Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Παρασκευή 21 Μαρτίου 2014

Ποιητικός Μάρτης 16- Β' Μεταπολεμική Γενιά


1.
Ἐπεκτείνομαι καὶ βιώνω
παράνομα
σὲ περιοχὲς ποὺ σὰν ὑπαρκτὲς
δὲν παραδέχονται οἱ ἄλλοι.
Ἐκεῖ σταματῶ καὶ ἐκθέτω
τὸν καταδιωγμένο κόσμο μου,
ἐκεῖ τὸν ἀναπαράγω
μὲ πικρὰ κι ἀπειθάρχητα μέσα,
ἐκεῖ τὸν ἀναθέτω
σ᾿ ἕναν ἥλιο
χωρὶς σχῆμα, χωρὶς φῶς,
ἀμετακίνητο,
προσωπικό μου.
Ἐκεῖ συμβαίνω.
Κάποτε, ὅμως,
παύει αὐτό.
Καὶ συστέλλομαι,
κι ἐπανέρχομαι βίαια
(πρὸς καθησυχασμόν)
στὴ νόμιμη καὶ παραδεκτὴ
περιοχὴ
στὴν ἐγκόσμια πίκρα.
Καὶ διαψεύδομαι.

Κική Δημουλά, Παρανομίες

2.
Το δείλι σέρνεται κι αλλάζει πάλι δέρμα
μες στις ψυχές μας, απαρνιέται όλα ξανά
τα χρώματά του – κι απομένουμε στεγνά
τοπία χωρίς αρχή και χωρίς τέρμα.
Γρίφοι λυμένοι και ξανά μπλεγμένοι
χτυπιόμαστε όλη μέρα σαν τυφλοί
για μια καλύτερη θεσούλα στο κλουβί
κι όλο βρισκόμαστε σφιχτότερα δεμένοι.
Στα λόγια σπάταλοι, φιλάργυροι όμως στο αίμα
κάναμε χάος το τοσοδά μας το μυαλό
– ο φόβος είναι θερμοκήπιο καλό,
ανθίζει σ’ όλες του τις ποικιλίες το ψέμα.
Ακούς και δεν γνωρίζεις τ’ όνομά σου,
κρυώνει η μοίρα που παλιά σου ’χε δοθεί
– σε ποιές λοιπόν παγίδες έχουμε συρθεί;
Μέγα κακό είναι ν’ αρνηθείς τ’ ανάστημά σου.
Δεν είναι ο κόσμος πείραμα στους τρόμους
του απείρου, όχι, δεν είναι δοκιμή.
Μπορείς να σέρνεσαι μια ολόκληρη ζωή,
υπογραφή δειλή μέσα στους δρόμους ;
Θα ’ναι φριχτό να φύγουμε έτσι, δίχως
μια πίστη, έναν αγώνα, μια κραυγή
– άνθρωποι που πεθάναν δίχως μια αμυχή,
άνθρωποι που “διελύθησαν ησύχως . . . 
Βύρων Λεοντάρης, Αποχρωματισμοί

3.
Έναρθρη η Σιωπή ξάφνου μιλάει χαμογελώντας γλυκά,
δι’ ευχών των Αγίων Πατέρων ημών το αγκάθι του Θανάτου
δικαιωμένο· οι κολασμένοι του κόσμου αμόλυντοι εκεί κάτου
και ιδού, επιτέλους, στ’ ανθρώπινα χέρια προνόμια θεϊκά.
Κύματα ευτυχίας, πεταλούδες λευκές, μέλι, ανθοί και καρποί
απαγορευμένοι και ιδιοτελείς, γνωρίζουμε πώς, προηγουμένως.
Ρυτίδες ελπίδες στη γλώσσα του ο καθείς, κανένας
……………….……μελαγχολημένος,
άλλοτε άδικα σκότωνε η αιμοδιψής πολεμική ριπή.
Χαράζει ( νομίζω ), λιώνουν τα μαύρα βουνά και η ζωή βιαστική
δεν είναι ( θαυμάσια φίλοι μου, δεν έχω την κατάρα
……………….……του τελευταίου ),
παράξενη ησυχία θα πεις όμως έχουμε την υπόσχεση
……………….…… του ευκταίου.
Η φτώχεια δεν κλαίει με τα παιδιά της μήτε η φάλτσα μουσική,
αθάνατο νερό, μόνιμα πρελούντια Χαράς ( και πια δεν περιμένω
τον βαρύ τον πένθιμο τον χαμηλό ρυθμό τον λυπημένο ).

Μάρκος Μέσκος, Ουτοπία

4.
Χωρίς λουλούδια χωρίς σημαίες χωρίς
τις μικρές -ή μεγάλες-
αυταπάτες. Ανοίγοντας
μονοπάτια στη στάχτη.
Με την κλεψύδρα στο χέρι. Και
τον εξάντα των ορθών συλλογισμών.
Στον
ωκεανό της πλάνης.

Μ`ένα όνειρο - σκάφανδρο
προσεγγίζω το βυθό.

Το σύμπαν διαθλάται.
Ο χρόνος συνθλίβεται.

 Σπύρος Τσακνιάς, Στο βυθό




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου