Η Ιστορία μοιάζει να έχει ξεχάσει τις γυναίκες της Γενιάς των Μπιτ. Όταν αναφερόμαστε σ’ αυτή, φανταζόμαστε μια παρέα νέων, ή λιγότερο νέων, λευκών που έγραφαν, έπιναν, ταξίδευαν και μιλούσαν με φρενήρεις ρυθμούς, ενώ στο φόντο σιωπηλές κοπέλες ντυμένες στα μαύρα (όπως σημειώνει η Ρόνα Τζόνσον στη συλλογή δοκιμίων για τις γυναίκες μπιτ) τις παρατηρούσαν με θαυμασμό και φθόνο. Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική και δεν εξαντλείται στην εξαίρεση της Νταϊάν ντι Πρίμα: η Μαρντού Φοξ στους «Υποχθόνιους» του Κέρουακ αποτελεί σύμβολο των γυναικών μπιτ όπως τις περιγράφει η Μπρέντα Νάιτ στο «Women of the Beat Generation»: «Οι γυναίκες των μπιτ ήταν φτιαγμένες από την ίδια στόφα με τους άνδρες: άφοβες, θυμωμένες, ριψοκίνδυνες, υπερβολικά έξυπνες, ανήσυχες, έξω από τις κοινωνικές συμβάσεις: έκαναν αποκοτιές, σεξ και λάθη, έγραφαν ποίηση και ιστορία. Δεν φοβούνταν να λερωθούν [...], μούσες συγγραφέων και συγγραφείς οι ίδιες που εξύφαιναν μαγείες αλλάζοντας τον κόσμο...».
Για τη συμβολή των γυναικών οι μπιτ διαφωνούν μεταξύ τους: μισογυνία, ομοφυλοφιλία και αποθέωση του οιδιποδείου. Ο Γκίνσμπεργκ είχε δηλώσει ότι, για να μην υπάρχουν γυναίκες στον κύκλο τους, σήμαινε ότι καμία δεν ήταν αρκετά ταλαντούχα, ενώ ο Γκρέγκορι Κόρσο επέμενε ότι υπήρχαν πολλές σημαντικές μπιτ ποιήτριες: ανάμεσά τους, η γερμανικής καταγωγής Ρουθ Γουάις, που ο Κέρουακ και ο Κόρσο γνώρισαν στο Μπιγκ Σουρ. To σίγουρο είναι ότι οι γυναίκες αποτελούσαν μια περιθωριοποιημένη ομάδα μέσα στον ήδη περιθωριοποιημένο κύκλο των μπιτ: στη δεκαετία του ’50 η συντηρητική αμερικανική κοινωνία δεν επέτρεπε στις γυναίκες να ζήσουν και να γράψουν όπως οι άνδρες. Τραγικό παράδειγμα η Ελίζ Κόουεν (σύντροφος του Γκίνσμπεργκ για σύντομο διάστημα), η οποία δεν πρόλαβε να εκδώσει τα ποιήματά της, αφού η πλούσια εβραϊκή οικογένειά της την έκλεισε σε ψυχιατρείο, όταν αποπειράθηκε να ζήσει την αντισυμβατική ζωή των μπιτ. Καταρρακωμένη από τα ηλεκτροσόκ, η Κόουεν αυτοκτόνησε πριν κλείσει τα 30 της χρόνια. Η Κόουεν είναι ένα από τα κεντρικά πρόσωπα του αυτοβιογραφικού βιβλίου της Τζόις Τζόνσον «Minor Characters», που σκιαγραφεί τους «δευτερεύοντες χαρακτήρες» των μπιτ, τις γυναίκες. Η Τζόνσον γράφει: «Στη σκηνή beat η καλλιτεχνική συμμετοχή των γυναικών ήταν ελάχιστη. Η αληθινή επικοινωνία περιοριζόταν μεταξύ ανδρών, οι γυναίκες παρακολουθούσαν απλώς […]. Κρατούσες το στόμα σου κλειστό, κι αν ήσουν έξυπνη και σ’ ενδιέφεραν όσα λέγονταν, έπιανες ό,τι μπορούσες. Ήταν μια άκρως ανδρική αισθητική».
Ένα μέρος αυτών των γυναικών ανέλαβε την καταγραφή και την αποτίμηση της ιστορίας του κινήματος και του τρόπου ζωής των δημιουργών του. Το αποτέλεσμα είναι ένα πλήθος αυτοβιογραφικών βιβλίων, όπως το «Heart Beat» και το «Off the Road» της Κάρολιν Κάσαντι, το «How I Became Hattie Jones» της Χέτι Τζόουνς (συντρόφου του Αφροαμερικανού ποιητή Λιρόι Τζόουνς και συνεκδότριας του Totem Press), το «Baby Driver» της Τζαν Κέρουακ, κόρης του Κέρουακ, το «Troia: The Mexican Memoir» της Μπόνι Μπρέμσερ, συζύγου του Ρόι Μπρέμσερ, ή το «You’ll Be Okay» της Ίντι Πάρκερ, πρώτης συζύγου του Κέρουακ. Σε όλα αυτά τα απομνημονεύματα (κυρίως στο «Nobody’s Wife: The Smart Aleck and the King of Beats» της Τζόαν Χάβερτι) οι άνδρες μπιτ απεικονίζονται παραδοσιακοί και αμφίσημοι σε ό,τι αφορά τον ρόλο των γυναικών, ενώ η «επαναστατικότητά» τους απομυθοποιείται.
Από τον ευρύτερο κύκλο των μπιτ φαίνεται να εξέχει η Τζόαν Βόλμερ, η αυτοκαταστροφική σύζυγος του Γουίλιαμ Μπάροουζ, η οποία, παρότι δεν έγραψε ποτέ η ίδια, επηρέασε τους πρώτους μπιτ. Το διαμέρισμά της στο Άπερ Γουέστ Σάιντ ήταν το σημείο συνάντησής τους στα μέσα της δεκαετίας του ’40: εκεί γνώρισε τον Μπάροουζ. Το ιντερνετικό περιοδικό «Beatdom» γράφει (ειρωνικά άραγε ή σοβαρά;) ότι ο Μπάροουζ στρώθηκε στο γράψιμο από τότε που σκότωσε τη Βόλμερ, παριστάνοντας τον Γουλιέλμο Τέλο. Μια εξίσου σημαντική γυναίκα της Beat Generation είναι η ποιήτρια Νταϊάν ντι Πρίμα, η οποία αποτελεί γέφυρα ανάμεσα στους μπιτ και στους χίπις, καθώς και ανάμεσα στους καλλιτέχνες της Ανατολικής και της Δυτικής Ακτής. Αντισυμβατική όσο οι άνδρες μπιτ (έχει πέντε παιδιά από τέσσερις διαφορετικούς άνδρες, διαφορετικών εθνοτήτων), έχει γράψει, εκτός από ποιητικές συλλογές, το ερωτικό χρονικό της γνωριμίας της με τους μπιτ στο «Memoirs of a Beatnik».
Αρκετές ποιήτριες συναντάμε στη δεύτερη γενιά των μπιτ, στη δεκαετία του ’60, οι οποίες έχουν επηρεαστεί τόσο από την Αναγέννηση του Σαν Φρανσίσκο όσο και από την ποιητική σχολή του Μπλακ Μάουντεν. Οι πιο γνωστές είναι η Ντενίζ Λέβερτοβ, η Τζoάν Κάιγκερ, η Χάριετ Σόμερς-Ζέρλινγκ, η Λενόρ Καντέλ και οι (αρκετά νεότερες) Τζανίν Πόμι Βέγκα και Ανν Γουόλντμαν (από την ομάδα πειραματικής ποίησης «Outsider» της Νέας Υόρκης).
Πολύ σημαντική στην καταγραφή και στην αποτίμηση του έργου των μπιτ είναι η προσφορά της Ανν Τσάρτερς, η οποία άρχισε να συλλέγει εκδόσεις των έργων τους από τότε που ήταν φοιτήτρια. H Tσάρτερς έγραψε την πρώτη μετά θάνατο βιογραφία του Κέρουακ και τις πιο εμπεριστατωμένες μελέτες και συλλογές έργων των μπιτ (π.χ. «The Portable Beat Reader»).
Το σίγουρο είναι ότι ο Έλληνας αναγνώστης θα δυσκολευτεί να πάρει θέση για την αξία των γυναικών της Beat Generation, αφού σχεδόν κανένα αυτοτελές έργο τους δεν έχει μεταφραστεί στα ελληνικά. Δείγματα δουλειάς τους βρίσκονται μόνο σε ανθολογίες, ενώ κυκλοφορεί και μια επιλογή ποιημάτων της Ντενίζ Λέβερτοβ.
Χίλντα Παπαδημητρίου - Πηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου