1.
Δεν δίνω καμιά σημασία στη ζωή.
Δεν καρφώνω την παραμικρή πεταλούδα ζωής στη
σημασία.
Δεν σημαίνω για τη ζωή.
Μα τα κλαριά του αλατιού τα λευκά κλαριά
Όλες οι φυσαλίδες από σκιά
Και οι θαλάσσιες ανεμώνες
Κατεβαίνουν και αναπνέουν στο εσωτερικό της
σκέψης μου
Έρχονται δάκρυα που δεν χύνω
Βήματα που δεν κάνω που είναι δύο φορές
βήματα
Και που τα θυμάται ο άλλος στην ώρα της
παλίρροιας
Τα σύρματα είναι στο μέρος του κλουβιού
Και τα πουλιά έρχονται από πολύ ψηλά να
κελαϊδήσουν μπροστά σ' αυτά τα σύρματα
Ένας υπόγειος διάδρομος σμίγει όλα τ΄αρώματα
Αντρέ Μπρετόν. Φασματικές
στάσεις (Απόσπασμα)
2.
Φοβάμαι μη χάσω το θαύμα
των αγαλμάτινων ματιών σου και τη μελωδία
που μου αποθέτει τη νύχτα στο μάγουλο
το μοναχικό ρόδο της ανάσας σου
Πονώ που είμαι σε τούτη την όχθη
κορμός δίχως κλαδιά μα πιότερο λυπάμαι
που δεν έχω τον ανθό, πόλφο ή πηλό
για το σκουλήκι του μαρτυρίου μου.
Αν είσαι εσύ ο κρυμμένος μου θησαυρός
αν είσαι εσύ ο σταυρός και ο υγρός μου πόνος,
αν ειμαι το σκυλί της αρχοντιάς σου
μη με αφήσεις να χάσω ό,τι έχω κερδίσει
και στόλισε τα νερά του ποταμού σου
με φύλλα από το φρενοκρουσμένο μου φθινόπωρο.
Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Σονέτο του γλυκού παραπόνου
3.
Που είσαι αγαπημένη;
Μήπως σ” εκείνο το μικρό παράδεισο,
να ποτίζεις τα λουλούδια που σε κοιτάνε
όπως τα βρέφη το στήθος της μάνας;
Ή μήπως στο δωμάτιό σου,
όπου ο βωμός της αρετής στήθηκε προς τιμή σου
και που σ” αυτόν προσφέρεις θυσία
την ψυχή και την καρδιά μου;
Ή ανάμεσα στα βιβλία,
γυρεύοντας ανθρώπινη γνώση
ενώ είσαι γεμάτη ουράνια σοφία;
Ω συντρόφισσα της ψυχής μου, που είσαι;
Προσεύχεσαι στο ναό; Ή καλείς τη Φύση στο λιβάδι,
λιμάνι των ονείρων σου;
Είσαι στις καλύβες των φτωχών,
παρηγορώντας τους πονεμένους με τη γλύκα της ψυχής σου
και γεμίζοντας τα χέρια τους με τη γενναιοδωρία σου;
Είσαι το πνεύμα του Θεού παντού. Είσαι δυνατότερη απ”
τους αιώνες.
Θυμάσαι τη μέρα που συναντηθήκαμε,
όταν μας τύλιγε το φωτοστέφανο του πνεύματός σου;
Και πλανούνταν γύρω μας οι άγγελοι του Έρωτα δοξολογώντας τις πράξεις της
ψυχής;
Θυμάσαι τα μονοπάτια και τα δάση που περπατούσαμε μ”
ενωμένα τα χέρια,
σφιχταγκαλιασμένοι σα να κρυβόμαστε μέσα στους ίδιους μας τους εαυτούς;
Θυμάσαι την ώρα που σ” αποχαιρέτησα και το αγνό φιλί σου πάνω στα χείλη μου;
Εκείνο το φιλί που με δίδαξε ότι η ένωση χειλιών
ερωτευμένων
φανερώνει ουράνια μυστικά ανέκφραστα απ” τη γλώσσα.
Ήταν η εισαγωγή σ” ένα μακρόσυρτο στεναγμό
σαν την ανάσα του Παντοδύναμου που έκανε άνθρωπο το χώμα.
Εκείνος ο στεναγμός μ” οδήγησε στον πνευματικό κόσμο
δείχνοντάς μου τη δόξα της ψυχής μου.
Κι αιώνια εκεί θα μείνει μέχρι πάλι να ενωθούμε.
Θυμάμαι όταν με φίλαγες και με φίλαγες
και δάκρυα έτρεχαν στα μάγουλά σου
κι έλεγες: «Συχνά πρέπει να χωρίζονται τα γήινα σώματα
για γήινους σκοπούς και χώρια να ζουν ο κόσμος τ” αναγκάζει.
Μα ο Έρωτας κρατάει στα χέρια του το πνεύμα ενωμένο
μέχρι να φτάσει ο θάνατος, να πάρει ενωμένες ψυχές.
Πήγαινε, αγαπημένε. Η Ζωή σε διάλεξε εκπρόσωπό της.
Υπάκουσέ την,
γιατί είναι η Ομορφιά που προσφέρει
στον πιστό της την κούπα της γλύκας της ζωής.
Όσο για τη δική μου αδειανή αγκαλιά,
η αγάπη σου θα “ναι η παρηγοριά μου.
Κι η θύμησή σου Αιώνιος Γάμος.»
Που είσαι τώρα, άλλε μου εαυτέ;
Είσαι ξύπνια μέσα στη σιωπή της νύχτας;
Ας σου φέρνει ο καθάριος άνεμος
τους χτύπους της καρδιάς μου κι όλη μου την αγάπη.
Χαϊδεύεις άραγε το πρόσωπό μου με τη θύμησή σου;
Η εικόνα δεν είναι πια σωστή,
γιατί η θλίψη έριξε τη σκιά της
στην άλλοτε χαρούμενη έκφρασή μου.
Τα δάκρυα μάραναν τα μάτια μου
που καθρέφτιζαν την ομορφιά σου
και ξέραναν τα χείλια που γλύκαινες με τα φιλιά σου.
Που είσαι αγαπημένη;
Ακούς το κλάμα μου πέρα απ” τον ωκεανό;
Καταλαβαίνεις την ανάγκη μου;
Γνωρίζεις πόσο μεγάλη είναι η υπομονή μου;
Υπάρχει στον άνεμο κάποιο πνεύμα
για να σου φέρει την ανάσα της ετοιμοθάνατης νιότης μου;
Υπάρχει μυστική επικοινωνία ανάμεσα στους αγγέλους
για να σου φέρει το παράπονό μου;
Που είσαι, όμορφο αστέρι μου;
Το σκοτάδι της ζωής μ” έριξε στην αγκαλιά του.
Η θλίψη με νίκησε.
Πάρε το χαμόγελό σου στον ουρανό.
Θα “ρθει και θα με ζωντανέψει!
Ανάσανε την ευωδιά σου στον άνεμο!
Θα με στηρίξει!
Που είσαι, αγαπημένη;
Ω, πόσο μεγάλη είναι η Αγάπη!
Και πόσο μικρός εγώ!
Χαλίλ Γκιμπράν, Το
κάλεσμα του εραστή
4.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρά,
Ὅπως, νὰ ποῦμε, κάνει ὁ σκίουρος,
Δίχως ἀπ᾿ ὄξω ἢ ἀπὸ πέρα νὰ προσμένεις τίποτα.
Δὲ θά ῾χεις ἄλλο πάρεξ μονάχα νὰ ζεῖς.
Ἡ ζωὴ δὲν εἶναι παῖξε-γέλασε
Πρέπει νὰ τήνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ ἔτσι, νὰ ποῦμε, ἀκουμπισμένος σ᾿ ἕναν τοῖχο
μὲ τὰ χέρια σου δεμένα
Ἢ μέσα στ᾿ ἀργαστήρι
Μὲ λευκὴ μπλούζα καὶ μεγάλα ματογυάλια
Θὲ νὰ πεθάνεις, γιὰ νὰ ζήσουνε οἱ ἄνθρωποι,
Οἱ ἄνθρωποι ποὺ ποτὲ δὲ θά ῾χεις δεῖ τὸ πρόσωπό τους
καὶ θὰ πεθάνεις ξέροντας καλὰ
Πὼς τίποτα πιὸ ὡραῖο, πὼς τίποτα πιὸ ἀληθινὸ
ἀπ᾿ τὴ ζωὴ δὲν εἶναι.
Πρέπει νὰ τηνε πάρεις σοβαρὰ
Τόσο μὰ τόσο σοβαρὰ
Ποὺ θὰ φυτέυεις, σὰ νὰ ποῦμε,
ἐλιὲς ἀκόμα στὰ ἑβδομῆντα σου
Ὄχι καθόλου γιὰ νὰ μείνουν στὰ παιδιά σου
Μὰ ἔτσι γιατὶ τὸ θάνατο δὲ θὰ τόνε πιστεύεις
Ὅσο κι ἂν τὸν φοβᾶσαι
Μὰ ἔτσι γιατί ἡ ζωὴ θὲ νὰ βαραίνει
πιότερο στὴ ζυγαριά.
Ναζίμ Χικμέτ, Γιὰ τὴ
ζωή
5.
Δε σ’ αγαπώ σαν να ‘σουν ρόδο αλατιού, τοπάζι,
σαΐτα από γαρούφαλα που τη φωτιά πληθαίνουν:
σ’ αγαπώ ως αγαπιούνται κάποια πράγματα σκούρα,
μυστικά, μέσ’ από την ψυχή και τον ίσκιο.
Σ’ αγαπώ καθώς κάποιο φυτό που δεν ανθίζει,
μα που μέσα του κρύβει το λουλουδόφως όλο,
και ζει απ’ τον έρωτά σου σκοτεινό στο κορμί μου
τ’ άρωμα που σφιγμένο μ’ ανέβηκε απ’ το χώμα.
Σ’ αγαπώ μη γνωρίζοντας πώς, από πού και πότε,
σ’ αγαπώ στα ίσια δίχως πρόβλημα ή περηφάνια:
σ’ αγαπώ έτσι γιατί δεν ξέρω μ’ άλλον τρόπο,
παρά μ’ ετούτον όπου δεν είμαι μήτε είσαι,
που το χέρι σου πάνω μου το νιώθω σαν δικό μου
που όταν κοιμάμαι κλείνουν και τα δικά σου μάτια.
Πάμπλο Νερούδα, Δε
σ’ αγαπώ
6.
Ειν’ ένας δρόμος μακρύς και σιωπηλός.
Βαδίζω στο σκοτάδι και παραπατώ και πέφτω
και σηκώνομαι και με πόδια τυφλά πατώ πέτρες βουβές και
ξερά φύλλα
και κάποιος πίσω μου κάνει το ίδιο:
αν σταματήσω, σταματάει
Αν τρέξω, τρέχει. Στρέφομαι κανείς.
Τα πάντα σκοτεινά και δίχως έξοδο
και στρίβω και ξαναστρίβω σε γωνιές που πάντα βγάζουνε
στο δρόμο
όπου κανένας δεν περιμένει, δε μ’ ακολουθεί
όπου εγώ ακολουθώ κάποιονε που παραπατά και που σηκώνεται
και λέει βλέποντας- με: κανείς.
Οκτάβιο Παζ, Ο δρόμος