Τι αντιπροσωπεύει ο Ρασκόλνικοφ στο έργο αυτό του Ντοστογιέφσκι; Μπορεί ο οποιοσδήποτε εν ονόματι κάποιας θεωρίας και ιδεών να γίνει ο τιμητής-κριτής και δικαστής και εκτελεστής του συνανθρώπου του; Ο Λαμπρόζο, ο διάσημος εγκληματολόγος του περασμένου αιώνα, υποστηρίζει πως κάθε εγκληματίας σφραγίζεται από ξεχωριστά ψυχικά και σωματικά γνωρίσματα. Μα ο Ρασκόλνικοφ δεν έχει τίποτα να αντιπαρατάξει στην αντικοινωνική συμπεριφορά του, ούτε και η δικαιολογία της φτώχειας, για την οποία ο Βίκτορ Ουγκό έγραψε κάποτε ότι «είναι κακός σύμβουλος». Ο Ρασκόλνικοφ φαντάζεται τον εαυτό του σύγχρονο Ναπολέοντα: κυριαρχείται από κερδολαγνεία, επιδειξιομανία και έντονο αμοραλισμό.
Κρύβει τα
πραγματικά κίνητρα του εγκλήματος του πίσω από ωραιοφανείς ιδέες: ν’
ανακουφίσει οικονομικά την μητέρα του, να σώσει την αδερφή του Ντούνια από έναν
αταίριαστο γάμο, για να φανεί δηλαδή ένας καλός γιος και αδερφός.
Λοιπόν για
να καθησυχάσει τη συνείδησή του ταξινομεί τους ανθρώπους σε δυο κατηγορίες:
τους σπουδαίους, τους ξεχωριστούς και τους τρομαλέους, τις ασημαντότητες, τις
«ψείρες». Μα το μυαλό του είναι τόσο άρρωστο και ταραγμένο, όσο είναι και το
κορμί του. Αγαναχτεί όχι για το έγκλημα που έκανε όσο γιατί δεν κατάφερε να
φέρει εις πέρας το σκοπό του, κι ακόμα γιατί δεν είχε θάρρος να αυτοκτονήσει
και γιατί πήγε στο τέλος να παραδοθεί υποκύπτοντας στις πιέσεις της Σόνιας. Η
πολυπλοκότητα της ψυχής του αντιπαραβάλλεται με την απλοϊκότητα του φίλου του,
του Ραζουμίχιν. Είναι φανερό πως ο Ντ.
δεν αγαπάει τον ήρωα του.
Η αδερφή
του η Ντούνια, η περήφανη και ακατάδεχτη, που δεν υποχωρεί μπροστά σε κανέναν
εξευτελισμό, που παραλίγο στο τέλος να παραδοθεί στο φιλήδονο Σβιντριγκάιλοφ
για να σώσει τον αδερφό της, είναι το ίδιο μια ψυχή περίπλοκη, πλάι στην
απλοϊκή, μονοκόμματη και απροσγείωτη μάνα της, την Πουλχερία Αλεξάντροβνα.
Ιδιόρρυθμη
είναι η προσωπικότητα του Σβιντριγκάιλοφ. Δεν είναι η απόλυτη ενσάρκωση του
κακού, μόλο που τον βαρύνει η ηθική ευθύνη πολλών θανάτων και ο βιασμός ενός
μικρού κοριτσιού. Αφήνει πριν τον θάνατό του στη Σόνια τρεις χιλιάδες ρούβλια,
φροντίζει για τα ορφανά του Μαρμελάντοβ, συντρίβεται από τη στάση της Ντούνια.
Η ταπεινή
ασήμαντη Σόνια γίνεται χειραγωγός του Ρασκόλνικοφ για την εξιλέωση και τη
μεταμόρφωση του. Τα όπλα της: ένα ευαγγέλιο και η απέραντη αγάπη που κρύβει η
καρδιά της. Με τον γολγοθά του Ροντιόν Ρομάνιτς ταυτίζεται και ο δικός της
γολγοθάς. Παράλληλα με την κάθαρση τη δική του πορεύεται και στη δική της
κάθαρση. Είναι και αυτή θύμα της ίδια κοινωνίας που τρέφει τα διάφορα άνθη του
κακού. Ζητάει ν’ αναπαύσει και τη δική της συνείδηση. Αγωνίζεται ν’ αποφύγει
την ψυχική πόρωση και την πνευματική απονέκρωση με μια βαθιά Χριστιανική πίστη.
Η αδαμαντίνη της συνείδησης της δεν κάμπτεται κάτω από το βάρος του κακού, της
διαφθοράς. Δεν νιώθει μίσος για κανέναν. «Είναι άνθρωπος και τίποτα από τα
ανθρώπινα δεν το θεωρεί ξένο». Γι’ αυτό και γίνεται ολοκαύτωμα για τον πλησίον
της.
Διαβάζοντας
το Έγκλημα και Τιμωρία του Ντοστογιέφσκι βρισκόμαστε συνέχεια αντιμέτωποι με
την αίσθηση της αγωνίας, της έκπληξης, του απρόσμενου. Νομίζουμε πως έχουμε
καταλάβει τις επιδιώξεις των προσώπων του μυθιστορήματος ή τους συλλογισμούς με
βάση τους οποίους ενεργούν, και ξαφνικά τα πάντα ανατρέπονται. Άλλοτε, έχοντας
διαβάσει ένα κεφάλαιο παρουσιασμένο από την αφηγηματική εστίαση ενός
συγκεκριμένου προσώπου, είμαστε σε θέση να ξέρουμε κάτι που τα άλλα πρόσωπα
αγνοούν με αποτέλεσμα να κυριευόμαστε από αγωνία, βλέποντας τα να κατευθύνουν
τη δράση τους γεμάτα σιγουριά με βάση παραπλανητικές ενδείξεις.
Στο Έγκλημα
και Τιμωρία υπάρχουν τρεις αφηγηματικές εστιάσεις: του Ρασκόλνικοφ, της
οικογενείας Μαρμελάντοβ και του
Σβιντριγκάιλοφ. Αυτή η τεχνική σημαίνει
μια φαινομενική πολυφωνία μα σύγκαιρα και την αναγνώριση των περιορισμών μια
συγκεκριμένης εστίασης. Δηλαδή, από τη μια έχουμε πολυπρισματική εικόνα των
πραγμάτων και από την άλλη αυτή περιορίζεται στις δυνατότητες αίσθησης ή
αντίληψης του κόσμου που έχει η καθεμιά συγκεκριμένη αφηγηματική εστίαση
ανάλογα με τη θέση που έχει στο χώρο, το χρόνο και την κοινωνία.
Με την
τεχνική του αυτή ο Ντ. πετυχαίνει αφενός να θεατρικοποιήσει την αφήγηση και
αφετέρου να αποστασιοποιείται ο αναγνώστης, αποφεύγεται δηλαδή η πλήρης ταύτιση
αναγνώστη και ήρωα, χωρίς όμως και να χάνονται τα πλεονεκτήματα μιας εσωτερικής
διεργασίας. Χάρη στην άμεση πρόσβαση που του εξασφαλίζει η αφήγηση στη
συνείδηση των ηρώων του έργου ο αναγνώστης ταυτίζεται μαζί τους και συμπάσχει,
ενώ συγχρόνως βρίσκεται στην ανάγκη από τις διαδοχικές μετακινήσεις και
μεταλλαγές να αποστασιοποιείται από αυτούς, και να τους αντιπαραβάλλει
αξιολογώντας σημασιολογικά και ερμηνεύοντας διαχρονικά τα διαφοροποιημένα
στοιχεία και φωτισμούς, που κάθε μετακίνηση και μεταλλαγή προσφέρει στην
ανάπτυξη της ιστορίας. Έτσι κι όταν σε κάποια στιγμή ανακαλύψει αναδρομικά πως
οδηγήθηκε από το κείμενο σε συμπεράσματα που αργότερα ανατράπηκαν από τη φορά
των πραγμάτων, ο αναγνώστης νιώθει ότι έπεσε και ο ίδιος θύμα της μεγάλης
τέχνης του Ντοστογιέφσκι και της ανυπέρβλητης ντοστογιεφσκικής ειρωνείας.
Χάρης Μίκογλου
ενδιαφέρον
ΑπάντησηΔιαγραφή