Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 14 Φεβρουαρίου 2013

Παπαδιαμάντης Α. - Το Χριστόψωμο



Αυτό το διήγημα είναι η πρώτη εμφάνιση του Παπαδιαμάντη στα γράμματα, με αφορμή ένα διαγωνισμό διηγήματος. Την περίοδο εκείνη δημιουργήθηκε το πνευματικό κίνημα του Ελληνοκεντρισμού- όποια προσπάθεια προβολής του ευγενικού (συγχυσμένο ολίγον με το ευρωπαϊκό...) ελληνικού στοιχείου επιβραβευόταν. Μία τέτοια προσπάθεια ήταν και ο διαγωνισμός διηγήματος. Ο Παπαδιαμάντης βρήκε την καταλληλότερη περίοδο για να παρουσιάσει το Χριστόψωμο... 

~ ~ ~ ~ 

Μεταξὺ τῶν πολλῶν δηµωδῶν τύπων, τοὺς ὁποίους θὰ ἔχωσι νὰ ἐκµεταλλευθῶσιν οἱ µέλλοντες διηγηµατογράφοι µας, διαπρεπῆ κατέχει θέσιν ἡ κακὴ πενθερά, ὡς καὶ ἡ κακὴ µητρυιά. Περὶ µητρυιᾶς ἄλλωστε θὰ ἀποπειραθῶ νὰ διαλάβω τινά, πρὸς ἐποικοδόµησιν τῶν ἀναγνωστῶν µου. Περὶ µιᾶς κακῆς πενθερᾶς σήµερον ὁ λόγος.  Εἰς τί ἔπταιεν ἡ ἀτυχὴς νέα ∆ιαλεχτή, οὕτως ὠνοµάζετο, θυγάτηρ τοῦ Κασσανδρέως µπάρµπα Μανώλη, µεταναστεύσαντος κατὰ τὴν Ἑλληνικὴν Ἐπανάστασιν εἰς µίαν
τῶν νήσων τοῦ Αἰγίου; Εἰς τί ἔπταιεν ἂν ἦτο στείρα καὶ ἄτεκνος; Εἶχε νυµφευθῆ πρὸ ἑπταετίας, ἔκτοτε δὶς µετέβη εἰς τὰ λουτρὰ τῆς Αἰδηψοῦ, πεντάκις τῆς ἔδωκαν νὰ πίη διάφορα τελεσιουργὰ βότανα, εἰς µάτην, ἡ γῆ ἔµενεν ἄγονος. ∆υὸ ἢ τρεῖς γύφτισσαι τῆς ἔδωκαν νὰ φορέση περίαπτα θαυµατουργὰ περὶ τὰς µασχάλας, εἰπούσαι αὐτῇ, ὅτι τοῦτο ἦτο τὸ µόνον µέσον, ὅπως γεννήσῃ, καὶ µάλιστα υἱόν. Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τῇ ἐδώρησεν ἡγιασµένον κοµβολόγιον, εἰπῶν αὐτῇ νὰ τὸ βαπτίζῃ καὶ νὰ
πίνῃ τὸ ὕδωρ. Τὰ πάντα µάταια. 
Ἐπὶ τέλους µὲ τὴν ἀπελπισίαν ᾖλθε καὶ ἡ ἀνάπαυσις τῆς συνειδήσεως, καὶ δὲν ἐνόµιζεν ἐαυτὴν ἔνοχον. Τὸ αὐτὸ ὅµως δὲν ἐφρόνει καὶ ἡ γραῖα Καντάκαινα, ἡ πενθερά της, ἥτις ἐπέρριπτεν εἰς τὴν νύµφην αὐτῆς τὸ σφάλµα τῆς µὴ ἀποκτήσεως ἐγγόνου διὰ τὸ γῆρας της. 
Εἶναι ἀληθές, ὅτι ὁ σύζυγος τῆς ∆ιαλεχτῆς ἦτο τὸ µόνον τέκνον τῆς γραίας ταύτης,  καὶ οὖτος δὲ συνεµερίζετο τὴν πρόληψιν τῆς µητρός του ἐναντίον τῆς συµβίας αὐτοῦ.  Ἂν δὲν τῷ ἐγέννᾳ ἡ σύζυγός του, ἡ γενεὰ ἐχάνετο. Περίεργον, δέ, ὅτι πᾶς Ἕλλην τῆς ἐποχῆς µας ἱερώτατον θεωρεῖ χρέος καὶ ὑπερτάτην ἀνάγκην τὴν διαιώνισιν τοῦ γένους του. 
Ἑκάστοτε, ὁσάκις ὁ υἱός της ἐπέστρεφεν ἐκ τοῦ ταξιδίου του, διότι εἶχε βρατσέραν,  καὶ ἦτο τολµηρότατος εἰς τὴν ἀκτοπλοΐαν, ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤρχετο εἰς προϋπάντησιν αὐτοῦ, τὸν ὡδήγει εἰς τὸν οἰκίσκον της, τὸν ἐδιάβαζε, τὸν ἐκατήχει,  τοῦ ἔβαζε µαναφούκια, καὶ οὕτω τὸν προέπεµπε παρὰ τῇ γυναικὶ αὐτοῦ. Καὶ δὲν ἔλεγε τὰ ἐλαττώµατά της, ἀλλὰ τὰ αὐγάτιζε, δὲν ἦτο µόνο «µαρµάρα», τουτέστι στείρα ἡ νύµφη της, τοῦτο δὲν ἤρκει, ἀλλ᾿ ἦτο ἄπαστρη, ἀπασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ὅλα τὰ εἶχεν, «ἡ ποίσα, ἡ δείξα, ἡ ἄκληρη».


Ὁ καπετὰν Καντάκης, φλοµωµένος, θαλασσοπνιγµένος, τὰ ἤκουεν ὅλα αὐτά, ἡ φαντασία του ἐφούσκωνεν, ἐξερχόµενος εἶτα συνήντα τοὺς συναδέλφους του ναυτικούς, ἤρχιζαν τὰ καλῶς ὤρισες, καλῶς σᾶς ηὕρα, ἔπινεν ἑπτὰ ἢ ὀκτὼ ρώµια, καὶ µὲ τριπλῆν σκοτοδίνην, τὴν ἐκ τῆς θαλάσσης, τὴν ἐκ τῆς γυναικείας διαβολῆς καὶ τὴν ἐκ τῶν ποτῶν, εἰσήρχετο οἴκαδε καὶ βάρβαροι σκηναὶ συνέβαινον τότε µεταξὺ αὐτοῦ καὶ τῆς συζύγου του.

Οὕτως εἶχον τὰ πράγµατα µέχρι τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων τοῦ ἔτους 186...  Ὁ καπετὰν Καντάκης πρὸ πέντε ἡµερῶν εἶχε πλεύσει µὲ τὴν βρατσέραν του εἰς τὴν ἀπέναντι νῆσον µὲ φορτίον ἀµνῶν καὶ ἐρίφων, καὶ ἤλπιζεν, ὅτι θὰ ἑώρταζε τὰ Χριστούγεννα εἰς τὴν οἰκίαν του. Ἀλλὰ τὸν λογαριασµὸν τὸν ἔκαµνεν ἄνευ τοῦ ξενοδόχου, δηλ. ἄνευ τοῦ Βορρᾶ, ὅστις ἐφύσησεν αἰφνιδίως ἄγριος καὶ ἔκλεισαν ὅλα τὰ πλοῖα εἰς τοὺς ὅρµους, ὅπου εὑρέθησαν. Εἴποµεν ὅµως, ὅτι ὁ καπετὰν Καντάκης ἦτο τολµηρὸς περὶ τὴν ἀκτοπλοΐαν. Περὶ τὴν ἑσπέραν τῆς παραµονῆς τῶν Χριστουγέννων ὁ ἄνεµος ἐµετριάσθη ὀλίγον, ἀλλ᾿ οὐχ ἧττον ἐξηκολούθει νὰ πνέῃ.  Τὸ µεσονύκτιον πάλιν ἐδυνάµωσε. 
Τινὲς ναυτικοὶ ἐν τῇ ἀγορᾷ ἐστοιχηµάτιζον, ὅτι, ἀφοῦ κατέπεσεν ὁ Βορρᾶς, ὁ καπετὰν Καντάκης θὰ ἔφθανε περὶ τὸ µεσονύκτιον. Ἡ σύζυγός του ὅµως δὲν ἦτο ἐκεῖ νὰ τοὺς ἀκούση καὶ δὲν τὸν ἐπερίµενεν. Αὕτη ἐδέχθη µόνο περὶ τὴν ἑσπέραν τὴν ἐπίσκεψιν τῆς πενθερᾶς της, ἀσυνήθως φιλόφρονος καὶ µηδιώσης, ἥτις τῇ εὐχήθῃ τὸ ἀπαραίτητον «καλὸ δέξιµο», καὶ διὰ χιλιοστὴν φορὰ τὸ στερεότυπον «µ᾿ ἕναν καλὸ γυιό». 
Καὶ οὐ µόνον, τοῦτο, ἀλλὰ τῇ προσέφερε καὶ ἓν χριστόψωµο. 
- Τὸ ζύµωσα µοναχή µου, εἶπεν ἡ θειὰ Καντάκαινα, µὲ γειὰ νὰ τὸ φᾶς. 
- Θὰ τὸ φυλάξω ὡς τὰ Φῶτα, διὰ ν᾿ ἁγιασθῇ, παρετήρησεν ἡ νύµφη. 
- Ὄχι, ὄχι, εἶπε µετ᾿ ἀλλοκότου σπουδῆς ἡ γραῖα, τὸ δικό της φυλάει ἡ κάθε µιὰ νοικοκυρὰ διὰ τὰ Φῶτα, τὸ πεσκέσι τρώγεται. 
- Καλά, ἀπήντησεν ἠρέµα ἡ ∆ιαλεχτή, τοῦ λόγου σου ξέρεις καλλίτερα. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἦτο ἀγαθωτάτης ψυχῆς νέα, οὐδέποτε ἠδύνατο νὰ φαντασθῇ ἢ νὰ ὑποπτεύσῃ κακό τι. 
«Πῶς τὤπαθε ἡ πεθερά µου καὶ µοῦ ἔφερε χριστόψωµο», εἶπε µόνον καθ᾿ ἐαυτήν, καὶ  ἀφοῦ ἀπῆλθεν ἡ γραῖα ἐκλείσθη εἰς τὴν οἰκίαν της καὶ ἐκοιµήθη µετὰ τίνος δεκαετοῦς παιδίσκης γειτονοπούλας, ἥτις τῇ ἔκανε συντροφίαν, ὁσάκις ἔλειπεν ὁ σύζυγός της. Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐκοιµήθη πολὺ ἐνωρίς, διότι σκοπὸν εἶχε νὰ ὑπάγῃ εἰς τὴν ἐκκλησίαν περὶ τὸ µεσονύκτιον. Ὁ ναὸς δὲ τοῦ Ἁγίου Νικολάου µόλις ἀπεῖχε πεντήκοντα βήµατα ἀπὸ τῆς οἰκίας της. 
Περὶ τὸ µεσονύκτιον ἐσήµαναν παρατεταµένως οἱ κώδωνες. Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἠγέρθη,  ἐνεδύθη καὶ ἀπῆλθεν εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Ἡ παρακοιµωµένη αὐτὴ κόρη ἦτο συµπεφωνηµένον, ὅτι µόνον µέχρι οὗ σηµάνη ὁ ὄρθρος θὰ ἔµενε µετ᾿ αὐτῆς, ὅθεν ἀφυπνίσασα αὐτὴν τὴν ὡδήγησε πλησίον τῶν ἀδελφῶν της. Αἱ δυὸ οἰκίαι ἐχωρίζοντο διὰ τοίχου κοινοῦ. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἀνῆλθεν εἰς τὸν γυναικωνίτην τοῦ ναοῦ, ἀλλὰ µόλις παρῆλθεν ἠµίσεια ὥρα καὶ γυνή τις πτωχὴ καὶ χωλὴ δυστυχής, ἥτις ὑπηρέτει ὡς νεωκόρος τῆς ἐκκλησίας, ἐλθοῦσα τῇ λέγει εἰς τὸ οὖς. 
- ∆όσε µου τὸ κλειδί, ἦλθε ὁ ἄντρας σου. 

- Ὁ ἄντρας µου! ἀνεφώνησεν ἡ ∆ιαλεχτὴ ἔκπληκτος. 
Καὶ ἀντὶ νὰ δώσῃ τὸ κλειδὶ ἔσπευσε νὰ καταβῇ ἡ ἰδία. 
Ἐλθοῦσα εἰς τὴν κλίµακα τῆς οἰκίας, βλέπει τὸν σύζυγόν της κατάβρεκτον,  ἀποστάζοντα ὕδωρ καὶ ἀφρόν. 
- Εἶµαι µισοπνιγµένος, εἶπε µορµυρίζων οὗτος, ἀλλὰ δὲν εἶναι τίποτε. Ἀντὶ νὰ τὸ ρίξωµε ἔξω, τὸ καθίσαµε στὰ ρηχά. 
- Πέσατε ἔξω; ἀνέκραξεν ἡ ∆ιαλεχτή. 
- Ὄχι, δὲν εἶναι σοῦ λέω τίποτε. Ἡ βρατσέρα εἶναι σίγουρη, µὲ δυὸ ἄγκουρες ἀραγµένη καὶ καθισµένη. 
- Θέλεις ν᾿ ἀνάψω φωτιά; 
- Ἄναψε καὶ δόσε µου ν᾿ ἀλλάξω. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξήγαγε ἐκ τοῦ κιβωτίου ἐνδύµατα διὰ τὸν σύζυγόν της καὶ ἤναψε πῦρ. 
- Θέλεις κανένα ζεστό; 
- ∆ὲν µ᾿ ὠφελεῖ ἐµένα τὸ ζεστό, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Κρασὶ νὰ βγάλῃς. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξήγαγεν ἐκ τοῦ βαρελίου οἶνον. 
- Πῶς δὲν ἐφρόντισες νὰ µαγειρεύσῃς τίποτε; εἶπε γογγύζων ὁ ναυτικός. 
- ∆ὲν σ᾿ ἐπερίµενα ἀπόψε, ἀπήντησε µετὰ ταπεινότητος ἡ ∆ιαλεχτή. Κρέας ἐπῆρα.  Θέλεις νὰ σοῦ ψήσω πριζόλα; 
- Βάλε, στὰ κάρβουνα, καὶ πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου, εἶπεν ὁ καπετὰν Καντάκης. Θὰ ἔλθω κι ἐγὼ σὲ λίγο. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἔθεσε τὸ κρέας ἐπὶ τῆς ἀνθρακιᾶς, ἥτις ἐσχηµατίσθη ἤδη, καὶ ἡτοιµάζετο νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν διαταγὴν τοῦ συζύγου της, ἥτις ἦτο καὶ ἰδική της ἐπιθυµία, διότι ἤθελε νὰ κοινωνήσῃ. Σηµειωτέον ὅτι τὴν φράσιν «πήγαινε σὺ στὴν ἐκκλησιά σου»  ἔβαψεν ὁ Καντάκης διὰ στρυφνῆς χροιᾶς. 
- Ἡ µάννα µου δὲ θὰ τὤµαθε βέβαια ὅτι ᾖλθα, παρετήρησεν αὖθις ὁ Καντάκης. 
- Ἐκείνη εἶναι στὴν ἐνορία της, ἀπήντησεν ἡ ∆ιαλεχτή. Θέλεις νὰ τῆς παραγγείλω; 
- Παράγγειλέ της νὰ ἔλθῃ τὸ πρωί. 
Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐξῆλθεν. Ὁ Καντάκης τὴν ἀνεκάλεσεν αἴφνης. 
- Μὰ τώρα εἶναι τρόπος νὰ πᾶς ἐσὺ στὴν ἐκκλησιά, καὶ νὰ µὲ ἀφήσεις µόνον;

- Νὰ µεταλάβω κι ἔρχοµαι, ἀπήντησεν ἡ γυνή. 
Ὁ Καντάκης δὲν ἐτόλµησε ν᾿ ἀντείπῃ τι, διότι ἡ ἀπάντησις θὰ ἦτο βλασφηµία. Οὐχ ἧττον ὅµως τὴν βλασφηµίαν ἐνδιαθέτως τὴν ἐπρόφερεν.  Ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐφρόντισε νὰ στείλη ἀγγελιοφόρον πρὸς τὴν πενθεράν της, ἕνα δωδεκαετῆ παῖδα τῆς αὐτῆς ἐκείνης γειτονικῆς οἰκογενείας, ἧς ἡ θυγάτηρ ἐκοιµήθη
ἀφ᾿ ἑσπέρας πλησίον της, καὶ ἐπέστρεψεν εἰς τὸν ναόν. 
Ὁ Καντάκης, ὅστις ἐπείνα τροµερά, ἤρχισε νὰ καταβροχθίζῃ τὴν πριζόλαν.  Καθήµενος ὀκλαδὸν παρὰ τὴν ἑστίαν, ἐβαρύνετο νὰ σηκωθῆ καὶ ν᾿ ἀνοίξη τὸ ἑρµάρι διὰ νὰ λάβη ἄρτον, ἀλλ᾿ ἀριστερόθεν αὐτοῦ ὑπεράνω τῆς ἑστίας ἐπὶ µικροῦ σανιδώµατος εὑρίσκετο τὸ Χριστόψωµον ἐκεῖνο, τὸ δῶρον τῆς µητρός του πρὸς τὴν νύµφην αὐτῆς. Τὸ ἔφθασε καὶ τὸ ἔφαγεν ὁλόκληρον σχεδὸν µετὰ τοῦ ὀπτοῦ κρέατος. 


Περὶ τὴν αὐγήν, ἡ ∆ιαλεχτὴ ἐπέστρεψεν ἐκ τοῦ ναοῦ, ἀλλ᾿ εὗρε τὴν πενθεράν της περιβάλλουσαν διὰ τῆς ὠλένης τὸ µέτωπον τοῦ υἱοῦ αὐτῆς καὶ γοερῶς θρηνοῦσαν.  Ἐλθοῦσα αὕτη πρὸ ὀλίγων στιγµῶν τὸν εὗρε κοκκαλωµένον καὶ ἄπνουν. Ἐπάρασα τοὺς ὀφθαλµούς, παρετήρησε τὴν ἀπουσίαν τοῦ Χριστοψώµου ἀπὸ τοῦ σανιδώµατος τῆς ἑστίας, καὶ ἀµέσως ἐνόησε τὰ πάντα. Ὁ Καντάκης ἔφαγε τὸ φαρµακωµένο χριστόψωµο, τὸ ὁποῖον ἡ γραῖα στρίγλα εἶχε παρασκευάσει διὰ τὴν νύµφην της. 
Ἰατροὶ ἐπιστήµονες δὲν ὑπῆρχον ἐν τῇ µικρᾷ νήσῳ· οὐδεµία νεκροψία ἐνεργήθη.  Ἐνοµίσθη, ὅτι ὁ θάνατος προῆλθεν ἐκ παγώµατος συνεπείᾳ τοῦ ναυαγίου. Μόνη ἡ γραῖα Καντάκαινα ἤξευρε τὸ αἴτιον τοῦ θανάτου. Σηµειωτέον, ὅτι ἡ γραῖα,  συναισθανθεῖσα καὶ αὐτὴ τὸ ἔγκληµά της, δὲν ἐµέµφθη τὴν νύµφην της. Ἀλλὰ τοὐναντίον τὴν ὑπερήσπισε κατὰ τῆς κακολογίας ἄλλων. 
Ἐὰν ἔζησε καὶ ἄλλα κατόπιν Χριστούγεννα, ἡ ἄστοργος πενθερὰ καὶ ἀκουσία παιδοκτόνος, δὲ θὰ ἦτο πολὺ εὐτυχὴς εἰς τὸ γῆρας της. 

(Ἐφ. «Ἐφηµερίς», 26 τοῦ ∆εκέµβρη 1887). 





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου