Ιδού η εσκεμμένη απόπειρα μίμησης του Παπαδιαμάντη από τον Ναπολέοντα Λαπαθιώτη. Την χρονιά που ο Παπαδιαμάντης πέθανε, ο Ν. Λαπαθιώτης ήταν ήδη 23 χρονών και από ορισμένους στίχους του διαφαίνεται το γεγονός ότι ο Λαπαθιώτης είχε επηρεαστεί και είχε εκτιμήσει όσο λίγοι το έργο και τη ζωή του Παπαδιαμάντη. Το πεζογράφημα αυτό δημοσιεύτηκε, με το ψευδώνυμο Πλάτων Χαρμίδης, στο περιοδικό Πνευματική Ζωή (τχ. 43, 1939) και με επίτιτλο «A la manière de… ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ».
~ ~ ~
Εκεί, παρά τον απορρώγα βράχον, τον σιγηλόν, τον έρημον, οπόθεν, ολίγον προ της δείλης πριν νυκτώσει, σμήνη ορνέων εξαπελύοντο και περιίπταντο αιθεροβάμονα κι επλήρουν το διάστημα με τους ατέρμονας κρωγμούς των, τους στριγγούς, υψούτο ποτέ λευκός ναΐσκος χαρίεις, αν και αφελής – χάρμα και τέρψις οφθαλμών – καταντικρύ του πέραν ανοικτού πελάγους. Εις τους πρόποδας του βράχου, του σιγηλού, του ερήμου, το κύμα έψαλλε μελωδικά το άσμα του το αιώνιον, ιδίως περί τας μελιχράς, τας δειλινάς τας ώρας, ύμνον βαθύν και ζοφερόν, την ακοή κατακηλούντα του ύπερθεν αντιπαρερχομένου οδοιπόρου. Ομοίαζε το άσμα εκείνο προς θρηνώδη επίκλησιν, προς βαθύ παράπονον, πλήρες ικεσίας, ενίοτε όμως, οσάκις έπνεεν από βορρά σφοδρότερός τις άνεμος, προσελάμβανεν, αγνοώ τίνα μεγαλοπρέπειαν ασυνήθη, ως αν αόρατοι χοροί καλλιπλοκάμων ναϊάδων και τριτώνων, καταβιούντων εις τα βάθη τ’ ανερεύνητα του πολυταράχου ωκεανού, να συνηνούντο αίφνης εις έξαλλον ουρανομήκη συμφωνίαν, πλήρη οργής και διαμαρτυρίας· τότε, αφροί και βρύα, φυτά θαλάσσια, παντοειδή κογχύλια και άλλα του πελάγους απορρίμματα, ήρχοντο και περιέστεφον τον χθαμαλόν αιγιαλόν.
Επάνω, εγγύς του αφελούς, ερημικού ναΐσκου, υπήρχε μικρά καλύβη πεπαλαιωμένη, είδος παραπήγματος σαθρού, προχείρως κατεσκευασμένου, και οσημέραι επί μάλλον καταρρέοντος· η καλύβη αύτη εχρησίμευεν ως θερινή διαμονή του Καπετάν Φουρτούνα, του Λαμπή. Ο γέρων φουρτούνας ήτο ποτέ ναυτικός – εξ ου και το ιδιόρρυθμον προσωνύμιόν του – αρχαίος γερο-λύκος, ον η θάλασσα είχεν εκβράσει και απορρίψει, θα έλεγέ τις, μαζί με όλα τα παντοειδή αυτής απορρίμματα, εις την απόκρημνον εκείνην ακτήν, ίνα εφησυχάσει από του περιπετειώδους, του τρικυμιώδους βίου, ον διήλθε πλέων ανά την ξένην.
Μονήρης και καχύποπτος, ο γέρων Φουρτούνας, θύμα γάμου ατυχούς, κατά την νεότητά του, έζη τώρα εκεί, πλησίον του ναΐσκου, μόλις υπερκειμένου της πενιχράς καλύβης. Περί τας αρχάς του χειμώνος, τέλη του φθινοπώρου, κατήρχετο εις την χώραν, και η καλύβη έμενε τότε έρμαιον των πετεινών και των ορνέων, των πληρούντων τας ρωγμάς του βράχου, του τιτανικού. Υψαύχην και πελώριος, σύμβολον της μονώσεως και της υπεροψίας, εδέσποζεν ούτος των πέριξ άλλων βράχων και διέγραφε την μέλαιναν, την απειλητική αυτού σκιάν, μέχρι των απωτάτων χαραδρών. Από του ύψους εκείνου, ο ορίζων ηπλούτο αναπεπταμένος και το βλέμμα εξετείνετο και εκυριάρχει της υγράς εκτάσεως, κυκλοτερώς, από βορρά μέχρι νότου.
Όταν ο γέρων επέστρεφε την άνοιξιν, η καλυβη εχρειάζετο νέας επισκευάς. Αύται εγίγνοντο εκ των ενόντων, χάρις εις την έκπαλαι φημιζομένην ειδικότητα αυτού, περί τα τοιαύτα· ήτον, ως γνωστόν, «μάστορας με τα όλα του», ο καπετάν Φουρτούνας, ο Λαμπής, σύμφωνα προς αυτήν την φήμην, φήμην έχουσαν ποιάν τινα βάσιν, αν ήθελέ τις κρίνει εκ των διαφόρων προχείρων οικίσκων, τους οποίους είχεν ανεγείρει ούτος, υπείκων εις παρακλήσεις άλλων συγχωριανών του, προς χρήσιν εκείνων, εννοείται. Καθότι ο ίδιος ήτο, κατά το λεγόμενον, «πολυτεχνίτης κι ερημοσπίτης».
Συχνά τον επεσκεπτόμην, εις το απρόσιτον ερημητήριόν του, διδομένης ευκαιρίας, και ήμην βέβαιος ότι, παρά την θρυλουμένην καχυποψίαν και μισανθρωπίαν του, ήθελον εύρει περιποίησιν και φιλοξενίαν, δια τας ολίγας ώρας της περαστικής εκεί διαμονής μου, όσον ουδαμού αλλού.
Είχα οδοιπορήσει καθ’ όλην εκείνην την πρωίαν, υπό καύσωνα πνιγηρόν – ήσαν αρχαί του Ιουλίου – σκοπεύων ν’ αναρριχηθώ μέχρι του ερημικού ναΐσκου, προτού με προλάβει η μεσημβρία· αλλά και εν περιπτώσει πιθανής βραδυπορίας και υπερβολικού καμάτου, ηδυνάμην να βασίζομαι πάντοτε επί της φιλοξενίας και του ευπροσδέκτου του καπετάν Φουρτούνα, του Λαμπή, με τον οποίον ήμεθα από μακρού συνδεδεμένοι. Οσάκις ούτος κατήρχετο εις την Χώραν, δι’ επιτήδεια και άλλας προμηθείας, ήτο αδύνατον να μη μ’ επισκεφθεί κατ’ οίκον, να μου αποτείνει το φιλικόν του χαίρε· τρις ή τετράκις του έτους, ήμην βέβαιος ότι θα τον συνήντων – ιδίως περί τας αρχάς του έαρος (τον χειμώνα έμενεν ως εγκάθειρκτος εις άλλο, πλησιέστερον ερημητήριον), οπότε η επανερχομένη καλοκαιρία επέτρεπε τας τοιούτου είδους πεζοπορίας.
Τελευταίαν φοράν τον είχα ιδεί, μεταβαίνων προς επιτέλεσιν θρησκευτικού τινος καθήκοντος, εις την Μεταμόρφωσιν του Σωτήρος. Ήτο πάντοτε ακμαίος και ευσταλής, αν και αρκούντως προκεχωρηκυίας ηλικίας, και έφερε πάντοτε το ιδιόρρυθμον εκείνον κάλυμμα, τον ιδιότροπον εκείνον «κούκκον», με τον οποίον ήτο γνωστός εις όλην την περιοχήν. Ότε με συνήντα, η πρώτη του λέξις ήτο: «Τι χαμπάρια, κουμπάρε; Πώς τα βολεύει τώρα ο κόσμος, με την ακρίβεια που μας πλάκωσε;…» Επειδή, δια τον Φουρτούναν τον Λαμπήν, η ακρίβεια του βίου έβαινε κατ’ αντίστροφον λόγον του γλεντιού και των διασκεδάσεων – έστω και αν ο ίδιος δεν εξόδευε πεντάραν περιπλέον ή δια τα απολύτως απαραίτητα. Ομίλει δε ως προανέφερον, καθόσον, αν και «πολλών άστεα οιδε και νόον έγνω», είχε μείνει εν πολλοίς αγροίκος και αφελής την έκφρασιν.
Ήμην βέβαιος, όθεν, ότι θα ετύγχανον εξαιρετικής περιποιήσεως παρά του αγαθού εκείνου ανθρώπου, παρά τας διαρκείς μεμψιμοιρίας του και παρά την αρκετά διαδεδομένην περί αυτού φήμην – την άδικον, κατ’ εμέ – ότι ήτο «παραδόπιστος» και «σφικτοχέρης».
Ατυχώς αι προβλέψεις μου δεν επηληθεύθησαν: κατά κακήν όλως σύμπτωσιν, την ημέραν ακριβώς της ανόδου μου εκείνης, ο καπετάν Φουρτούνας, εις τον οποίον δεν είχα προφθάσει να γνωστοποιήσω τα της πρωινής μου εκδρομής, είχε κατέλθει αφ’ εσπέρας, και δεν επρόκειτο να επιστρέψει, παρά την πρωίαν της επομένης.
Η απροσδόκητος αύτη πληροφορία, ανέκοψέ πως τα τολμηρά σχέδιά μου δια την συνέχισιν της εκδρομής – είχα «λογαριάσει», βλέπετε, «χωρίς τον ξενοδόχο» - και με ηνάγκασεν, εκόντα άκοντα, να εξακολουθήσω την πορείαν μου νοτιότερα, εις αναζήτησιν ετέρας καλύβης, άλλου, γνωστού μου επίσης, αιγοβοσκού, τον οποίον συνήντησα, ευτυχώς, εις το ποιμνιοστάσιόν του, απέχον περί την ημίσειαν ώραν του εκκλησιδίου, όπερ απετέλει τον σκοπόν της πολλά πρωινής εκείνης ανόδου.
Είχεν αρχίσει ήδη να δύει ο ήλιος, κατήρχετο αιγλήεις και απαστράπτων, εν μέσω πορφυρών νεφών, ότε ο καπετάν Φουρτούνας επέστρεψε παρ’ ελπίδα από την χώραν, συγκομίζων τα οψώνιά του, χάριν των οποίων ηναγκάζετο να «ξεμουδιάζει», καθώς έλεγε, και να εγκαταλείπει δι’ ολίγον το σιωπηλόν του ορεινόν ερημητήριον. Μ’ επρόλαβε, πληροφορηθείς εν τω μεταξύ, εις την χώρα, τα της ανόδου μου. Ήρχισε και πάλιν, με την γνωστήν πρσφώνησιν, την καθιερωμένην:
Τι χαμπάρια κουμπάρε; Πώς τα βολεύει ο κόσμος, τώρα, με την ακρίβεια που μας πλάκωσε;
Μετά του Φουρτούνα, είχεν ανέλθει και ο Σταμάτης, νεαρός αιπόλος, δασύμαλλος και άξεστος, όστις συνόδευεν αυτόν συνήθως εις τας ανά τα όρη εκδρομάς του. Κατά τας ώρας της σχολής, έμελπεν επί του αυλού ποιμενικά ασμάτια τερπνά, και ετραγώδει συνάμα χαριέστατα. Εκόντα άκοντα ο Φουρτούνας με απέσπασεν εκ του ποιμνιοστασίου, και με οδήγησεν εις το ερημητήριόν του. Εκεί, εδειπνήσαμεν, μετά δε, ενώ η αργυρά πανσέληνος έρριπτε την μελιχράν ανταύγειάν της και κατηύγαζε τα πάντα, απεφάσισα την κάθοδον, ομού με τον Σταμάτην, κατ’ ουδένα λόγον εννοούντα να με αφήκει να κατέλθω μόνος.
Εδέχθην την συμπαθή εκείνην προσφοράν και εκινήσαμεν, αφού προηγουμένως έταξα εις τον Φουρτούναν ότι θα επαναλάβω λίαν προσεχώς την φιλικήν μου επίσκεψιν, μεθ’ αρμοδίαν, πάντως, προειδοποίησιν.
Καθ’ οδόν, ο Σταμάτης με ηρώτα αφελώς:
- Δε με λες, κουμπάρε, (δι’ όλους τότε, φυσικά, ήμην ο κουμπάρος), δε με λες, είναι αλήθεια πως εις την πολιτείαν είναι ντυμένοι όλοι φράγκικα και γυρίζουν εις τους δρόμους με καπέλα; Και ότι οι γυναίκες φορούν κι αυτές επίσης καπέλα; - και τα παρόμοια.
Είχε παρέλθει εβδομάς από της εκδρομής εκείνης, ότε εδέχθην αιφνιδίως την επίσκεψιν του γέροντος κατ’ οίκον.
- Μην τα ρωτάς, κουμπάρε, μοι ανήγγειλε, κινών συνάμα απαισιοδόξως την κεφαλήν. Δεν στέκομαι καλά εις τα πόδια μου.
- Τι σου συνέβη, καπετάν Λαμπή; ηρώτησα, φοβηθείς τι το απευκταίον.
- Είναι τρεις μέρες, τώρα, που έχω ένα πόνο, εδώ, κουμπάρε, μου απήντησε, δεικνύων μου το στήθος. Ήλθα να ρωτήσω το γιατρό. Ξέρεις εσύ κανέναν γιατρό να μου συστήσεις;
Τω υπέδειξα τον μάλλον χαίροντα υπολήψεως, τότε, εν τη Χώρα, και κατόπιν τον ηρώτησα:
- Και πώς σου πρωτοπαρουσιάσθηκε αυτό, καπετάν Λαμπή;
- Να, εκεί που καθόμουν και κουβέντιαζα, κουμπάρε, μ’ έπιασε ένας πόνος δυνατός, κι εξαπλώθηκα χάμω. Δεν μπορούσα να πάρω την αναπνοή μου. Μ’ εσήκωσαν και μ’ έβαλαν εις το κρεβάτι. Αυτό μου ξαναήλθε πάλι άλλες δυο φορές από τότε. Δεν έβαλα μπουκιά στο στόμα μου. Λίγα είναι, μου φαίνεται, τα ψωμιά μου, κουμπάρε.
Προσεπάθησα να τον καθησυχάσω, αφηγούμενος εις αυτόν διάφορα παρόμοια περιστατικά, αλλ’ εκίνει την κεφαλήν με δυσπιστίαν. Τέλος, μετέβη παρά των υποδειχθέντι παρ’ εμού ιατρώ. Δεν παρήλθεν, όμως, μην, και ο καπετάν Φουρτούνας, εις τον οποίον, κατά την ομολογίαν του ιατρού, παρά την φαινομένην ανθηρότητα, είχε εκδηλωθεί καρδιακόν τι νόσημα ανίατον, εξεμέτρα το ζην, εκεί, εις το λευκόν ερημητήριόν του. Εθεώρησα καθήκον να παραστώ κατά την εκφοράν αυτού, και να τον συνοδεύσω μέχρι της τελευταίας κατοικίας του.
Ο Σταμάτης ώρυξε τον τάφον αυτού, ο δε παπα-Λευθέρης, ο μόνος γείτων ιερεύς, έψαλε την νεκρώσιμον ακολουθίαν. Ετάφη εκεί, παρά το προσφιλές του ενδιαίτημα, μεταξύ πελάγους, γης και ουρανού…
Την μακρινήν εκείνην ανάμνησιν επανέφερον εις τον νουν μου διάφορα περιστατικά, επισυμβάντα τελευταίως εις εμέ, και των οποίων η αφήγησις ήθελεν είσθαι ανιαρά δια τον αναγνώστην. Χάρις εις αυτά, ανεμνήσθην και πάλιν αιφνιδίως του αγαθού εκείνου ερημίτου, και ανεπόλησα το μελαγχολικόν του πρόσωπον, το βάναυσον και ηλιοκαές, με το καλοκάγαθον μειδίαμα.
Παρήλθον έκτοτε έτη πολλά, η ιδιόρρυθμος μορφή εκείνη έχει παντελώς λησμονηθεί – εγώ δε, μόνος μάρτυς επιζών της παλαιάς εκείνης ιστορίας, παρακάμψας προ πολλού το ακρωτήριον της αμερίμνου πρώτης μου νεότητος, βαίνω ημέρα τη ημέρα προς το γήρας.