(Απόσπασμα, σελ. 49-50)
Τελείωσε. ΤΟ Αϊβαλί άδειασε πια. Το απόγευμα φέυγει το τελευταίο βαπόρι. Όσοι είναι να φύγουν θα φύγουν. Αλλιώς δεν έχει άλλο.
Απ'το Θάνο μαθαίνω πως κλαίνε όλοι στο σπίτι. Η μητέρα μου δε θέλει να φύγει. Ο γερο-πατέρας μου την παρακαλεί και της λέει πως έχουμε κορίτσια. Πρέπει.
Έρχεται και σ'εμένα και με ρωτά απ'το παράθυρο τι να κάμει. Είναι πολύ συντριμμένος.
- Πατέρα, γρήγορα! του φωνάζω.
Θυμάμαι τη φαμίλια με το κορίτσι που πήραν χτες τη νύχτα.
- Να φύγετε γρήγορα πατέρα!
Κατά τις τρεις το απόγευμα την καταφέρνουν, τέλος, και την μητέρα μου πως "πρέπει".
Έρχουνται στη φυλακή και παρακαλούν τον αξιωματικό, μια τελευταία ικεσία: να τους αφήσει να μπουν στο υπόγειο να μ'αποχαιρετίσουν. Με πολλές δυσκολίες τους δίνει την άδεια.
Είναι όλοι, ο γερο-πατέρας, η μητέρα μου, ο Θάνος, η Ανθίππη, η Σοφία, η Αγάπη, η Λένα, όλοι. Μ'αγκαλιάζουν πρώτα και με φιλούν τα παιδιά. Ένα- ένα, μόλις κάμουν το καθήκον τους, φεύγουν όξω. Οι σύντροφοί μου μας έχουν τριγυρίσει. Παρακολουθούν σιωπηλά. Με πιάνει απ'τους ώμους ο πατέρας μου. Δεν τον είχα δει να κλάψει ποτές. Με κρατά μια μακριά στιγμή έτσι, απ'τους ώμους, ύστερα σκύβει και με φιλά στο μέτωπο. Ένα νευρικό έχει πιάσει τα ματόκλαδά του. Ύστερα, έχει ξοδέψει πια όλες τις δυνάμεις, κατεβάζει τα χέρια του.
Όμως η μητέρα μου, που έρχεται τελευταία, δε θέλει να ξεκολλήσει από πάνω μου. Είμαστε εκεί μια μάζα, έχω χώσει το κεφάλι μου μες στο μαραμένο κόρφο της, να κρατήσω για τελευταία φορά αυτή τη ζέστη πάνω στο μάγουλό μου. Με σφίγγει, δε θέλει να μ'αφήσει. Τα δάκρυά της μποδίζουν τα λόγια να βγουν καθαρά. Μόλις καταλαβαίνω πως λέει πως δε θα το βαστάξει και θα πεθάνει γρήγορα. Το ξαναλέει, σα να είναι κάτι που μου το υπόσχεται. Σηκώνει το πρόσωπό της, πιάνει το δικό μου με τα χέρια της και με κοιτάζει σα μια εικόνα που δεν πρόκειται να τη δει ποτές πια, σκύβει πάλι, μου μαζεύει το σακάκι, ασυναίσθητα, να με κουμπώσει μην κρυώσω, σαν που ήμουν παιδάκι.
Ο πατέρας μου την τραβά.
- Δε θα προφτάξουμε το βαπόρι... Δε θα προφτάξουμε... μουρμουρίζει συγκινημένος.
Κ' εγώ τη σπρώχνω, μην τυχόν και δεν προφτάξουν.
- Μανούλα, να φύγετε!... Θα σε θυμάμαι...
Βγαίνουν όξω. Ώσπου να στρίψουν τη γωνιά τη βλέπω να τη σέρνουν τα παιδιά μας, κ' εκείνη γυρίζει και κοιτάζει πίσω μήπως με ξεχωρίσει.
- Μητέρα σου είναι; λέει ο σκοπός, που ποαρακολουθούσε όλη τη σκηνή.
Δε μιλώ.
- Ναι, λέει ένας δικός μας. Μητέρα του είναι.
Ο σκοπός κουνά το κεφάλι σκεφτικός.
~ ~ ~ ~
Είναι από τους λογοτέχνες που βιώνουν ψυχή και σώματι την Μικρασιατική καταστροφή. Στις σελίδες του, στα ακροδάχτυλα που γεμίζουν τα χαρτιά, αποτυπώνεται η αγωνία του μετέπειτα, ο ξεριζωμός, η συμβίωση, ο επαναπατρισμός, η οικογένεια, ο άνθρωπος, ο πόλεμος.
Γεννημένος στα χώματα της πάλαι ποτέ Ιωνίας, ο Βενέζης δοκίμασε (και δοκιμάστηκε από) τη συνολική περιπέτεια που γνώρισε ο ελληνισμός των παραλίων, και όχι μόνον, της Μικρασίας. Το σύνολο των βιωμάτων του από τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια αποτέλεσε τον πυρήνα και το σταθερό μοτίβο της δημιουργικής του γραφής.
Πάνω στον κορμό του βιβλίου τού Βενέζη, στηρίχτηκε και η ταινία του Νίκου Κούνδουρου «1922». Η προβολή της ταινίας είναι μέχρι και σήμερα, ουσιαστικά απαγορευμένη στην Ελλάδα, ενώ δεν έχει προβληθεί ποτέ στην Θράκη. Η ταινία απαγορεύτηκε από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, μετά από διαμαρτυρία του τουρκικού Υπουργείου Εξωτερικών, με το αιτιολογικό ότι δυναμιτίζει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Ο Νίκος Κούνδουρος κατάφερε να εξασφαλίσει ένα αντίγραφο της ταινίας και το πρόβαλλε στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπου σάρωσε τα βραβεία (καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, φωτογραφίας, Α” ανδρικού ρόλου [Βασίλης Λάγγος] και Α” γυναικείου ρόλου [Ελεωνόρα Σταθοπούλου]). Το 1982, με παρέμβαση του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών, απαγορεύθηκε η προβολή της ταινίας και στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βουδαπέστης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου