Ένα κοινό μας συνδέει μ'αυτούς τους ανθρώπους, με τις λέξεις, τα γράμματά τους... Τα αρμυρίκια μας κρατάνε συντροφιά, στενεύουν το χάσμα της στεριάς με τη θάλασσα. Εκείνοι στην άλλη όχθη, αυτοεξόριστοι, μοναχικοί. Κλισέ λεξιλόγιο, όροι που πολλές φορές δεν είμαστε σίγουροι για τη σημασία τους, καταστρώματα σχεδιασμένα ξέφωτα, θάλασσες μοναδικές, ανεμολόγια ασπρόμαυρα, γαρμπήδες και λεβάντες και ο μόλος... ο μόλος απ'όπου ξεκινάει το ταξίδι.
Το πρώτο μέρος ανήκει στον Βασίλη Λούλη (1901-1972). Γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας, μπήκε στα βαπόρια λόγω φτώχειας και ταξίδεψε μ'αυτά για 21 χρόνια. Η φυματίωση τον στέριωσε για τα καλά ξανά στην Κύμη και ξεκίνησε το γράψιμο για να μην τρελαθεί. Πολλά του γραπτά στάλθηκαν στα Ελληνικά Γράμματα όπου και δημοσιεύθηκαν. Η γραφή και τα κείμενά του περιέχουν αρκετά κοινά στοιχεία με τον συνοδοιπόρο του Ν. Καββαδία, μα ένα αυτό που τους διαχωρίζει: Ο Β. Λούλης εναντιώθηκε στον Καββαδία, υποστηρίζοντας ότι παρουσιάζει τη ζωή στα βαπόρια ωραιοποιημένη, μη ρεαλιστική.
Ο Βασίλης Λούλης, τελικά, πεθαίνει στην Κύμη τον Μάρτη του 1972, αφήνοντας την περιουσία του στο Δήμο Κύμης. Τα μοναδικά στοιχεία που αναφέρονται στο έργο και τη ζωή του συγγραφέα, βρίσκονται σε ένα αυτοβιογραφικό κειμενάκι, που δεν πρόλαβε να στείλει...
~ ~ ~ ~
ΤΟ ΦΩΤΕΙΝΟ ΤΕΛΟΣ ΜΙΑΣ ΣΚΟΤΕΙΝΗΣ ΖΩΗΣ
… Είπα… είπα… είπα…
Αν απ’ όλους τους ναυτεργάτες που δουλέψανε στον πόλεμο τα καταφέρνανε λιγοστοί, παίζοντας τη ζωή τους κορώνα γράμματα, τέσσερα χρόνια, να ψευτονοικοκυρευτούνε, με κάνα καϊκάκι ή μαγαζάκι, πόσ’ είναι κείνοι που βρήκαν το θάνατο στα νερά του Ντόβερ, του Μπρίστολ Τσάνελ, του κόρφο Λέων;
Τους είπα για κείνους που ’μειναν μισότρελοι ως τα σήμερα ’πό την αντάρα της τορπίλας την αναπάντεχη, ’πό το ξαφνικό πέσιμο στη θάλασσα την παλλόμενη.
Τους θύμισα τα περίπολα που γύριζαν τα βράδια στις ταβέρνες του Κάρδιφ, του Νιούπορτ και Σιλς κι όποιος Γραικός, Σπανιόλος δεν ήθελε να μπαρκάρει μονοβραδιά με τον καρβουνά που πήγαινε για τη Χάβρη, για το Μπορντώ, για τη Γένοβα, έφευγε την ίδια ώρα με το τρένο για τα σκοτσέζικα βουνά να κόβει ξύλα.
Τους μίλησα για κείνους τους άλλους τους πολλούς, γι’ αυτούς που σέρνουν την άθλιά τους ύπαρξη ως τα τώρα στους ντόκους, στα μουράγια…
Γι’ αυτούς που το καταραμένο μάλαμα, που πέρασ’ απ’ τα χέρια τους, τους άφησε για μόνη κληρονομιά το πάθος του πιοτού.
Πίνανε πολύ τότες.
Πίναν στο πέλαγο για ξεχάσουν· να κοιμίσουν το φόβο που τους έδερνε.
Πίναν στα λιμάνια για να πανηγυρίσουνε το γλιτωμό.
Απόψε στα ήσυχα, στα σίγουρα και ζεστά… αύριο ποιος ξέρει…
- Σούζη, Πωλέτ, Μαρία, βάλτε να πιούμε, μ’ άδεια ποτήρια θα χαζεύουμε; Βάλτε να πιούμε, βάλτε, τσίριοπ, εβίβα, α σαντέ…
Και πίνανε ολοένα, πίνανε κάσες το τζιν και τ’ ουίσκι στο βαπόρι, στο πέλαγο, βαρέλια η μπίρα στο λιμάνι.
Λόγια σταράτα, καθαρά.
Τους μίλησα για χαροκαμένες μάνες, για παιδάκια με μαύρες ποδιές, για δεκανίκια, στραπατσαρισμένα μούτρα, για μάτια δίχως φως.
Μάλλιασ’ η γλώσσα μου, μα πού ν’ ακούσουνε.
… Εδώ, γιε μου, θ’ ανοίξει τις κάσες της η Ινγκλιτέρα και θα τρέξει το φλουρί ποτάμι. Καβαλάρηδες λαμπεροί, κουδουνιστοί, που δε θα τους χωρά η χούφτα σου και θ’ απλώνεις τη σκούφια σου να τους ρίξει ο καπετάνιος σαν θα τελειώνει με το καλό ταξίδι. Θα τραγουδάνε γκλιν, γκλιν, γκλιν όπως θα τους μετράει έναν έναν και που θα τους βλέπεις και θα τους ακούς, θα τα ξεχνάς όλα, τορπίλες και φόβους και τρομάρες…
Αμή ’πό φαΐ, ’πό φαΐ, κει θα ’ναι για να ’ναι κοτόπουλο και διάνο μωρέ, μεσημέρι, βράδυ κοτόπουλο, κοτόπουλο κάθε μέρα και σβίγγοι και ρυζόγαλα και λουκουμάδες.
Τι μου λες να μιλήσω, να φωνάξω για φαΐ τώρα;
Χέρι που δε μπορείς να το δαγκάσεις να το φιλάς, ρε… Τότε μάλιστα, θ’ ακουστεί και μένα ο λόγος μου…
Δεν μπορεί να προχωρήσει άλλο, τον πνίγει τ’ όραμα. Λάμπουνε τα τσιμπλιάρικα μάτια, τρέμουν τα σαγόνια, τρέχουνε τα σάλια… Ε ρε και να ’τανε τούτη δα η ώρα.
- Μίλα ντε, ρε! λέει ο Διαμαντής. Βουβάθηκες τώρα; ’Γώ να ζήσω, μωρέ, και δε πα να γίνει ο κόσμος όλος στάχτη! Ποιος μωρέ, με συλλογιέται μένα τώρα που πεθαίνω δις την ώρα;
Τώρα παίρνει το λόγο ο Παναγής:
- Μένα μου φτάνει μόνο να συλλογιέμαι τ’ άλλο, που θα με παρακαλάνε να μπαρκάρω.
Ακούς, λέει, να ’ρχεται ο καπετάνιος, να σε βρίσκει στον καφενέ και να σου λέει: «Έλα, Παναγή, με το βαπόρι μου και θα περάσουμε καλά, θα δεις τι καλά που θα περάσουμε.» Ε, ρε Χριστέ, μεγαλεία…
Εφτά μήνες πέρσι ξέμπαρκος στον Περαία, της μάνας μου το γάλα βλαστήμησα. ’Πό γραφείο σε γραφείο ’πό μεσίτη σε μεσίτη, ’πό γαλονά σε κομματάρχη. Κι από την πρώτη μέρα να σου λένε όλοι τους καλά κι εντάξει, μείνε ήσυχος, και περνούν οι μέρες, οι βδομάδες, οι μήνες, τρυπάει το παντελόνι, σ’ αφήνουν γεια τα παπούτσια, και να μην έχεις δεκάρα για καφέ, μα ούτε για νερό το καλοκαίρι…
Να γίνει πόλεμος, να γίνει…
Να κάθουμαι στον καφενέ στην Τρούμπα και να ’ρτει όχι μόνο ο καπετάνιος, μα κι ο κύριος Λάκης κι ο κύριος Μίμης του γραφείου, αυτά τ’ αχόρταγα σιχαμερά σκουλήκια και να μου πουν:
- Πήγαινε, Παναγή, με το βαπόρι μας και το γραφείο μας δε ’ναι σήμερα μονάχα, και για γραβάτες και κάλτσες και πουκάμισα και πούρα, τσιμουδιά, μόκο… Να ’ρτει τ’ αφεντικό το ίδιο και ’γώ να ξαπλώσω την αρίδα μου σε τρεις καρέκλες και ν’ αποκριθώ: «Να σε κεράσω καφεδάκι, αφεντικό ή γουστάρεις τίποτ’ άλλο; Για μπάρκο τι να σου πω, με ζητάν σε τρία τέσσερα βαπόρια.»
Να το δω με τα μάτια μου, να τη ζήσω μια τέτοια μέρα, κι ύστερα στάχτη και κουρνιαχτό… στο διάολο όλα…
Οι άλλοι, που άκουγαν σιωπηλά ως τα τώρα ξέσπασαν σε γέλια. Γεια σου, Παναγή, μπράβο, Παναγή… Νταγκ νταγκ, νταγκ νταγκ.
Σκάντζα βάρδια.
Τιμόνι έχω δέκα – δώδεκα, κι αφού πήρα βόλτα την κουβέρτα, κάθομαι σε μια γωνιά μονάχος.
Γαλήνια η θάλασσα, καθάριος ο ουρανός με τ’ άστρα του και το φεγγάρι.
… Έτσι ’ναι… Κάποιο ήσυχο βράδυ σαν κι αυτό θα μας δώσει ο ασύρματος το χαρμόσυνο άγγελμα. Θα γίνει πόλεμος… Είναι τόσοι Διαμαντήδες πάνω στον κόσμο τούτο…
- Σας θέλ’ ο καπετάνιος, να πάτε στο σαλόνι, παιδιά, φωνάζ’ ο καμαρότος ’πό την πόρτα και φεύγει τρεχάτος. Είναι στις φούριες του.
Τα ξέρομε, τα μάθαμε τα νέα…
Μπαίνομε ένας ένας στο σαλόνι και βγάζομε τις σκούφιες μας, είν’ εκεί κι οι γραμματικοί κι οι μηχανικοί, δε λείπει κανένας, κι ο καπετάν Πιτζάμας στρογγυλοκάθισε στη γυριστή πολυθρόνα του, με τα δυο μεγάλα δάχτυλα φερμαρισμένα στις μασχάλες του γιλέκου και τα οχτώ χτυπάνε ταμπουρά στα στήθια. Δεξιά του οι γραμματικοί, αριστερά του οι μαστόροι και μεις ολόρθοι γύρα τους με τις λερωμένες ’πό μπογιές και κάρβουνα σκούφιες μας στο χέρι.
- Καλώς τους, καλώς τους, μέλι στάζ’ η γλώσσα του ’πόψε, ύστερα προστάζει μεγαλόπρεπα:
- Σπανέ, κέρασέ μας.
- Σας κάλεσα, γιατί έχω να σας αναγγείλω μια ευχάριστη είδηση, μια πολύ ευχάριστη είδηση.
Λέει ένα σωρό λόγια, πολλά λόγια…
- Τώρα που πιαστήκανε οι μεγάλοι, μεις οι μικροί ένα πράμα μόνο να κοιτάξουμε, πώς να τους πάρουμε πιο πολύ χρήμα, η ευκαιρία να μην πα χαμένη σαν την άλλη φορά, να βάλουμε μυαλό να σφίξουμε τα χέρια μας, να δούμε και μεις οι φτωχοί Θεού πρόσωπο. ’Πό τ’ άλλα ας βγάλουνε σβέρκο συναμετάξυ τους οι μεγάλοι, μάς να μην πειράξουνε, να μας αφήσουν να κοιτάξουμε τη δουλειά μας…
Λέει ακόμα, λέει, σαν πατέρας μάς ορμηνεύει τόση ώρα. Διπλός μιστός απ’ αύριο, δηλαδή μας εξηγεί εκατό τα εκατό αύξηση κι ακόμα θα δουλέψουμε μεις στη φόρτωση μια λίρα έξτρα την ημέρα.
Λεφτά, λεφτά, θα γεμίσει και μας η τσέπη μας τούτη τη φορά.
- Καλά κέρδη! φωνάζ’ ο Διαμαντής.
- Βοήθειά μας ο Άγιος Νικόλας! λέει ο πρώτος με κατάνυξη.
- Κι η χάρη του ο Άγιος, μουρμουρίζει ο λοστρόμος.
Σηκώνουν όλοι τα ποτήρια τους και ’γώ θέλω να φωνάξω:
- Αδέρφια, σταθείτε! Σκεφτείτε μια στιγμή λοιπόν!
Μα σύγκαιρα μια μυστική φωνή μου ψιθυρίζει:
- Πρόσεχε, πρόσεχε, κάθε σου λέξη πρόσεχε, δε ’ναι καιρός για λόγια τώρα.
Κάτι στάθηκε στο λαρύγγι μου και το ’φραξε, στα μάτια μου μπροστά ένα θάμπος σαν σε πούσι, κι ο καπετάνιος κατάλαβε, με κοιτάζει, ξέρει, είναι τόσοι σμπίροι μπροστά στην πλώρη.
Σηκώνω το ποτήρι μου και ’γώ και τ’ αδειάζω μονορούφι. Μολάει Σκότς κι όχι βαφτισμένο, όπως κάθε Χριστούγεννα και Λαμπρή, αγνό πράμα που το πίνεις και πετάγονται τα μάτια σου όξω.
Χαμογελάω, χτυπάω τη γλώσσα μου, πράμα του κερατά.
Χαμογελά κι ο καπετάν Πιτζάμας τώρα και τα ματάκια του μου λένε:
- Έτσι μπράβο ντε, μη μου κάνεις το ζόρικο, γιατί σε λιώνω στη στιγμή· σαν σκουλήκι σε λιώνω…
- Ρε Σπανούλιακα, βάλε μας κι άλλο, μωρέ…
Όμως… Του λόγου του ήταν ’δώ και τέσσερις μήνες, στο περασμένο ταξίδι, π’ έλεγε στους θερμαστές πως δεν έκοψε το πιοτό, ένα τόσο δα ποτηράκι κάθε βάρδια στις ζέστες, κι αυτό μισό και μισό, για λόγους οικονομίας, αλλ’ επιδιώκει την κατάργηση του ολεθρίου εθίμου.
Βγαίνανε ’πό το στόκολο τότες βρεμένοι σαν να ’χαν πέσει στη θάλασσα, έτσι με τη φανέλα και το σώβρακο, μα ’ταν ίδρωτας κείνος.
Μόλις πατούσαν στην κουβέρτα, ξάπλωναν, πέφτανε κατάχαμα και κοίταζαν τον καπνό της καμινάδας π’ ανέβαινε ίσος τον ανήφορο σαν λαμπάδα. Ούτε να βρίσουνε πια δεν είχανε κουράγιο. Μόνο στα μάτια τους π’ άσπριζαν παράξενα, όπως ήταν τα μούτρα τους κατάμαυρα, έλαμπε κάτι ακόμα σαν βλαστήμια, σαν κατάρα. Τέσσερις μέρες έκανε να φυσήξει, τέσσερα μερόνυχτα το θερμόμετρο κάτω στη μηχανή στάθηκε στα εκατόν σαράντα.
Κι ήταν το κάρβουνο χώμα και τα τούμπα φραγμένα και κατσέλο η μηχανή να σπάσει, προκάναμε δεν προκάναμε.
Φτυάρι, λοστό, ρασκέτα, και τα μάτια στο γράδο, ακόμα ν’ ανέβει. Και ξανά ρασκέτα, λοστό, φτυάρι και πάλι φτου, λοστό, ρασκέτα.
Τότες ο καβγάς ήταν για ’να ποτηράκι, σύμφωνα με τη συνήθεια. Μα σήμερα, τέτοια μέρα…
- Βάλε κι άλλο, ρε Σπανέ, φέρε την κάσα μαζωμένη να την πιούμε:
- Γεια μας, παιδιά μου, γεια μας…
- Ζήτω ο πόλεμος, ζήτωωωωω…
Έρημη η πλώρη ’πόψε, μονάχος σουλατσάρω στην πλωριά χαβούζα. Μια παρέα κορίτσια περνά ’π’ έξω, κοντά στο βαπόρι. Είν’ όλες μεθυσμένες και τραγουδάνε: Ιτς ι λόγκουε το Τιπερέρι…
Το παλιό τραγούδι των περασμένων, ’δώ και είκοσι πέντε χρόνια, μα δε γίνεται, αύριο μεθαύριο θα βγει κανένα καινούργιο. Τόσος ενθουσιασμός δεν μπορεί να πάει χαμένος, κάποιον θα εμπνεύσει.
Ανέβηκαν πάνω και πιάσανε κουβέντα με το γραμματικό και με το μάγειρα κάτω ’πό τη γέφυρα, αυτές ούτ’ απόψε δε βγήκανε έξω, μα φαίνεται πως είναι πολλές γιατί μια κατεβαίνει τα σκαλιά της χαβούζας κι έρχεται κατά την πλώρη. Είναι τύφλα, αλλού πατά κι αλλού βρίσκεται. Σαν δεν πέσει, λέω ’γώ, να φάει τα μούτρα της…
Ζυγώνει, αδιάβροχο καουτσούκ, καπέλο, υποδήματα το ίδιο, λες κι είν’ έτοιμη να βγει στη γέφυρα για βάρδια.
- Καλησπέρα μπόι…
- Πήγαινε, άσε με μόνο…
Στέκεται και με κοιτάζ’ αμίλητη, λες και της έφυγε όλο το μεθύσι στη στιγμή.
Διαολίζομαι.
- Πήγαινε στ’ ανάθεμα λοιπόν! και τραβώ να μπω στην πλώρη.
Στο σκοτεινό διάδρομο ένα χέρι ακουμπά στον ώμο μου, και μια φωνή.
- Κάμαραντ…
Ε;;; Γυρίζω και την τραβώ μέσα στην πλώρη στο φως με λαχτάρα. Ακολουθεί με σταθερό βήμα.
Έν’ αγνό και σοβαρό πρόσωπο και δυο μάτια που με κοιτάζουν μ’ εμπιστοσύνη.
Χέρια δουλεμένα, όχι βαμμένα νύχια, δε ’ναι μεθυσμένη, δε ’ναι.
- Λοιπόν;…
Αυτό ήταν όλο, τίποτ’ άλλο δεν μπόρεσα να πω.
Έριξε τη ματιά της ολόγυρα στην πλώρη κι ύστερα έσκυψε κι έβγαλε ’πό τα υποδήματα ένα μάτσο χαρτιά. Τ’ άρπαξα.
«Συνάδελφοι, Έλληνες ναυτεργάτες, μη δουλέψετε στη φόρτωση, δε σας ζητούμε τίποτ’ άλλο…»
Πέταξ’ η λαχτάρα.
«Συνάδελφοι, Έλληνες ναυτεργάτες…». Διαμαντή, Γεράσιμε, Λινάρδο…
- Πού μπορώ να σε δω αύριο το βράδυ, είν’ ανάγκη να με πας σ’ αυτούς που σ’ έστειλαν, πες μου πού θα σε βρω, την ξέρω την πόλη, έχω ξανάρθει.
Σκοτείνιασε το φωτεινό της βλέμμα, φοβάται, υποψιάζεται, στέκεται και με κοιτάζ’ αμίλητη, μετανοιωμένη.
Βιαστικά, νευρικά, ανοίγω τη βαλίτσα μου και βγάζω και ’γώ τώρα κάτι χαρτάκια. Ήταν το βιος μου ως τα χτες, μα σήμερα μου φαίνονται παλιόχαρτα για γέλια.
- Πλατεία Βικτωρίας, εφτά η ώρα, πίσω ’πό τ’ άγαλμα, καληνύχτα!
Μου ’δωσε το χέρι και μόλις βγήκε στη χαβούζα άρχισε το τραγούδι και τα παραπατήματα.
Πίσω της βγαίνω και ’γώ και κάθομαι πάνω στις μπουκαπόρτες τ’ αμπαριού.
Περνούν πάλι μπροστά μου τα κορίτσια φεύγοντας. Ου, ου, ου, καληνύχτα…
Καληνύχτα, καληνύχτα, λέω μέσα μου, στο καλό, παιδιά μου, στο καλό.
Κάθομαι πολλή ώρα, έτσι δα, χωρίς να συλλογιέμαι τίποτα. Μόνο κάπου κάπου ένα χτύπημα, σαν ’πό ματσόλα, μου ’ρχεται γκουπ κατακέφαλα.
Εφτά η ώρα, πλατεία Βικτωρίας…
Περνά κάμποσο και πάλι η ματσόλα γκαπ, Βικτώρια σκούερ σίβεν κλοκ…
Ψιλή βροχή, πούσι, πότε πυκνό πηχτό, που δε σ’ αφήνει ν’ ανασάνεις, πότε ανάριο διάφανο, π’ αφήνει να φαίνεται κάτι σαν ουρανός, μια υπόνοια ήλιου. Περίπολα στον ντόκο, λίγοι εργάτες στο βαπόρι.
Μεις, ναύτες και θερμαστές και καρβουνιάρηδες, δεκαοχτώ νομάτοι όλοι, δουλεύουμε σ’ ένα αμπάρι και σ’ άλλο ένα δουλεύουνε απεργοσπάστες.
Η πόστα αργεί πολύ κι ο Διαμαντής είν’ όλο χαρά γι’ αυτό, λογαριάζει να κλείσουμε το μήνα στη φόρτωση όπως πάμε. Ένα σωρό λίρες, έπρεπε να δουλεύουμε ένα χρόνο για τριάντα λίρες, και τι καλή αρχή που κάνομε, ένα μήνα γράφομε στα… τα υποβρύχιά τους.
Μεγαλείο… μεγαλείο…
«Συνάδελφοι, Έλληνες ναυτεργάτες, μη δουλέψετε στη φόρτωση…»
Χαρτιά… χαρτιά… λόγια… λόγια… Σχολάσαμε.
Όπως μου ’πε, κάθεται και περιμένει. Πασκίζω να πάρω το πρεπούμενο για την περίσταση ύφος και ζυγώνω, κρεμιέται με χαρές μονομιάς πάνω μου και ξεκινάμε. ’Πό τη γωνιά ένας πολιτσμάνος μας κοιτάζει με χαμόγελο γενναιόδωρης συγκατάβασης. Αυτοί οι πλέντυ Γκρέκηδες, θα συλλογιέται, ’κόμα δεν άρχισε ο πόλεμος κι αρχίσαν τα δικά τους… Περνάμε ’πό γνώριμα σοκάκια.
Αυτό το Όσμπορν στριτ το θυμάμαι καλά, ’δώ και εξ χρόνια ξαναπέρασα μια νύχτα χειμωνιάτικη ύστερα ’πό το τάιμ πλιζ, με μια γυναίκα στο πλευρό μου.
Το θυμάμαι κι αναγουλιάζω και ντρέπομαι, λέω πως η κοπέλα τούτη, π’ έχω στο πλευρό μου τώρα, τα ξέρει αυτά και ντρέπομαι για τα τοτινά χάλια μου.
Ωστόσο τι έφταιγα;
Είχαμ’ έρτει ’πό σαράντα τρία μερόνυχτα ταξίδι.
Τέτοιο ταξίδι δε μου στάθηκε άλλο, ούτε να μου ξαναλάχει.
Με το που ξεμπουκάραμε ’πό το ποτάμι, μας περίλαβε ο σορόκος κι ο λεβάντες ’κεί κάτω στο Καπ Πολόνι και στα Σάντα Καταλίνα.
Κοντά μια βδομάδα η πλώρη πάνω στον καιρό τραβέρσο. Ύστερα, σαν ψηλώσαμε λιγάκι, μας βάρεσε κατακέφαλα ο ήλιος των τροπικών ’πό το Κάβο Φρίο ως το Σαν Βίντσο. Άναβ’ η λαμαρίνα.
Μέρες γεμάτες βάσανο ’πό τη δουλειά και τη ζέστη και νύχτες μ’ οράματα, δίχως δροσιά, χωρίς ύπνο.
’Πό τη Μαδέρα και πάνω άρχισε πουνέντες, μαΐστρος κι η κρύα τραμουντάνα.
Γκέιλ έδινε η Μαδέρα, γκέιλ η Λιμπόνα, γκέιλ κοπανούσανε είκοσι μερόνυχτα όλ’ οι σταθμοί, ώσπου φτάσαμε καμιά φορά σε τούτο το λιμάνι. Άσπρα τ’ άλμπουρα, άσπρη η καμινάδα, άσπρα και τα βλέφαρά μας ’πό τ’ αλάτια…
Κι έτσι κείνη τη βραδιά, ξαφνικά, σαν να ’ταν να μην τελείωνε ποτέ κείνο το κακό με τα κύματα τα μανιασμένα, περπατάς ξένοιαστος χωρίς να κρατιέσαι ’πό πουθενά, χωρίς να φοβάσαι μη σ’ αρπάξει κάνα κύμα.
Ήσυχος, στεγνός, ξένοιαστος…
Ήταν η πρώτη γυναίκα κείνη τη βραδιά που με κοίταξε χαμογελώντας…
Δεν περίμενα για πιο καλή, δεν μπορούσα να περιμένω, δεν είχα πιάσει τα τριάντα ’κόμα… Μόνο το πρωί που ξύπνησα ένιωσα τι θα πει αηδία σ’ όλο της το βάθος και το πλάτος.
Ως τα σήμερα που το θυμάμαι, αναγουλιάζω…
Μια μικρή κάμαρη μισοσκότεινη, με μόνο μόμπιλα δυο καρέκλες κι ένα τραπέζι κι εξ εφτά άνθρωποι που με κοιτάζουν αυστηρά χωρίς να μιλούνε.
Κατεβάζω το κεφάλι. «Δουλέψαμε, μουρμουρίζω ντροπιασμένος, δουλέψαμε, δεν μπορεί να γίνει τίποτε ’π’ αυτή τη μεριά, τα λεφτά, τα λεφτά, οι λίρες σας…»
Ύστερα σηκώνω ψηλά το κεφάλι και φωνάζω:
- Πείτε μου τι μπορώ να κάνω, τι μπορεί να γίνει; Για όλα είμ’ έτοιμος.
Λόγια, πολλά λόγια…
Όχι ανθρώπινα θύματα… Αν μπορούσα να το σκαρώσω σε κάνα βράχο… μ’ ανθρώπινα θύματα όχι…
Λόγια, πολλά λόγια… Τι χρειάζονται τόσα λόγια σήμερα; Δυναμίτες χρειάζονται, δυναμίτες.
Γυρίζω στους δρόμους. Ο καπετάν Πιτζάμας έχει δίκιο, κάτι ξέρει ’πό πολιτική.
Μεθυσμένοι, χιλιάδες μεθυσμένοι, άντρες, γυναίκες μεθυσμένοι.
Δεν τρέχει μόνο ο παράς στους δρόμους, μαζί του τρέχει κι η μπύρα και τ’ ουίσκι και το τζιν. Ανοίξανε δουλειές, κουνιέται το εμπόριο, τρώει ο κοσμάκης ψωμί…
Και τα κόκαλα των ομοίων του.
… Κύριε, Παντοδύναμε!
Κάποτε ντράπηκα, Κύριε, γιατί ’μαι Ρωμιός, ντράπηκα γιατί ’μαι ναύτης.
Μα ’πόψε, Κύριε, ντρέπουμαι γιατί ’μαι ένα ’πό τα φτωχά, τα ελεεινά πλάσματα, τα κατ’ εικόνα και ομοίωσίν σου…
Χαράματα γυρίζω στο βαπόρι.
Πέρα, μακριά στο πέλαγο, το καραβοφάναρο κάθε δυο λεφτά βγάζει τρία μουγκανητά, λες κι είναι κάποιο μοσχάρι που ζητά τη μάνα του στα λιβάδια…
Σβήνουν οι φάροι.
Δίχως φανάρια της γραμμής και το τσιγάρο απαγορεύεται στην κουβέρτα τώρα.
Ένας μαύρος όγκος το καράβι τώρα στη σκοτεινή απέραντη θάλασσα, κι ένα μαύρο σημαδάκι ’γώ στην κουβέρτα του…
Και πάμε ολοένα, πάμε…
Ταμ ταμ τα, ταμ ταμ τα, ταμ ταμ τα, τραγουδά μερόνυχτα η προπέλα.
’Κεί κάτω αρχίσανε, βιάζονται, μας περιμένουν.
Τους πάμε ’π’ όλα τα καλά.
Λογιών, λογιών οβίδες. Οβίδες που βγάζουνε μάτια, που καίνε πλεμόνια, που γκρεμνίζουν κάστρα, π’ ανάβουνε φωτιές.
Τους πάμε και ντουφέκια και φτυάρια και κασμάδες.
Χρειάζεται πολύ σκάψιμο η γη, μεγάλοι λάκκοι πρέπει ν’ ανοιχτούνε.
Κοιτάζω ψηλά τα σύννεφα που τρέχουνε.
Σε λίγο το φεγγάρι λευτερώνεται ’π’ αυτά κι η σκοτεινή, η μαύρη θάλασσα γίνηκε ασημένια.
… Να μπορούσα ν’ ανάψω τώρα ένα τσιγάρο, το τελευταίο μου τσιγάρο στην κουβέρτα, κοιτώντας το φεγγάρι…
Έτοιμα όλα, δεν έχω παρά να βάλω φωτιά στη μίτζα.
’Δώ να, δίπλα μου, κοιμούνται εξ εφτά άνθρωποι ξένοιαστοι, στο στόκολο οι θερμαστές, στη γέφυρα ο γραμματικός, ο Διαμαντής, ο καπετάν Πιτζάμας…
Τ’ αθώα μου θύματα.
Σαν να βλέπω τ’ άρθρα στις εφημερίδες, τα μνημόσυνα στον Πειραιά, τους δεκάρικους λόγους.
…Έλληνες ναυτικοί, πέσατε σεις πρώτοι στον ιερόν υπέρ πάντων αγώνα…
Ποιος ιερός αγώνας, αφού ’μαστε ουδέτεροι;
Μα δεν έχει να κάνει…
Θα πούνε και θα γράψουνε οι κήρυκες του καλού και του δικαίου, θα φρονηματίσουν το λαό, ως πότε θα ’μαστε ουδέτεροι.
… Μα τι πάω να κάνω;
Τόσοι άνθρωποι… Πόσοι ’ναι παντρεμένοι;… Μετράω, λογαριάζω, παιδιά, γυναίκες, μάνες…
Και τούτα που πάμε, πόσες χιλιάδες θα στείλουνε στον άλλο κόσμο;… Πόσες; Αυτούς δεν μπορώ να τους λογαριάσω, δεν ξέρω, δεν τα καταφέρνω, για δεν έχουνε κείνοι παιδιά, γυναίκες, μάνες;
Ρίχνω την τελευταία ματιά στον ουρανό, λέω αντίο στη θάλασσα…
…Σκλάβοι, δούλοι ’πό κούνια…
Είκοσι χρόνια σας δεχόντουσαν στο σπίτι τους σαν αδύνατα σκλαβωμένα αδέρφια που δεν μπορούν να σπάσουν τα δεσμά τους.
Είκοσι χρόνια σας δεχόντουσαν νηστικοί, μα περήφανοι και σας δείχναν το δρόμο του Λυτρωμού.
Μα σεις, σκλάβοι, άκαρδοι κι άμυαλοι, τίποτα δεν είδατε, τίποτα δε νοιώσατε.
Στις τίμιες μπλούζες τους, δείχνατε τα γιαπωνέζικά σας πουκάμισα και κασκόλ οι μπιτσικόμηδες, τα λιγδιασμένα κουρέλια σας οι νοικοκυραίοι.
Σκλάβοι άκαρδοι κι άμυαλοι, κορτάκηδες ηλίθιοι, σιχαμένοι δεκαρολόγοι σταθήκατε σ’ όλα σας τα ταξίδια σ’ ολάκερη τη ζήση σας.
Τώρα τους πάτε το θάνατο, για λίγα δράμια μάλαμα, κάλπικο μάλαμα.
Μα δε θα σώσετε να πάτε, δε θα προκάνετε να πάτε…
Αντίο, λαμπερέ Ωρίωνα, Μπέι αγαπημένο, έχε γεια.
Ήταν βαθιά μεσάνυχτα…
Πέρα μακριά στις πολιτείες τους οι άνθρωποι κοιμόντουσαν όλοι ήσυχοι τον ύπνο των δικαίων.
Κανείς δεν άκουσε τίποτα…
Τίποτα κανείς δεν είδε…
s/s «Νίκος», Ατλαντικός, 1935
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου