, με κουρασμένα μίλια.
Cocos Islands 1956.


ΑΝΤΙΝΟΜΙΑ
Ο έρωτάς σου μια πληγή και τρεις κραυγές.


Στα κόντρα σκούζει ο μακαράς καθώς τεζάρει.

Θαλασσοκόρη του βυθού - χίλιες οργιές -

του Ποσειδώνα εγώ σε κέρδισα στο ζάρι.


Και σ' έριξα σ' ένα βιβάρι σκοτεινό
που στέγνωσε κι εξανεμίστηκε ταλάτι.
Μα 'συ προσμένεις απ' το δίκαιον ουρανό
το στεριανό, το γητευτή, τον απελάτη.

Όταν θα σμίξεις με το φως που σε βολεί
και θα χαθείς μέσα σε διάφανη αμφιλύκη
πάνω σε πράσινο πετούμενο χαλί,
θα μείνει ο ναύτης να μετρά τάσπρο χαλίκι.

M/S Aquarius 1974


GUEVARA
Στο Θανάση Καραβία
Ήτανε ντάλα μεσημέρι κι έδειξε μεσάνυχτα.
Έλεγε η μάνα του παιδιού: "Καμάρι μου, κοιμήσου".
Όμως τα μάτια μείνανε του καθενός ορθάνοιχτα
τότε που η ώρα ζύγιαζε με ατσάλι το κορμί σου.

Λεφούσι ο άσπρος μέρμηγκας, σύννεφο η μαύρη ακρίδα.
Όμοια με τις Μανιάτισσες μοιρολογούν οι Σχόλες.
Λάκισε ο φίλος, ο αδερφός. Πού μ' είδες και πού σ' είδα;
Φυλάει το αλώνι ο Σφακιανός κι ο Αρίδα την κορίδα.

Ποιος το 'λεγε, ποιος το 'λπιζε και ποιος να το βαστάξει.
Αλάργα φεύγουν τα πουλιά και χάσαν τη λαλιά τους.
Θερίζουν του προσώπου σου το εβένινο μετάξι
νεράιδες και το υφαίνουνε να δέσουν τα μαλλιά τους.

Πάνθηρας ακουρμάζεται, θωράει και κοντοστέκει.
Γλείφει τα ρόδα απ' τις πληγές, μεθάει και δυναμώνει.
Ξέρασε η γη τα σπλάχνα της και πήδησαν δαιμόνοι.
Σφυρί βαρεί με δύναμη, μένει βουβό το αμόνι.

Πυγολαμπίδες παίζουνε στα μάτια τ' ανοιχτά.
Στ' όμορφο στόμα σου κοιμήθηκε ένας γρύλος.
Πέφτει απ' τα χείλη σου, που ακόμα είναι ζεστά,
ένα σβησμένο cigarillos.

T' όνειρο πάει με τον καπνό στον ουρανό,
έσμιξε πια με το καράβι του συννέφου.
Το φως γεννιέται από παντού μα είναι αχαμνό
και τα σκοτάδια το ξεγνέθουν και σου γνέφουν.

Χοσέ Μαρτί (Κόνδορας πάει και χαμηλώνει,
περηφανεύεται, ζυγιάζεται, θυμάται.
Με τα φτερά του θα σκοτείνιαζ΄ ένα αλώνι).
απόψε οι δυο συντροφιαστοί θα πιείτε μάτε.

Φτάνει ο Μπολίβαρ καβαλώντας το σαϊτάρι.
Παραμονεύει ορθή κουλέμπρα γκαστρωμένη.
Βότανα τρίβει η Περουβάνα σε μορτάρι
και μασουλάει φαρμακωμένο μανιτάρι.

Του Λόρκα η κόκκινη φοράδα χλιμιντράει,
μ' αυτός μπλεγμένος στα μετάξινα δεσμά του.
Μακρύ κιβούρι με τον πέτρινο κασμά του
σενιάρει ο φίλος και στο μπόι σου το μετράει.

Γέροντας ναύτης με τα μούτρα πισσωμένα
βάρκα φορτώνει με την πιο φτηνή πραμάτεια.
Έχει τα χέρια από καιρό ψηλά κομμένα.
Κι ήθελε τόσο να σου σφάλαγε τα μάτια.

1972


KURO SIWO
Πρώτο ταξίδι έτυχε ναύλος για το Νότο,
δύσκολες βάρδιες, κακός ύπνος και μαλάρια.
Είναι παράξενα της Ίντιας τα φανάρια
και δεν τα βλέπεις, καθώς λένε με το πρώτο.

Πέρ' απ' τη γέφυρα του Αδάμ, στη Νότιο Κίνα,
χιλιάδες παραλάβαινες τσουβάλια σόγια.
Μα ούτε στιγμή δεν ελησμόνησες τα λόγια
που σου 'πανε μια κούφια ώρα στην Αθήνα.

Στα νύχια μπαίνει το κατράμι και τ' ανάβει,
χρόνια στα ρούχα το ψαρόλαδο μυρίζει,
κι ο λόγος της μες στο μυαλό σου να σφυρίζει,
"ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι; "

Νωρίς μπατάρισε ο καιρός κ' έχει χαλάσει.
Σκατζάρισες, μα σε κρατά λύπη μεγάλη.
Απόψε ψόφησαν οι δυο μου παπαγάλοι
κι ο πίθηκος που 'χα με κούραση γυμνάσει.

Η λαμαρίνα! ...η λαμαρίνα όλα τα σβήνει.
Μας έσφιξε το kuro siwo σαν μια ζώνη
κ' συ κοιτάς ακόμη πάνω απ΄ το τιμόνι,
πως παίζει ο μπούσουλας καρτίνι με καρτίνι.



ΣΤΕΡΙΑΝΗ ΖΑΛΗ
Στον Νίκο Τουτουντζάκη
Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα,
μισή μποτίλια τζιν και δυο μιγάδες,
τη νύχτα μετοικούν οι Συμπληγάδες
στα μπαρ του λιμανιού και στα μπορντέλα.

Πηχτό πούσι σκεπάζει τα καρνάγια.
West End - Thame's Street και διπλός έρως.
Ας φυσάνε στο Πλάτα τα Παμπέρος,
ας ρολάρει το κύμα στη Μπισκάγια.

Χαμηλός ουρανός γιομάτος άστρα,
μα δε μοιάζει μ'αυτόν που σε γνωρίζει.
Η μπαρκέτα γυρίζει; Δε γυρίζει.
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα.

Βαρέθηκαν οι ναύτες στο τιμόνι,
το' να μάτι σου γέρνει και κοιμάται,
αγρυπνά το δεξί και θυμάται
το φανό που χτυπά μα δε ζυγώνει.

Ο λοστρόμος ξυπνάει και καταριέται
μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια.
Ανοιχτά κάπου εννιά χιλιάδες μίλια
το σκυλόψαρο προσμένει και βαριέται.



ΕΣΜΕΡΑΛΔΑ
Στον Γιώργο Σεφέρη
Ολονυχτίς τον πότισες με το κρασί του Μίδα
κι ο φάρος τον ελίκνιζε με τρεις αναλαμπές.
Δίπλα ο λοστρόμος με μακριά πειρατική πλεξίδα
κι αλάργα μας το σκοτεινό λιμάνι του Cabes.

Απά στο γλυκοχάραμα σε φίλησε ο πνιγμένος
κι όταν ξυπνήσεις με διπλή καμπάνα θα πνιγείς.
Στο κάθε χάδι κ' ένας κόμπος φεύγει ματωμένος
απ' το σημάδι της παλιάς κινέζικης πληγής.

Ο παπαγάλος σου 'στειλε στερνή φορά το «γεια σου»
κι απάντησε απ' το στόκολο σπασμένα ο θερμαστής,
πέτα στο κύμα τον παλιό που εσκούριασε σουγιά σου
κι άντε μονάχη στον πρωραίον ιστό να κρεμαστείς.

Γράφει η προπέλα φεύγοντας ξοπίσω: «Σε προδίνω»,
κι ο γρύλος το ξανασφυράει στριγγά του τιμονιού.
Μη φεύγεις. Πες μου, το 'πνιξες μια νύχτα στο Λονδίνο
ή στα βρωμιάρικα νερά κάποιου άλλου λιμανιού;

Ξυπνάν οι ναύτες του βυθού ρισάλτο να βαρέσουν
κι απέ να σου χτενίσουνε για πάντα τα μαλλιά.
Τρόχισε εκείνα τα σπαθιά του λόγου που μ' αρέσουν
και ξαναγύρνα με τις φώκιες πέρα στη σπηλιά.

Τρεις μέρες σπάγαν τα καρφιά και τρεις που σε καρφώναν
και συ με τις παλάμες σου πεισματικά κλειστές
στερνή φορά κι ανώφελα ξορκίζεις τον τυφώνα
που μας τραβάει για τη στεριά με τους ναυαγιστές.


ΜΟΥΣΩΝΑΣ
Τρελός Μουσώνας ράγισε μεσονυχτίς τα ρέλια.
Στο χέρι σου χλωρό κλαρί, χαρτί κι ένα φτερό.
Τέσσεροι κάμανε καιροί τα ρούχα σου κουρέλια.
Να σε σκεπάσω θέλησα, γλιστράς και δε μπορώ.
Κοράλλι ο κατραμόκωλος βαστάει να σε φιλέψει.
Γιατί μπήγεις τα νύχια σου στη σάπια κουπαστή;
Είν' ένα φάδι αθώρητο και μου μποδάει τη βλέψη.
Γαλάζιο βλέπω μοναχά, γαλάζιο και σταχτί.
Παρακαλώ σε κάθησε να ξημερώσει κάπως.
Χρώμα να βρώ, το πράσινο και τίντες μυστικές.
Κι απέ, το θρύλο να σου πω που μου 'πε μαύρος κάπος
τη νύχτα που μας έγλειφε φωτιά στο Μαρακές.
Ακόμη ξέρω τον αρχαίο σκοπό του Μινικάπε,
τη φοινικιά που ζωντανή θρηνεί στο Παραμέ.
Μα ένα πουλί μου μύνησε πως κάποιος άλλος σ' τα 'πε
κάποιος , που ξέρει να ιστορά καλύτερα από με.
Κάματος είναι που μιλά στενόχωρα και κάψα.
Πεισματική, και πέταξες χαρτί,φτερό,κλαδί,
όμως δεν είμαστε παιδιά να πιάσουμε την κλάψα.
Τι θά 'δινα - ''Πάψε, Σεβάχ'' - για να 'μουνα παιδί!
Αυγή, ποιός δαίμονας Ινδός σου μόλεψε το χρώμα;
Γυρίζει ο ναύτης τον τροχό κι ο γύφτος τη φωτιά.
Και μεις, που κάμαμε πετσί την καραβίσια βρώμα,
στο πόρτο θα κερδίσουμε και πάλι στα χαρτιά.
Ινδικός Ωκεανός 1951


Ο ΠΙΛΟΤΟΣ ΝΑΓΚΕΛ
Στον ποιητή Ν. Ράντο
Ο Νάγκελ Χάρμπορ, Νορβηγός πιλότος στο Κολόμπο,
άμα έδινε κανονική πορεία στα καράβια
που φεύγαν για τους άγνωστους και μακρινούς λιμένες,
κατέβαινε στη βάρκα του βαρύς, συλλογισμένος,
με τα χοντρά τα χέρια του στο στήθος σταυρωμένα,
καπνίζοντας ένα παλιό χωμάτινο τσιμπούκι,
και σε μια γλώσσα βορινή σιγά μονολογώντας
έφευγε μόλις χάνονταν ολότελα τα πλοία.
Ο Νάγκελ Χάρμπορ, πλοίαρχος σε φορτηγά καράβια,
αφού τον κόσμο γύρισεν ολόκληρο, μια μέρα
κουράστηκε κι απόμεινε πιλότος στο Κολόμπο.
Μα πάντα συλλογίζονταν τη μακρινή του χώρα
και τα νησιά που 'ναι γεμάτα θρύλους, τα Λοφούτεν.
Όμως μια μέρα επέθανε στην πιλοτίνα μέσα
ξάφνου σαν ξεπροβόδισεν το 
Steamer Tank "Fjord Folden"όπου έφευγε καπνίζοντας για τα νησιά Λοφούτεν...








Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Κ. Καβάφης - Ιθάκη
















Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,

να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος,
γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,
τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,
αν μέν’ η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή
συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει.
Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,
τον άγριο Ποσειδώνα δεν θα συναντήσεις,
αν δεν τους κουβανείς μες στην ψυχή σου,
αν η ψυχή σου δεν τους στήνει εμπρός σου.

Να εύχεσαι νάναι μακρύς ο δρόμος.
Πολλά τα καλοκαιρινά πρωιά να είναι
που με τι ευχαρίστησι, με τι χαρά
θα μπαίνεις σε λιμένας πρωτοειδωμένους·
να σταματήσεις σ’ εμπορεία Φοινικικά,
και τες καλές πραγμάτειες ν’ αποκτήσεις,
σεντέφια και κοράλλια, κεχριμπάρια κ’ έβενους,
και ηδονικά μυρωδικά κάθε λογής,
όσο μπορείς πιο άφθονα ηδονικά μυρωδικά·
σε πόλεις Aιγυπτιακές πολλές να πας,
να μάθεις και να μάθεις απ’ τους σπουδασμένους.

Πάντα στον νου σου νάχεις την Ιθάκη.
Το φθάσιμον εκεί είν’ ο προορισμός σου.
Aλλά μη βιάζεις το ταξείδι διόλου.
Καλλίτερα χρόνια πολλά να διαρκέσει·
και γέρος πια ν’ αράξεις στο νησί,
πλούσιος με όσα κέρδισες στον δρόμο,
μη προσδοκώντας πλούτη να σε δώσει η Ιθάκη.

Η Ιθάκη σ’ έδωσε τ’ ωραίο ταξείδι.
Χωρίς αυτήν δεν θάβγαινες στον δρόμο.
Άλλα δεν έχει να σε δώσει πια.

Κι αν πτωχική την βρεις, η Ιθάκη δεν σε γέλασε.
Έτσι σοφός που έγινες, με τόση πείρα,
ήδη θα το κατάλαβες η Ιθάκες τι σημαίνουν.

Ιθάκη - Κ.Π. Καβάφης

Μ. Λουντέμης - ΄Εκσταση


Έ Κ Σ Τ Α Σ Η


Μενέλαος Λουντέμης

ΠΡΩΤΗ ΝΥΧΤΑ

Ψες κοιμήθηκα κάτω από μια ελιά. Τη νύχτα φύσηξε αλαφρά και θρόισαν τα κλαδιά της. Κάτι φύλλα κατέβηκαν κροταλώντας και πέσανε στο πρόσωπό μου. «Μας γνωρίζεις… μας γνωρίζεις…» λέγανε. «Κάποτε στεφανώσαμε έναν πρόγονό σου». –Αφήστε με να κοιμηθώ… τα παρακαλούσα. Μη με στεφανώνετε. Προτιμώ να κοιμηθώ άδοξος παρά να πεθάνω δοξασμένος. Αφήστε με… αφήστε, δεν κατεβαίνω στη γη. Έχει πολλά σκουλήκια».
Ύστερα ο αέρας φύσηξε χαμηλότερα και πήρε όλα τα φύλλα. Ήθελα να κοιμηθώ χωρίς όνειρα μα δε μπορούσα. Ήμουν πολύ κουρασμένος.
Μα πάλι φύσηξε ο αέρας κι άλλα φύλλα πέσανε.
«Κάνε κάτι! μου φωνάζανε, κάνε κάτι που ν’ αξίζει το στεφάνωμα!»
«Αφήστε με… αφήστε, τα ξαναπαρακαλούσα, δεν έχω πινέλα»
«Έχεις χαρτί; Γράψε ό, τι έχεις μέσα σου!».
«Δεν έχω τίποτα».
«Γιατί;»
«Είναι η αγάπη μέσα!»
«Γράψε γι’ αυτήν. Θα πάρεις ένα στεφάνι».
«Δε θέλω στεφάνι».
«Ένα στεφάνι ερωτικό».
«Τότε καλά».

Δέχτηκα:

«Μια φορά ήταν ένας άνθρωπος που είχε ένα πολύ ωραίο σπίτι. Ήταν ευτυχισμένος γι’ αυτό του το σπίτι, μα πιο πολύ ήταν για την αγάπη του.
Μια μέρα πήγαν και τον βρήκαν κάτι λαχανιασμένοι άνθρωποι. «Καίγεται το σπίτι σου!» του είπαν. «Δεν πειράζει, τους αποκρίνεται. Τι πειράζει; Έχω αγάπη;».
Κι έχτισε ένα καινούργιο σπίτι.
Μα τώρα πια δεν είχε αγάπη… «Καίγεται το σπίτι σου! του φώναξαν μια άλλη φορά. Καίγεται το καινούριο σου σπίτι!» του ξαναφώναξαν πάλι. «Το πειράζει; -τους ξαναποκρίνεται- τι πειράζει, αφού δεν έχω πια αγάπη;».

Σας άρεσε;
-Όχι, όχι! φωνάζουν τα φύλλα. Μας γέλασες! Να μας πεις για τη δική σου αγάπη. Αλλιώς δεν έχει στεφάνι.
-Σε ποιόν να την πω;
-Στην καρδιά σου!
-Την ξέρει.
-Τότε πες την στα λουλούδια.
-Αυτά μου την είπαν.
-Α, να, τότε πες την στο χαρτί.
-Δεν ξέρω να γράφω.
-Κάνε μια προσευχή στην αγάπη και θα σου μάθει να γράφεις. Κάνε.

Γονάτισα:

«Αγάπη, που δεν ξέρω που κατοικείς, γιατί δεν ξέρω κανένα μέρος που να μην κατοικείς… Σ’ ευχαριστώ.
Αγάπη, που δεν ξέρω τι να σε πω, γιατί ό, τι και να σε πω είσαι…
Σ’ ευχαριστώ για την καρδιά που μου ‘δωσες και για το μυαλό που δε μου ‘δωσες.
Σ’ ευχαριστούν τα μάτια μου, τα χείλη μου, τα δάχτυλά μου…
Σ’ ευχαριστούν μια-μια οι ανάσες μου.
Σ’ ευχαριστούν οι ουρανοί που τους έκανες γαλάζιους και η γη που την άγγιξες άνθισε.
Σ’ ευχαριστούν οι ταπεινοί, οι βασιλιάδες και τα μερμήγκια…
Σ’ ευχαριστεί κι αυτός ο τρελός με το μολύβι στο χέρι».
-Α μ ή ν.

Το κεφάλι μου γέμισε στέφανα…

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Παπαδιαμάντης Α. - Το Χριστόψωμο



Αυτό το διήγημα είναι η πρώτη εμφάνιση του Παπαδιαμάντη στα γράμματα, με αφορμή ένα διαγωνισμό διηγήματος. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε το πνευματικό κίνημα του Ελληνοκεντρισμού- όποια προσπάθεια προβολής του ευγενικού (συγχυσμένο ολίγον με το ευρωπαϊκό...) ελληνικού στοιχείου επιβραβευόταν. Μία τέτοια προσπάθεια ήταν και ο διαγωνισμός διηγήματος. Ο Παπαδιαμάντης βρήκε την καταλληλότερη περίοδο για να παρουσιάσει το Χριστόψωμο... 

~ ~ ~ ~ 

Μεταξὺ τῶν πολλῶν δηµωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκµεταλλευθῶσιν οἱ µέλλοντες διηγηµατογράφοι µας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ µητρυιά. Περὶ µητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόµησιν τῶν ἀναγνωστῶν µου. Περὶ µιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήµερον ὁ λόγος.  Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα ∆ιαλεχτή, οὕτως ὠνοµάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως µπάρµπα Μανώλη, µεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς µίαν
τῶν νήσων τοῦ Αἰγίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυµφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς µετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς µάτην, ἡ γῆ ἔµενεν ἄγονος. ∆υὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυµατουργὰ περὶ τὰς µασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ µόνον µέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ µάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασµένον κοµβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ
πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα µάταια. 
Ἐπὶ τέλους µὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόµιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅµως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύµφην αὐτῆς τὸ σφάλµα τῆς µὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της. 
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς ∆ιαλεχτῆς ἦτο τὸ µόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης,  καὶ οὖτος δὲ συνεµερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς µητρός του ἐναντίον τῆς συµβίας αὐτοῦ.  Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς µας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του. 
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν,  καὶ ἦτο τολµηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει,  τοῦ ἔβαζε µαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεµπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώµατά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο µόνο «µαρµάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύµφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».


Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλοµωµένος, θαλασσοπνιγµένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόµενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὤρισες, καλῶς σᾶς ηὕρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώµια, καὶ µὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε µεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγµατα µέχρι τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186...  Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡµερῶν εἶχε πλεύσει µὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον µὲ φορτίον ἀµνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασµὸν τὸν ἔκαµνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρµους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴποµεν ὅµως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολµηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεµος ἐµετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ.  Τὸ µεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάµωσε. 
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχηµάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ µεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅµως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίµενεν. Αὕτη ἐδέχθη µόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ µηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιµο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «µ᾿ ἕναν καλὸ γυιό». 
Καὶ οὐ µόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωµο. 
- Τὸ ζύµωσα µοναχή µου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, µὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς. 
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύµφη. 
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε µετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε µιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται. 
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέµα ἡ ∆ιαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι. 
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά µου καὶ µοῦ ἔφερε χριστόψωµο», εἶπε µόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ  ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιµήθη µετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐκοιµήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ µεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου µόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήµατα ἀπὸ τῆς οἰκίας της. 
Περὶ τὸ µεσονύκτιον ἐσήµαναν παρατεταµένως οἱ κώδωνες. Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἠγέρθη,  ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιµωµένη αὐτὴ κόρη ἦτο συµπεφωνηµένον, ὅτι µόνον µέχρι οὗ σηµάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔµενε µετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ µόλις παρῆλθεν ἠµίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς. 
- ∆όσε µου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου. 

- Ὁ ἄντρας µου! ἀνεφώνησεν ἡ ∆ιαλεχτὴ ἔκπληκτος. 
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία. 
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίµακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον,  ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν. 
- Εἶµαι µισοπνιγµένος, εἶπε µορµυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωµε ἔξω, τὸ καθίσαµε στὰ ρηχά. 
- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ ∆ιαλεχτή. 
- Ὄχι, δὲν εἶναι σοῦ λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, µὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγµένη καὶ καθισµένη. 
- Θέλεις ν᾿ ἀνάψω φωτιά; 
- Ἄναψε καὶ δόσε µου ν᾿ ἀλλάξω. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύµατα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ. 
- Θέλεις κανένα ζεστό; 
- ∆ὲν µ᾿ ὠφελεῖ ἐµένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον. 
- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ µαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός. 
- ∆ὲν σ᾿ ἐπερίµενα ἀπόψε, ἀπήντησε µετὰ ταπεινότητος ἡ ∆ιαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα.  Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα; 
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηµατίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιµάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυµία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σηµειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου»  ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς. 
- Ἡ µάννα µου δὲ θὰ τὤµαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης. 
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ ∆ιαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω; 
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης. 
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ µὲ ἀφήσεις µόνον;

- Νὰ µεταλάβω κι ἔρχοµαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή. 
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλµησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφηµία. Οὐχ ἧττον ὅµως τὴν βλασφηµίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.  Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιµήθη
ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν. 
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τροµερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν.  Καθήµενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρµάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ µικροῦ σανιδώµατος εὑρίσκετο τὸ Χριστόψωµον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς µητρός του πρὸς τὴν νύµφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν µετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος. 


Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ µέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.  Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγµῶν τὸν εὗρε κοκκαλωµένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλµούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώµου ἀπὸ τοῦ σανιδώµατος τῆς ἑστίας, καὶ ἀµέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρµακωµένο χριστόψωµο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύµφην της. 
Ἰατροὶ ἐπιστήµονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ µικρᾷ νήσῳ· οὐδεµία νεκροψία ἐνεργήθη.  Ἐνοµίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώµατος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σηµειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα,  συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκληµά της, δὲν ἐµέµφθη τὴν νύµφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. 
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της. 

(Ἐφ. «Ἐφηµερίς», 26 τοῦ ∆εκέµβρη 1887). 





Μ. Καραγάτσης - Η Ασθένεια Στοιχείο Δημιουργίας





     Δεν είναι πολύς καιρός που γίνηκε συζήτηση στα περιοδικά και στις εφημερίδες σχετικά με την ψυχική και διανοητική υγεία των πεζογράφων της νέας ελληνικής γενεάς. Και βγήκε το απόφθεγμα πως είμαστε όλοι τρελοί. 
    Η πρώτη κίνησή μου ήταν να διαμαρτυρηθώ για μια σοβαρή κατηγορία που δεν βασιζόταν σε πραγματικά, μα ούτε και ηθικά δεδομένα. Όταν όμως συλλογίστηκα κάπως ωριμότερα, είδα πως η τυχόν διαμαρτυρία μου θα βρισκόταν στους αντίποδες της πραγματικότητος. Και παραδέχτηκα με ανακούφιση, πως διόλου απίθανο, τόσο εγώ, όσο κι' άλλοι εν πεζογραφία συνάδελφοί μου, να χρωστάμε της Μιχαλούς. 
    Το ζήτημα της συγγένειας Τέχνης κι' Αρρώστιας είναι παλιό, πολυσυζητημένο και λυμένο από κάθε άποψη. Επομένως δεν έρχομαι σ'αυτή τη στήλη να κουβαλήσω κουκουβάγιες στην Αθήνα. Απλώς και μόνο, θέλω να φρεσκάρω το μνημονικό εκείνων που μας έρριξαν κατάμουτρα με περιφρόνηση τις υποθετικές αρρώστιες μας. 
    Και πρώτα, από μικρό παιδί, έμαθα στην οικογένειά μου και το σχολείο τρία πράγματα: α') να λυπάμαι τους καϋμένους τους τρελούς, β') να μη τους πειράζω, και γ') να φέρωμαι μαζί τους σα να ήταν στα καλά τους. Οι γονείς κι' οι δασκάλοί μου, μού είπαν πως αυτό επιβάλλει η ψυχική ευγένεια, ο ανθρωπισμός και το κοινωνικό fair- play. Μα φαίνεται πως από τότε προοδέψαμε. Και το χαριτωμένο παράδειγμα δεν δίνεται από την ασεβή των πάντων νεότητα. Απεναντίας... 
    Ύστερα, άρχισα να συλλογιέμαι πάνω στην υγιεινή κατάσταση των Μεγάλων Δημιουργών της Ανθρωπότητας. Βέβαια, κι' αυτοί άνθρωποι ήταν, και σαν άνθρωποι είχαν τις αρρώστιες τους: Αρθριτισμό, καρδιακές παθήσεις, συνάχι, σκωληκοειδίτιδα, εντεροκωλίτιδα, ρευματισμούς και υπερχλωρυδρίες. Όλες αυτές οι παθήσεις δεν μπορούν παρά ελάχιστα κι έμμεσα να επηρεάσουν τη διαμόρφωση του χαρακτήρα και του ψυχολογικού κόσμου του αρρώστου. Μα υπάρχουν μερικές άλλες ασθένειες που χτυπάν αμέσως και γερά, είτε στη διανόηση, είτε στην ψυχή του ανθρώπου. Αυτές διαιρούνται σε τρεις μεγάλες τάξεις: 
α') Στις καθαυτό νευροψυχικές παθήσεις, β') σε ορισμένες λοιμώξεις που οι τοξίνες τους επιδρούν στον ψυχικό κόσμο του αρρώστου, όπως η φυματίωση, ο αλκοολισμός κλπ και γ') Σε βασικές αναπηρίες, όπως η τύφλωση, η κωφότης, η σεξουαλική ανικανότης, η αποκρουστική δυσμορφία- που οξύνουν το χαρακτήρα, και φέρνοντας τον ασθενή μακριά από τον μέσον όρο της τρεχούμενης ζωής, διαμορφώνουν τελείως αλλιώτικα την ψυχοσύνθεσή του. 

~ ο ~

    Έχει αποδειχθεί πως η τάξη των μεγάλων Δημιουργών έπασχε και πάσχει απ'αυτές τις 
αρρώστιες πολύ περισσότερο, παρά από τις άλλες. και μέσα σ'αυτή την τάξη, το ποσοστό των ψυχικά αρρώστων είναι τρομακτικά μεγάλο. 
    Μερικά παραδείγματα: 
    Ο Όμηρος ήταν τυφλός. Ο Σωκράτης ασχημότατος. Ο Γκαίτε φυματικό και νευρασθενής (οι απότομοι θόρυβοι τον έρριχναν σε νευρικές κρίσεις, κι' ήταν υποκείμενος στον ίλιγγο). 
Ο Μπετόβεν κουφός κι'αλκοολικός. Ο Τολστόϊ νευρασθενή; με φανερό μυστικιστικό παραλήρημα. Οι δυο μεγαλείτεροι μυθιστοριογράφοι των αιώνων, ο Φλωμπέρ κι' ο Ντοστογιέφκσυ ήταν επιληπτικοί. Επιληπτικός κι' ο Βύρων. Ο Μωπασσάν, ο Σούμαν, ο Βιζυηνός πέθαναν στο φρενοκομείο. Ο μεγαλείτερος ποιητής μας, ο Σολωμός, κι' ο μεγαλείτερος πεζογράφος μας, ο Παπαδιαμάντης, αλκοολικοί κι' οι δυο όπως κι' ο βερλαίν κι' ο Πορφύρας. Ο Μπωντελαίρ τοξικομανής, ο Κιτς, ο Μότσαρτ, ο Σούμπερτ, ο Καρκαβίτσας φυματικοί.. Ο Ούγκο Βολφ, παράφρων. Π Βίκτωρ Ουγκώ, αδελφός μανιακού και πατέρας παράφρονος. Ο Φρ. Κοπέ φυματικός. Ο Νίτσε νευρασθενής, άυπνος, εθισμένος στη βερονάλη. Ο Βαν Γκογκ αυτόχειρ, κι' ο Γκωγκέν για τα σίδερα. Ο Γκογκούρ κι' ο Προυστ ζούσαν μέσα σε θορυβοστεγή δωμάτια, για ν' αποφεύγουν τον κάθε κρότο (ο Προυστ επι πλέον ασθματικός). Ο Μπαλζάκ είχε πολλά σημεία ανισορροπίας. Ο Βερλαίν, εκτός του αλκοολισμού του ήταν σεξουαλικά ανεστραμένος, όπως ο Καβάφης, ο Ρεμπώ, ο Ζαν Λορραίν, ο Πιερ Λοτί. Ο Μάτερλιγκ, ο Πόου αλκοολικοί. Ο Τσέχωφ φυματικός. Ο Γκόγκολ πέθανε από γενική κατάρρευση του νευρικού του συστήματος. Ο Τζακ Λόντον κι' ο Καρυωτάκης αυτόχειρες. Ο Καρλ- Μαρία Βέμπερ φυματικός, όπως κι' ο Σοπέν κι' ο Σαμαίν κι' ο Γκόρκυ. Ο Πιερ Λούϋς παράφρων. Ο Μωρέάς το έτσουζε το δολοφόνον αψέντι, και... και... και.. ων ου έστι αριθμός. 

~ ο ~

     Το περίεργο είναι, πώς όλοι αυτοί οι ψυχικά άρρωστοι, εδημιούργησαν όχι μόνο μεγάλα έργα μα και ξέχειλα από υγεία. Το γιατί; δεν το ξέρω. Ίσως σ'αυτό το σημείο, η φροϋδική επεξήγηση της καλλιτεχνικής δημιουργίας, να είναι η σωστότερη. 
     Κι αντίθετα, ελάχιστοι ήταν οι ψυχικά υγιείς Μεγάλοι Δημιουργοί. Ενώ στην τάξη των μετρίων δημιουργών, η υγεία βασιλεύει σε άτομα κι' είναι ανύπαρκτη στα έργα. Γιατί συνήθως αυτοί οι μια χαρά- χτύπα ξύλο!- άνθρωποι έχουν τη μανία να χώνουν την μύτη τους σε ανθυγιεινές καταστάσεις. Όρα εκ νέου Φρόϋντ...
     Μόνο μια αρρώστια, όχι μόνο δεν προσθέτει τίποτα στο δαιμόνιο του Δημιουργού, μα αφαιρεί και τις ελάχιστες ικμάδες που πιθανόν ποτέ να υπήρξαν: Η αρτηριοσκλήρωση. 



Εlysee Tourian - Μη Με Αγγίζεις




Ο Επίσκοπος Elysee Tourian είν' ένας από τους Αρμένιους της γενιάς που φεύγει. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, στα 1860, από πατέρα φτωχό σιδηρουργό και έγινε Πατριάρχης των Αρμένιων, της Κωνσταντινουπόλεως πρώτα και των Ιεροσολύμων τελευταία, όπου και πέθανε στα 1932 σε βαθύ γήρας. Δημοσίευσε πλήθος πραγματείες και μελέτες εκκλησιαστικού περιεχομένου, κι εξέδωκε συλλογή ευαγγελικών κυρίως ποιημάτων με τον ωραίο τίτλο "Ποιμενική Φλογέρα". Η ποίηση του, δοσμένη με μια σοφή κι αρμονική τεχνική, σε μια γλώσσα πλουτισμένη απ'τους πολύτιμους θησαυρούς της Αρμενικής, έχει ένα θέλγητρο ξεχωριστό και ελεγειακό τόνο που συνεπαίρνει. 
Ο μυστικοπαθής αυτός οραματιστής είναι αδερφός του επίσης λαμπρού μα κι άτυχου μαζί ποιητή Πέτρου Τουριάν, που πέθανε πάνω στ'άνθος της νιότης του, στα 20 χρόνια του, από φυματίωση, και που είχεν αποκληθεί για τους επίσης μουσικούς στίχους του, το "Αηδόνι του Σκουταριού". 
Στο παρακάτω ποίημα έχει τηρηθεί αυστηρότατα η μορφή του πρωτοτύπου. 

ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ






ΜΗ ΜΕ ΑΓΓΙΖΕΙΣ 

Μη μου άπτου... 
(Άγ. Ιωάννης, κ', 17)

 Ι 

Τα δάκρυα που απ'τα μάτια σου τα ογρά κατρακυλούνε
των φιασιδιών σου το παλιό το σφράγισμα κρατούνε.
Άνθος του παραδείσου μου να γίνεις δεν αξίζεις. 
Μη με αγγίζεις. 

Έχεις ακόμα στεναγμούς που ηχώ' ναι μιας αβύσσου, 
Έρως και Χάρος, χίμαιρες στη μάταιη την ψυχή σου.
Ύμνος εσύ της δόξας μου να γίνεις δεν αξίζεις. 
Μη με αγγίζεις. 

Τα δάχτυλα σου η ευωδιά της σμύρνας πνίγει ακόμα
παίρνες, ως πας, του ζαρκαδιού τα σείσματα στο σώμα,
και τ'αεριμό φουστάνι σου σαν κύμα το ανεμίζεις.
Μη με αγγίζεις.

Δες, η δροσούλα της νυχτός μουσκεύει τα μαλλιά σου,
κι' οι μανδραγόρες σαν και πριν μεθούν την αναπνιά σου,
μέσα στων δεντρολίβανων τη βλάστηση ως ανθίζεις.
Μη με αγγίζεις. 

Τα δυο σου μάτια ακόμα θες στ'αμπέλια ν'ανοιχτούνε,
με τα τσαμπιά τα στήθη σου για ν'αναμετρηθούνε.
Ακόμα το κρασί αγαπάς, το γάλα λαχταρίζεις. 
Μη με αγγίζεις. 

Η σκιά σου βόσκει ιδανική στα ωραία μέσα τα κρίνα, 
κάτω από του ήλιου τη λαμπρή και ξεφτισμένη αχτίνα.
Κι όμως με μια κηλίδα σου στο μέτωπο ασκημίζεις.
Μη με αγγίζεις. 

Οι σάπφειροι που στο λαιμό τον άσπρο σου φαντάζουν,
ακόμα, ω Σουλαμίτιδα, το στήθος σου ταράζουν
και στο κορμί σου ακοίμητη την αμαρτία κομίζεις.
Μη με αγγίζεις. 

Άμα η ψυχή σου διαλυθεί και σα μολύβι λιώσει,
και το κορμί το σάπιο σου σκουριά το κουκουλώσει,
τότε, και νιότη κι' έρωτα, θ' αφήσεις, όπου ελπίζεις,
και δε με αγγίζεις. 


ΙΙ

Τα δάκρυα σου με της αυγής συνταύτισε τη δρόσο
σκύψε κι' αγκάλιασε τη γης που μ' αίμα έβαψα τόσο, 
και γίνε ένα τριαντάφυλλο, τα γύρω να ωραΐσεις,
για να με αγγίσεις.

Και με της αύρας σμίγοντας της πνοής σου το μετάξι, 
έμπα στον τόπο τον πικρό που τόσο έχω στενάξει. 
Γίνε του πόνου μια κραυγή, μια δέηση στις δεήσεις, 
για να με αγγίσεις. 

Σε φωταχτίδων βάφτισε τα δυο σου χέρια βάζο
για να σιμώσεις το που εγώ ζωγράφισα γαλάζο
και γίνε λευκοφτέρουγο ένα πέταμα της φύσης,
για να με αγγίσεις. 

Τα μαύρα σου, σγουρά μαλλιά, τα σκόρπια απολυμένα,
με τ'άγιο μύρο, ευώδιασε που εγώ τα'χω αλειμμένα.
Του Θεού τον οίκο, πες, με αγνές, τον πόνο σου, διαχύσεις,
για να με αγγίσεις. 

Σαν άγιο κλείσε λείψανο στου στήθους σου το βάθος
τη φλόγα που η αγάπη μου σου θέριεψε σαν πάθος
και σε τρανές τον κόρφο σου φωτιές να παρατήσεις,
για να με αγγίσεις. 

Στην νύχτια την αγρύπνια της άνοιξε την καρδιά σου
στην άγρια θύελλα που εγώ ξεσήκωσα μπροστά σου.
Και μαργατίτη ολόγλαυκο βαθειά σου ν'αποχτήσεις,
για να με αγγίσεις.

Κι' αν η ψυχή σου ως μάλαμα, χρυσάφι ονειρεμένο, 
λάμψει μες απ'το σώμα σου το ασημοστολισμένο,
και του βωμού μου υπέρτατο λουλούδι πια θ'ανθίσεις,
και θα με αγγίσεις. 



Μετάφραση: ΚΟΥΛΗΣ ΑΛΕΠΗΣ