Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

Ποιητικός Μάρτης 7- Επτανησιακή Σχολή


1. 
Τὶς αὕτη ἡ ἐκκύπτουσα ὡσεὶ ὄρθρος,
Καλὴ ὡς σελήνη...
ΑΣΜΑ ΑΣΜΑΤΩΝ, 6.10

Ποιὰ εἶν᾿ αὐτὴ πού ῾ρχεται σὰν φανεῖ ἡ αὐγή,
μὲ ῥόδα ντυμένη στὸν κόσμο ξεπροβάλλει,
καὶ μ᾿ ὁλόλευκες σταγόνες τοὺς κάμπους δροσίζει,
ζωὴ δίνοντας πάλι σὲ κάθε ξερὸ χορτάρι;
Ὄμορφη σὰν τὸ φεγγάρι ποὺ ἀνασταίνει,
μ᾿ ἐκεῖνο τὸ φωτεινὸ λύχνισμα ποὺ χαρίζει
τὸ λίγο τῆς νύχτας, γιὰ νὰ ξεχωρίζει
τέτοια νυχτερινὴ ὀμορφιὰ ποὺ μαγεύει.
Ἐκλεκτὴ σὰν τὸν Ἥλιο, ποὺ κι ἂν εὐγνωμονεῖ
τὸν Οὐρανό, τὶς ἐρημιὲς τῆς γῆς
ζεσταίνει, ζωντανεύει, ἀγαλλιάζει, ἀναθαρρεῖ κι ὁρίζει.
Φοβερὴ σὰν στρατὸς ποὺ ἕτοιμος
γιὰ μάχη σὲ ἀχανεῖς πεδιάδες
σκορπάει τὸν φόβο - ποιὰ εἶν᾿ αὐτή;

Διονύσιος Σολωμός, Σονέττο ΧΙ
Ἀπὸ τὴ συλλογὴ «Rime improvvisate» (1822)
μτφρ.: Βασίλης Ρούβαλης

2.
Πλέει τὸ καράβι ἀδιάκοπα, κ’ ἡ Πούλια ὡστόσο δείχτει,
στὸν οὐρανὸ ἀρμενίζοντας, πῶς εἶναι μεσανύχτι.
Ὅλα σιγοῦν. Στὴ θάλασσα γλυκοκοιμοῦντ’ οἱ ἀνέμοι,
καί, κάθε ἀστέρι, ποῦ ψηλὰ φεγγοβολάει καὶ τρέμει,
φαίνετ’ ἀγγέλου σπλαχνικοῦ προσηλωμένο βλέμμα
στὸν κόσμο, ποῦ ποτίζεται πάντα μὲ δάκρυα κ’ αἷμα.
Κἄποιο, στὰ βάθη τῆς νυκτός, Πνεῦμα καλὸ καὶ θεῖο
μ’ ἐλεημοσύνη θἄγυρε τὰ μάτια καὶ στὸ πλοῖο,
ἂν ἕνα κούρασμα γλυκὸ κ’ ὕπνος ἀγάλια ἐχύθη
σὲ τόσα ἐκεῖ, ποῦ λάχτιζαν, ἀπελπισμένα στήθη.
Ὅλοι κοιμοῦνται• μοναχὰ δὲν εἶναι σφαλισμένα
δύο μάτια οὐρανογάλαζα, δύο μάτια ἐρωτεμένα.
Ὁ στοχασμός, ποῦ γλήγορα θ’ ἀράξῃ στ’ ἀκρογιάλι,
ὅπου φαντάζεται νὰ ἰδῇ τὸν ἀκριβό της πάλι,
ὡς ἔχει χρεία, τῆς Εὐδοκιᾶς ἀνάσαση δὲ δίνει,
μήτε νὰ κλείσῃ βλέφαρο καθόλου τὴν ἀφίνει
πλὴν στὸν ἀγῶνα, ποῦ ξυπνὴ τὴν ἐβαστοῦσε ἀκόμα,
τὸ τρυφερό της ἔπεσε παραδαρμένο σῶμα,
κ’ ἐκεῖ ποῦ ἡ μαύρη καταγῆς ἀκίνητη ἀπομένει,
στὴ χλόη θαρρεῖ τοῦ τόπου της πῶς εἶναι πλαγιασμένη.
Ἂν στὸ ροδάτο μάγουλο σιγὰ σιγὰ τ’ ἀέρι
μίαν ἄκρη ἀπὸ τὰ ξέπλεκα σγουρὰ μαλλιά της φέρῃ,
τ’ ἀγαπημένου τὸ φιλὶ πῶς ἀγροικάει παντέχει,
καὶ νέα σὲ κάθε φλέβα της γλυκάδα οὐράνια τρέχει.
Θωράει λαγκάδια, καὶ βουνά, καὶ ξέφωτα, καὶ δάση,
τὴν ἐκκλησιά, τὸ σπίτι της, τὸ πατρικὸ λῃοστάσι•
ὅ,τι ποθοῦσε ἀπὸ μακρυὰ τρεῖς χρόνους, ἡ καϊμένη,
ὡραία μορφὴ ὁλοφάνερη στὰ μάτια της λαβαίνει.
Ἀκούει πουλάκια ποῦ λαλοῦν, μελίσσια ποῦ βοΐζουν,
πλῆθος νερά, ποῦ ἀνάμεσα σταὶς πέτραις μουρμουρίζουν,
ἐδῶ τὸ κῦμα, ποῦ κουφὰ χτυπάει κατὰ ταὶς ξέραις,
τραγούδια ἐκεῖ, βελάσματα, κουδούνια καὶ φλογέραις.
Ἀπάνου, κάτου, ὁλόγυρα, στὴ μέση ἀπὸ τ’ ἀμπέλια
ἀκούει τοῦ τρύγου ταὶς χαραίς, τοῦ τρύγου ἀκούει τὰ γέλια,
καί, μὲ τῆς κόρης τὸ σκοπό, τ’ ἀγώρου μὲ τὸ στίχο,
ἄμετρους ἤχους, πὤκαναν ἁρμονικὰ ἕναν ἦχο,
ὡς κυματίζει ἀνάλαφρα στὸ φανταστὸ χορτάρι
ξένην αἰσθάνεται ἡδονὴ κ’ ὕπνο ἀρχινάει νὰ πάρῃ,
μακρυά, σβυσμένη ἀκούοντας κάθε ὰρμονία τῆς Κρήτης,
ποῦ τὴ νανούριζε τερπνά, σὰ μάννα τὸ παιδί της.

Γεράσιμος Μαρκοράς, Ο όρκος (απόσπασμα)

3. 
στροφὴ α´.
Γῆ τῶν θεῶν φροντίδα,
Ἑλλὰς ἡρῴων μητέρα,
φίλη, γλυκεῖα πατρίδα μου
νύκτα δουλείας σ᾿ ἐσκέπασε,
νύκτα αἰώνων. 5
β´.
Οὕτω εἰς τὸ χάος ἀμέτρητον
τῶν οὐρανίων ἐρήμων,
νυκτερινὸς ἐξάπλωσεν
ἔρεβος τὰ πλατέα
πένθιμα ἐμβόλια. 10
γ´.
Καὶ εἰς τὴν σκοτιὰν βαθεῖαν,
εἰς τὸ ἀπέραντον διάστημα,
τὰ φῶτα σιγαλέα
κινῶνται τῶν ἀστέρων
λελυπημένα. 15
δ´.
Ἐχάθηκαν ἡ πόλεις,
ἐχάθηκαν τὰ δάση,
κ᾿ ἡ θάλασσα κοιμᾶται
καὶ τὰ βουνά· καὶ ὁ θόρυβος
παύει τῶν ζώντων. 20
ε´.
Εἰς τὰ φρικτὰ βασίλεια
ὁμοιάζει τοῦ θανάτου
ἡ φύσις ὅλη· ἐκεῖθεν
ἦχος ποτὲ δὲν ἔρχεται
ὕμνων ἢ θρήνων. 25
ς´.
Ἀλλὰ τῶν μακαρίων
σταύλων ἰδοὺ τὰ ἠώα
κάγκελλα ἡ Ὥραι ἀνοίγουσιν,
ἰδοὺ τὰ ἀκάμαντα ἄλογα
τοῦ Ἡλίου ἐκβαίνουν. 30
ζ´.
Χρυσά, φλογώδη, καίουσι
τοὺς δρόμους τοῦ ἀέρος
τὰ ἀμιλλητήρια πέταλα·
τοὺς οὐρανοὺς φωτίζουσι
λάμπουσαι ἡ χαίται. 35
η´.
Τώρα ἐξανοίγει τ᾿ ἄνθη
εἰς τὸν δροσώδη κόλπον
τῆς γῆς ἡ αὐγή· καὶ φαίνονται
τώρα τῶν φιλοπόνων
ἀνδρῶν τὰ ἔργα. 40
θ´.
Τὰ μυρισμένα χείλη
τῆς ἡμέρας φιλούσι
τὸ ἀναπαυμένον μέτωπον
τῆς οἰκουμένης· φεύγουσιν
ὄνειρα, σκότος, 45
ι´.
Ὕπνος, σιγῇ· καὶ πάλιν
τὰ χωράφια, τὴν θάλασσαν,
τὸν ἀέρα γεμίζουσι
καὶ τὰς πόλεις μὲ᾿ κρότον,
ποίμνια καὶ λύραι. 50
ια´.
Εἰς τοῦ σπηλαίου τὸ στόμα
ἰδοὺ προβαίνει ὁ μέγας
λέων, τὸν φοβερὸν
λαιμὸν τετριχωμένον
βρέμων τινάζει. 55
ιβ´.
Ὁ ἀετὸς ἀφίνει
τοὺς κρημνοὺς ὑψηλούς·
κτυπάουσιν ἡ πτέρυγες
τὰ νέφη, καὶ τὸν ὄλυμπον
ἡ κλαγγὴ σχίζει. 60
ιγ´.
Ἔθλιψε τὴν Ἑλλάδα
νύκτα πολλῶν αἰώνων,
νύκτα μακρᾶς δουλείας,
αἰσχύνη ἀνδρῶν, ἢ θέλημα
τῶν ἀθανάτων. 65
ιδ´.
Ἡ χώρα τότε ἐφαίνετο
ναὸς ἠριπομένος,
ὅπου οἱ ψαλμοὶ σιγάουσι
καὶ τοῦ κισσοῦ τὰ ἀτρέμητα
φύλλα κοιμῶνται. 70
ιε´.
Ὡσὰν ἐπὶ τὴν ἄπειρον
θάλασσαν τῶν ὀνείρων,
ὀλίγαι, ἀπηλπισμέναι
ψυχαὶ νεκρῶν διαβαίνουσι
μὲ᾿ δίχως βίαν· 75
ις´.
Οὕτως ἀπὸ τοῦ Ἄθωνος
τὰ δένδρα, ἕως τοὺς βράχους
τῆς Κυθήρας, κυλίουσα
τὴν ἅμαξαν βραδεῖαν,
οὐρανοδρόμον· 80
ιζ´.
Ἡ τρίμορφος Ἑκάτη
ἐθεώρει τὰ πλοῖα,
εἰς τοῦ Αἰγαίου τους κόλπους
λάμνοντα ἀδόξως, φεύγοντα
διασκορπισμένα. 85
ιη´.
Σὺ τότε, ὦ λαμπροτάτη
κόρη Διός, τοῦ κόσμου
μόνη παρηγορία,
τὴν γῆν μου σὺ ἐνθυμήθηκες
ὦ Ἐλευθερία. 90
ιθ´.
Ἦλθ᾿ ἡ θεά· κατέβη
εἰς τὰ παραθαλάσσια
κλειτὰ τῆς Χίου· τὰς χεῖρας
ἄπλωσ᾿ ὀρθή, καὶ κλαίουσα
λέγει τοιάδε· 95
κ´.
Ὠκεανέ, πατέρα
τῶν χορῶν ἀθανάτων,
ἄκουσον τὴν φωνήν μου,
καὶ τῆς ψυχῆς μου τέλεσον
τὸν μέγαν πόθον. 100
κα´.
Ἔνδοξον θρόνον εἶχον
εἰς τὴν Ἑλλάδα· τύραννοι
πρὸ πολλοῦ τὸν κρατούσι,
σήμερον σὺ βοήθησον,
δός μου τὸν θρόνον. 105
κβ´.
Ὅταν τοὺς ἀνοήτους
φεύγω θνητούς, μὲ δέχονται
ἡ πατρικαί σου ἀγκάλαι·
ἡ ἐλπίς μου εἰς τὴν ἀγάπην σου
στηρίζεται ὅλη. 110
κγ´.
Εἶπε· κ᾿ εὐθὺς ἐπάνω
εἰς τὰς ροᾶς ἐχύθη
τοῦ Ὠκεανοῦ, φωτίζουσα
τὰ νῶτα ὑγρὰ καὶ θεία,
πρόφαντος λάμψις. 115
κδ´.
Ἀστράπτουσι τὰ κύματα
ὡς οἱ οὐρανοί, καὶ ἀνέφελος,
ξάστερος φέγγει ὁ ἥλιος
καὶ τὰ πολλὰ νησία
δείχνει τοῦ Αἰγαίου. 120
κε´.
Πρόσεχε τώρα· ὡς ἄνεμος
σφοδρὸς μέσα εἰς τὰ δάση,
ὁ ἀλαλαγμὸς σηκώνεται·
ἄκουε τῶν πλεόντων
τὸ ἔια μάλα. 125
κς´.
Σχισμένη ὑπὸ μυρίας
πρῴρας ἀφρίζει ἡ θάλασσα,
τὰ πτερωμένα ἀδράχτια
ἐλεύθερα ἐξαπλώνονται
εἰς τὸν ἀέρα. 130
κζ´.
Ἐπὶ τὴν λίμνην οὕτως
αὐγερινὰ πετάουσι
τὰ πλήθη τῶν μελίσσων
ὅταν γλυκὺ τοῦ ἔαρος
φυσάῃ τὸ πνεῦμα· 135
κη´.
Ἐπὶ τὴν ἄμμον οὕτω
περιπατοῦν οἱ λέοντες
ζητοῦντες τὰ κοπάδια,
τὴν θέρμην τῶν ὀνύχων
ἔαν αἰσθανθώσιν· 140
κθ´.
Οὕτως ἐὰν τὴν δύναμιν
ἀκούσουν τῶν πτερύγων
οἱ ἀετοί, τὸ κτύπημα
τῶν βροντῶν ὑπερήφανοι
καταφρονούσι. 145
λ´.
Πεφιλημένα θρέμματα
Ὠκεανοῦ, γενναία
καὶ τῆς Ἑλλάδος γνήσια
τέκνα, καὶ πρωτοστᾶται
Ἐλευθερίας· 150
λα´.
Χαίρετε σεῖς καυχήματα
τῶν θαυμασίων (Σπετζίας,
Ὕδρας, Ψαρῶν,) σκοπέλων,
ὅπου ποτὲ δὲν ἄραξε
φόβος κινδύνου. 155
λβ´.
Κατευοδοῖτε! - Ὁρμήσατε
τὰ συναγμένα πλοῖα
ὦ ἀνδρεῖοι· σκορπίσατε
τὸν στόλον, κατακαύσατε
στόλον βαρβάρων. 160
λγ´.
Τὰ δειλὰ τῶν ἐχθρῶν σας
πλήθη καταφρονήσατε·
τὴν κόμην πάντα ὁ θρίαμβος
στέφει τῶν ὑπὲρ πάτρης
κινδυνευόντων. 165
λδ´.
Ὦ ἐπουράνιος χεῖρα!
σὲ βλέπω κυβερνοῦσαν
τὰ τρομερὰ πηδάλια,
καὶ τῶν ἡρῴων ἡ πρώραι
ἰδοὺ πετάουν. 170
λε´.
Ἰδοὺ κροτοῦν, συντρίβουσι
τοὺς πύργους θαλασσίους
ἐχθρῶν ἀπείρων· σκάφη,
ναύτας, ἱστία, κατάρτια
ἡ φλόγα τρώγει· 175
λς´.
Καὶ καταπίνει ἡ θάλασσα
τὰ λείψανα· τὴν νίκην
ὕψωσ῾, ὦ λύρα· ἂν ἥρωες
δοξάζονται, τὸ θεῖον
φιλεῖ τοὺς ὕμνους. 180
λζ´.
Ὠθωμανὲ ὑπερήφανε
ποῦ εἶσαι; νέον στόλον
φέρε, ὦ μωρέ, καὶ σύναξε·
νέαν δάφνην οἱ Ἕλληνες
θέλουν ἁρπάξειν. 185

Ανδρέας Κάλβος, ᾨδὴ Δεκάτη, Ὁ Ὠκεανός, 
Η Λύρα 

4.
«Mέριασε, βράχε, να διαβώ,» το κύμ’ ανδρειωμένο
λέγει στην πέτρα του γιαλού θολό, μελανιασμένο.
«Mέριασε! Mες στα στήθη μου, που ’σαν νεκρά και κρύα,
μαύρος βοριάς εφώλιασε και μαύρη τρικυμία.
Aφρούς δεν έχω γι’ άρματα, κούφια βοή γι’ αντάρα,
έχω ποτάμι αίματα, μ’ εθέριεψε η κατάρα
του κόσμου που βαρέθηκε, του κόσμου που ’πε τώρα,
βράχε, θα πέσεις, έφτασεν η φοβερή σου ώρα.
Όταν ερχόμουνα σιγά, δειλό, παραδαρμένο,
και σόγλειφα και σόπλενα τα πόδια δουλωμένο,
περήφανα μ’ εκοίταζες κ’ εφώναζες του κόσμου
να ιδεί την καταφρόνεση που πάθαινε ο αφρός μου.
Kι αντίς εγώ, κρυφά κρυφά, εκεί που σ’ εφιλούσα,
μέρα και νύχτα σ’ έσκαφτα, τη σάρκα σου εδαγκούσα,
και την πληγή που σ’ άνοιγα, το λάκκο πού ’θε’ κάμω,
με φύκη τον επλάκωνα, τον έκρυβα στον άμμο.
Σκύψε να ιδείς τη ρίζα σου στης θάλασσας τα βύθη·
τα θέμελά σου τα ’φαγα, σ’ έκαμα κουφολίθι.
Mέριασε, βράχε, να διαβώ. Tου δούλου το ποδάρι
θα σε πατήσει στο λαιμό... Eξύπνησα λιοντάρι!...»

O βράχος εκοιμότουνε. Στην καταχνιά κρυμμένος,
αναίσθητος σου φαίνεται, νεκρός σαβανωμένος.
Tου φώτιζαν το μέτωπο, σχισμένο από ρυτίδες,
του φεγγαριού, που ’ταν χλωμό, μισόσβηστες αχτίδες.
Oλόγυρά του ονείρατα, κατάρες ανεμίζουν,
και στον ανεμοστρόβιλο φαντάσματ’ αρμενίζουν,
καθώς ανεμοδέρνουνε και φτεροθορυβούνε
τη δυσωδία του νεκρού τα όρνια αν μυριστούνε.

Tο μούγκρισμα του κύματος, την άσπλαχνη φοβέρα
χίλιες φορές την άκουσεν ο βράχος στον αιθέρα
ν’ αντιβοά τρομαχτικά, χωρίς καν να ξυπνήσει.
Kαι σήμερ’ ανατρίχιασε, λες θα λιγοψυχήσει.

«Kύμα, τι θέλεις από με και τι με φοβερίζεις;
Ποιος είσαι σύ κ’ ετόλμησες, αντί να με δροσίζεις,
αντί με το τραγούδι σου τον ύπνο μου να ευφραίνεις
και με τα κρύα σου νερά τη φτέρνα μου να πλένεις,
εμπρός μου στέκεις φοβερό, μ’ αφρούς στεφανωμένο;...
Όποιος κι αν είσαι, μάθε το: εύκολα δεν πεθαίνω.»

«Bράχε, με λέν εκδίκηση. M’ επότισεν ο χρόνος
χολή και καταφρόνεση. M’ ανάθρεψεν ο πόνος.
Ήμουνα δάκρυ μια φορά, και τώρα, κοίταξέ με,
έγινα θάλασσα πλατιά. Πέσε, προσκύνησέ με.
Eδώ, μέσα στα σπλάχνα μου, βλέπεις δεν έχω φύκη,
σέρνω ένα σύγνεφο ψυχές, ερμιά και καταδίκη.
Ξύπνησε τώρα, σε ζητούν του Άδη μου τ’ αχνάρια...
M’ έκαμες ξυλοκρέβατο... M’ εφόρτωσες κουφάρια...
Σε ξένους μ’ έριξες γιαλούς... Tο ψυχομάχημά μου
το περιγέλασαν πολλοί, και τα πατήματά μου
τα φαρμακέψανε κρυφά με την ελεημοσύνη...
Mέριασε, βράχε, να διαβώ, επέρασε η γαλήνη·
καταποτήρας είμ’ εγώ, ο άσπονδος εχθρός σου,
           γίγαντας στέκω εμπρός σου.»

           O βράχος εβουβάθηκε. Tο κύμα, στην ορμή του,
εκαταπόντισε μεμιάς το κούφιο το κορμί του.
Xάνεται μες στην άβυσσο, τρίβεται, σβηέται, λιώνει
           σαν να ’ταν από χιόνι.
Eπάνωθέ του εβόγκηξε, για λίγο αγριωμένη,
η θάλασσα κ’ εκλείστηκε. Tώρα δεν απομένει,
στον τόπο που ’ταν το στοιχειό, κανείς παρά το κύμα
που παίζει γαλανόλευκο επάνω από το μνήμα. 

Αριστοτέλης Βαλαωρίτης, Ο βράχος και το κύμα

5. 
Ἐδῶναι, ἐδῶναι, ἐπλάκωσε.
Γυναῖκες μαζωχτεῖτε.
Ὀμπρός, συναπαντῆστε τη
Ὀμπρὸς νὰν τὴ δεχτεῖτε.
Νά, νἄρχεται ἡ γλυκιὰ Ἄνοιξη
Λουλουδοστολισμένη,
Ἀπάνου σ᾿ ἕνα γαΐδαρο
Ἀντρίκια καθισμένη.
Κι ὀπίσωθέ της τρέχουνε
Κοπάδια γκαριστάδες,
Ὅλοι ζουρλοὶ ἀπὸ τὸ αἴσθημα,
Ὅλοι ζεστοὶ ἐραστάδες.
Κλοτσοῦν᾿ τετραποδίζοντες
Καὶ κλαῖν᾿ ὂχ τὴ χαρά τους,
Καὶ ζωντανὴ στὰ μάτια τους
Θωρεῖς τὴ βουρλισιά τους.
Καὶ ὁλόθερμα γκαρίζοντες
Τσὴ χάρες της πολλὴ-ὥρα,
Τὴ φέρνουνε ἀλοτρίγυρα
Νὰν τήνε ἰδῇ ὅλ᾿ ἡ χώρα.
Καὶ αὐτὴ στὸ δρόμο ἐρχόμενη,
Φυσώντας ἀέρα χλιόνε
Γιομίζει ζέστα ἀπάντεχα
Τσὴ πόρτες τῶν σπητιῶνε.
Ὥστε καψιόνει ἡ νηόνυφη
Στὸ χλιούτσικο ἀγεράκι,
Κι ενδύνεται ἀλαφρότερο
Λινὸ φορεματάκι.
Καὶ ᾿βγαίνει καὶ δροσίζεται,
Καὶ βλέπεις τὸ αἴσθημά της,
Ποῦ ἀκούει νὰν τῆς ἐδρόσισε
Ὁ ἀγέρας τὴν καρδιά της.
Ἄχ! ᾿Ἀνοίξη, γλυκιὰ ᾿Ἄνοιξη!
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθύλικωνε!
Ἂν ἐσὺ τώρα ἐγύριζες
Κι ἀλλοῦ τὰ βήματά σου,
Πόσους στὸν κάμπο ἀκόλουθους
Ἤθελε εἰδεῖς κοντά σου!
Ναί, κι ἦθε᾿ εἰδεῖς ποὺ οἱ γέροντες
᾿Σὰ δὲ ᾿μποροῦν᾿ νὰ ἐλθοῦνε,
Μένουν᾿ ξοπίσω, κι ἄδικα
Τοὺς νηοὺς κατηγοροῦνε.
Καὶ δὲ ᾿θυμόντ᾿ ὅσα ἔκαναν
Κι ἐκεῖνοι στὸν καιρό τους,
Ὄντις ἀκούανε δύναμες
Ζεστὲς εἰς τὸν ἑαυτό τους.
Μὰ ἔτσ᾿ εἶν... τώρ᾿ ἂς τ᾿ ἀφήσωμε.
Νά, ἰδέτε τί κακὸ
Χωριατοποῦλες ὤμορφες
Ποὺ κάνουνε χορό.
Ἂχ Ἄνοιξη, ἂς γυρίσωμε
Σ᾿ ἐκεῖνες τὸ ποδάρι,
Μὰ βάστα τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Νά, ἰδέτες ποὺ ἀγκαλιάζουνται
ἡ πουλιὸ νηότερεςτους,
Κι ἀμπόνουνται, καὶ πέφτουνε
Καὶ φαίνουντ᾿ οἱ ὠμορφιές τους.
Ἂχ Ἄνοιξη, βαστηόσουνε
Ἀπάνου στὸ σαμάρι,
Καὶ τράβαε τοῦ γαϊδάρου σου
Σφιχτὰ τὸ χαλινάρι.
Ἄνοιξη, γλυκιά μου Ἄνοιξη,
Συντρόφισα τοῦ νηῶνε,
Ἴστρε κοινὲ ἀξεχώριστα
Σερνικοθηλυκῶνε!...

Ανδρέας Λασκαράτος,Ἡ ἄνοιξη

6. 
Εἶχε ὅλα της τὰ μάγια ἡ νύχτα· μόνη
ἐσὺ ἔλειπες. Ἀργὰ κινάω νὰ φύγω,
μὰ ξάφνου στὴ μπασιὰ τοῦ μπὰρ ξανοίγω
αὐτοκίνητο νὰ γοργοζυγώνει.
M᾿ ἐλπίδα σταματάω. Νά το, πλακώνει.
Παραμερίζουν οἱ ἄλλοι. Ἄσειστος μπήγω
τὴ ματιά μου στὰ μάτια σου. Ἄλλο λίγο
ἀκόμα, καὶ ὁ σωφέρ σου μὲ σκοτώνει.
Ἀρχοντοπούλα μ᾿ ἄφταστα πρωτάτα,
μὲ τῶν Ἑφτὰ νησιῶν τὲς χίλιες χάρες,
τετράξανθη ὀμορφιὰ γαλανομάτα,
τοῦ θανάτου δὲ μ᾿ ἔπιασαν τρομάρες -
γλυκύτατες μ᾿ ἐλυώσανε λαχτάρες
νὰ συντριφτῶ κάτω ἀπὸ ἐσὲ στὴ στράτα.


Λορέντζος Μαβίλης, Φάληρο

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου