Σου δόθηκε σαν από αόρατη καρδιά,
σαν δράση και θαρραλέο όνομα,
τις άγνεθες ίνες της ίδιας σου
της πήλινης κάσας να υφάνεις.
Αυτή που ήταν τώρα,
είναι,
και τότε, από τα χάμω
με ευρηματικότητα
τη σάρκινη καταχνιά να οδηγείς,
με τρόπο της πλοκής, τον οπλισμό
της εν ζωῇ ασχήσμιας,
παρηγοριά στο εν θανάτῳ Σχήμα.
Παρηγοριά μου, σπλάχνο της πιο
αφηρημένης μνήμης μου, μη με ξυπνάς.
Ακόμα με το γάλα νανουρίζομαι, δεν
κάνω για στέρεη τροφή. Πλεμάτια, αγριόδεντρα,
χόρτα ξερά και φίδια με ζαλίζουν.
Στο υπό
αποκαθίσταμαι σαν φως ή και σαν ήχος.
Σαν χρώμα. Σαν ψιλόχιονο. Έλεος και όχι
θυσία στη φωτιά. Στην κούραση, χρυσό
φαράγγι, όπου συλλογισμοί και μνήμες
καιρός τους να 'ρθουν στην Αρχή και
στο Πανόραμα του γυρισμού μιας Πόλης
Υπερήφανης.
Από τη συλλογή Περί της δεσποτείας των πόλεων και των ονειρικών (1999) της Ρούλας Αλαβέρα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου