Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Σάββατο 8 Μαρτίου 2014

Νομπελίστες Λογοτεχνίας: Μώρις Μαίτερλινκ


Αν και δεν επιτρέπω στον εαυτό μου να συγκινηθεί από το νόμπελ λογοτεχνίας (όπως και κάθε νόμπελ), ωστόσο θα ξεκινήσω ένα αφιέρωμα, στο οποίο θα αναφέρονται ορισμένοι αξιόλογοι συγγραφείς που έχουν βραβευθεί (και) με νόμπελ. Η πρώτη αναφορά είναι για τον σπουδαίο Βέλγο συγγραφέα Μώρις Μαίτερλινκ.


Να που βρισκόμαστε. Δεν είναι για μας, για τη ζωή μας και για το σύμπαν το δικό μας παρά μόνο ένα συμβάν σημαντικό, ο θάνατος. Αυτός είναι το σημείο, όπου συνενώνονται και συνωμοτούνε εναντίον της ευτυχίας μας όλα όσα ξεφεύγουν την επαγρύπνηση μας. Όσο πιότερο οι σκέψεις μας αγωνίζονται ν’ απομακρυνθούν απ’ αυτόν, τόσο συνωστίζονται τριγύρω του. Όσο πιότερο τον φοβόμαστε τόσο πιο επίφοβος γίνεται, γιατί δεν τρέφεται παρά από τους φόβους μας. Όποιος ζητάει να τον λησμονήσει γεμίζει μ’ αυτόν τη μνήμη του, όποιος προσπαθεί να τον ξεφύγει δε συναντά παρά μονάχα αυτόν. Σκοτεινιάζει όλα με τον ίσκιο του. Αλλά αν τον σκεπτόμαστε αδιάκοπα, τον σκεπτόμαστε άγνωρα μας και χωρίς να μάθουμε να τον γνωρίζουμε. Εξαναγκάζουμε την προσοχή μας να του γυρίζει τις πλάτες αντί να πηγαίνουμε προς αυτόν με το πρόσωπο ψηλά. Απομακρύνοντες απ’ αυτόν τη θέληση μας εξαντλούμε όλες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να τον αντιμετωπίσουν. Τον παραδίδουμε στα σκοτεινά χέρια του ενστίκτου και δεν του χαρίζουμε ούτε μια ώρα της διανόησής μας. Είναι λοιπόν εκπληκτικό το ότι η ιδέα του θανάτου, που θα ‘πρεπε να ‘ναι η πιο τέλεια και η πιο φωτεινή από τις ιδέες μας, γιατί είναι η πιο επίμονη και η πιο αναπόφευκτη απ’ όλες, απομένει η πιο σακάτικη και η πιο οπισθοδρομημένη; Πώς θα μπορούσε να γνωρίσουμε τη μοναδική δύναμη που δεν την κοιτάζουμε ποτέ κατά πρόσωπο; Πώς θα επωφελείτο αυτή από τις φωτερές λάμψεις που δεν ανάβονται παρά για να τη διώξουν; Για να βυθομετρήσουμε τις αβύσσους της προσμένουμε τις στιγμές τις πιο ασθενικές, τις πιο ρημαγμένες της ζωής. Δεν την σκεπτόμαστε παρά όταν δεν έχουμε πια τη δύναμη, δε λέω να σκεπτόμαστε, αλλά να αναπνέουμε. Ένας άνθρωπος άλλου αιώνα ξαναγυρίζοντας ανάμεσα μας, δε θ’ αναγνώριζε δίχως κόπο, στα μύχια μιας σημερινής ψυχής, την εικόνα των θεών του, τα καθήκοντα του, της αγάπης του ή του κόσμου του αλλά την όψη του θανάτου του, όταν όλα έχουν αλλάξει γύρα του, κι όταν ακόμα εκείνο που τον αποτελεί και που απ’ αυτό εξαρτάται έχει σβήσει, θα την ξανάβρισκε σχεδόν άθικτη, τέτοια όπως τη σχεδιαγράφησαν οι πατέρες μας εδώ κι εκατοντάδες, πες εδώ και χιλιάδες χρόνια. 

***

Απόσπασμα του φιλοσοφικού δοκιμίου "Ο Θάνατος". Ο Μώρις Μαίτερλινκ (1862-1949) είναι ένας από τους μεγαλύτερους συγγραφείς που ανέδειξε το Βέλγιο. Γεννήθηκε το 1862 στη Γάνδη. Το 1886 πήγε στο Παρίσι όπου γνωρίστηκε με τους Γάλλους συμβολιστές και υιοθέτησε τις αρχές τους. Μερικά από τα γνωστότερα του έργα είναι η ποιητική συλλογή ΄΄Θερμοκήπια΄΄, τα θεατρικά ΄΄Πριγκίπισσα Μαλένα΄΄ και ΄΄Το γαλάζιο πουλί΄΄ και τα δοκίμια ΄΄Η ζωή των μελισσών΄΄ και ΄΄Ο Θάνατος΄΄. Το 1911 βραβεύτηκε με το Νόμπελ λογοτεχνίας.


«Δέηση»
Κύριε, την άθλια μου γνωρίζεις μοίρα!
Κοίταξε τι σου φέρνω από δω κάτου,
Σου φέρνω από της γης τ’ άνθη τα στείρα,
Κ’ ήλιο σου φέρνω σε στιγμή θανάτου.

Την τόση κούρασή μου κοίτα επίσης,
Τη μαύρη αυγή, το σβησμένο φεγγάρι,
Έλα τη μοναξιά μου να γεμίσεις
Με τη δική σου δόξα και τη χάρη.

Κάμε ν’ ανοίξει ο δρόμος σου μπροστά μου,
Φώτισε, Κύριε, την ψυχή που σιγολυώνει,
Γιατί έχω τόση θλίψη, που η χαρά μου
Μοιάζει σαν χλόη που σκέπασε το χιόνι.


[Μτφ. Μηνάς Δημάκης]


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου