Ταξιδεύοντας
νοερά σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας
και του κόσμου, έτσι όπως περιγράφονται
από τη γλαφυρή πένα και τον διάχυτο
λυρισμό των μεγάλων συγγραφέων όλων
των εποχών...
ΑΘΗΝΑ (ΑΓΓΕΛΟΣ
ΤΕΡΖΑΚΗΣ - ΜΕΝΕΞΕΔΕΝΙΑ ΠΟΛΙΤΕΙΑ)
«Εκεί,
χαμηλά, σ’ έναν κάμπο στρωτό και απέραντο,
σαν πάνω σε ασημένιο δίσκο, μια πολιτεία
απέραντη προβάλλει, μαγική. Πλήθος,
μιλούνια τα σπιτάκια ξεχύνονται κατά
τη θάλασσα που ασημίζει δεξιά, σαν άσπρα
βότσαλα απλωμένα ανάμεσα σε απαλούς
μενεξεδένιους λόφους [...] Κι η πολιτεία
τούτη που τεντώνεται ανάερη, με χαμόγελο
απλοϊκής ηδυπάθειας, μοιάζει αφαιρεμένη,
σιωπηλή, μέσα στο δειλινό όνειρο της
παρθενικής της ρέμβης.
Η Αθήνα!»
***
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ (ΝΙΚΟΣ ΚΑΒΒΑΔΙΑΣ)
Ητανε
κείνη η νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης,
το
κύμα η πλώρη εκέρδιζεν οργιά με την
οργιά.
Σ'
έστειλε ο πρώτος στα νερά να πας για να
γραδάρεις,
μα
εσύ θυμάσαι τη Σμαρώ και την
Καλαμαριά.
Ξέχασες
κείνο το σκοπό που λέγανοι οι Χιλιάνοι
-
'Αγιε Νικόλα φύλαγε κι Αγιά Θαλασσινή.
-
Τυφλό
κορίτσι σ' οδηγάει, παιδί του Modigliani,
που
τ' αγαπούσε ο δόκιμος κι οι δυο
Μαρμαρινοί.
Νερό
καλάρει το Fore Peak, νερό και τα πανόλια
μα
εσένα μια παράξενη ζαλάδα σε κινεί.
Με
στάμπα που δε φαίνεται σε κέντησε η
Σπανιόλα
ή
το κορίτσι που χορεύει απάνω στο σκοινί
:
Απάνου
στο γιατάκι σου φίδι νωθρό κοιμάται
και
φέρνει βόλτες ψάχνοντας τα ρούχα σου η
μαϊμού.
Εχτός
από τη μάνα σου κανείς δε σε θυμάται
σε
τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού.
Ο
ναύτης ρίχνει τα χαρτιά κι ο θερμαστής
το ζάρι
κι
αυτός που φταίει και δε νογάει, παραπατάει
λοξά.
Θυμήσου
κείνο το στενό κινέζικο παζάρι
και
το κορίτσι που 'κλαιγε πνιχτά μες στο
ρικσά.
Κάτω
από φώτα κόκκινα κοιμάται η Σαλονίκη.
Πριν
δέκα χρόνια μεθυσμένη μου 'πες " σ'
αγαπώ ".
Αύριο
σαν τότε και χωρίς χρυσάφι στο
μανίκι,
μάταια
θα ψάχνεις το στρατί που πάει για το
Dépôt.
(~ Σίσσυ)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου