Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 2 Απριλίου 2013

Η δυσκολία να ζεις ως συγγραφέας (Τρεις λογοτέχνες γράφουν περί τούτου...)



Η πρόσφατη απόφαση του Υπουργείου Οικονομικών να περικόψει τις τιμητικές συντάξεις από 30 σε 15 για όλους τους κλάδους των δημιουργών περιορίζει ακόμα πιο πολύ τις συντάξεις των συγγραφέων.  Ποιο είναι το μέλλον ανθρώπων που αφιέρωσαν τη ζωή τους στο γράψιμο, αγαπήθηκαν από χιλιάδες έλληνες, τιμώνται με βραβεία στη χώρα μας και το εξωτερικό; Tους θεωρούμε πνευματικούς ηγέτες μας αλλά δυσκολεύονται να ζήσουν.
Για το ερώτημα «Συγγραφέας – χομπίστας ή επαγγελματίας» και τι μέλει γενέσθαι με το συνταξιοδοτικό των συγγραφέων γράφουν η Ζυράννα Ζατέλη, η Ρέα Γαλανάκη και ο Γιώργος Ξενάριος.




- Ζυράννα Ζατέλη 


Τριάντα χρόνια τώρα έχω αφιερώσει τη ζωή μου στο γράψιμο, τη συγγραφή, μη έχοντας από πουθενά άλλους πόρους επιβίωσης. Και το οκτάωρο του συγγραφέα είναι συχνά δεκαεξάωρο… Πλησιάζοντας λοιπόν στη λεγόμενη χρυσή ωριμότητα, ομολογώ ότι προσέβλεπα ανακουφιστικά σε κάποια αρωγή της Πολιτείας, σε μια «τιμητική σύνταξη» τέλος πάντων, που θα ελάφρυνε τις έγνοιες της καθημερινότητας, στοιχειωδώς έστω, και θα μου επέτρεπε να αφοσιωθώ πιο απερίσπαστα στη δουλειά μου.
Μέχρι τώρα τριάντα καταξιωμένοι άνθρωποι του λόγου και της τέχνης είχαν, κατ’ έτος, δικαίωμα σε αυτήν την τιμητική σύνταξη – οι οποίοι, εννοείται, δεν έπαιρναν από αλλού άλλη σύνταξη, τουλάχιστον όχι άνω των 700 ευρώ. (Τόσο είναι και η τιμητική, μη φανταστεί κανείς υψηλότερες… τιμές.) Τώρα, αν τελικά ισχύσει η σχετική νομοθεσία, ο αριθμός αυτός συρρικνώνεται από τριάντα άτομα σε δεκαπέντε κατ’ έτος. Καταλαβαίνω βέβαια ότι τα πράγματα έχουν αλλάξει άρδην και ο καθένας αναγκάζεται να κάνει τις θυσίες του για να αντεπεξέλθει στα νέα δεδομένα, ωστόσο η τόση απόκλιση, από τριάντα σεδεκαπέντε, φοβάμαι πως αγγίζει τα όρια του εμπαιγμού, οι πνευματικές προοπτικές της χώρας ταπεινώνονται υπέρμετρα.
Εκτός και αν υιοθετήσουμε το παράδοξο ότι ένας δημιουργός που ζει από την τέχνη του οφείλει να αποδημεί εγκαίρως εις Κύριον προκειμένου να μη βιώσει την ευτέλεια στο πετσί του.

~ ~ ~

- Ρέα Γαλανάκη 
1)  «Κανονική» σύνταξη (και ασφάλιση) δεν υπάρχει για όσους δηλώνουν ως επάγγελμά τους «συγγραφέας». Όταν  πριν από  αρκετές  δεκαετίες   αποφασίστηκε η είσοδος των συγγραφέων στο ΙΚΑ, όλοι οι εκδότες (πλην του Πατάκη, νομίζω)  αρνήθηκαν να καλύψουν το  ποσόν που τους αναλογούσε. Επιπλέον, εκτός από ιατροφαρμακευτική ασφάλιση, οι συγγραφείς  χρειάζονται για όλες τις αμοιβές  τους το Δελτίο Παροχής Υπηρεσιών, το περίφημο «μπλοκάκι».  Μπλοκάκι  παρέχεται είτε από το ΙΚΑ,  είτε από το πανάκριβο ΟΑΕΕ (ΤΕΒΕ). Αφού δεν έγινε εφικτή η ασφάλιση στο ΙΚΑ,  οι συγγραφείς σύρθηκανεντελώς παράνομα, αναγκαστικά, και καταχρηστικά στο πανάκριβο ΟΑΕΕ, για το μπλοκάκι κυρίως.
Είναι χρονιές που  η είσπραξη  των συγγραφικών  δικαιωμάτων δεν επαρκεί  να  πληρωθεί το εν λόγω ταμείο,  ενώ η οικονομική κατάσταση των συγγραφέων έχει  κάθετα χειροτερέψει λόγω της κρίσης    (κάποιοι συγγραφείς συντηρούνται ενίοτε  από  συγγενείς τους, όσο είναι κι αυτό εφικτό). Κάποιοι, επίσης, που μπήκαν  σε μεγάλη ηλικία στο  ΟΑΕΕ, δεν θα προλάβουν  να πάρουν τη σύνταξή του, την οποία εντούτοις αναγκάζονται να ακριβοπληρώνουν  κάθε δίμηνο. Τα χρήματα για αυτή τη σύνταξη που δεν θα δοθεί ποτέ, είναι σχεδόν διπλάσια από το κόστος για ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά το ταμείο δεν κάνει τον διαχωρισμό και δεν δέχεται να μην την εισπράττει μαζί με τα υπόλοιπα χρήματα.
2) Οι πενιχρές οικονομικά «Τιμητικές  Συντάξεις» ήταν  αρκετές παλιότερα. Παρέχονταν  χωρίς ουσιαστικά κριτήρια ποιότητας, με αποτέλεσμα  να υπάρξουν πάρα πολλές εξαιρετικά σκανδαλώδεις  συνταξιοδοτήσεις. Πριν από καμιά   δεκαπενταετία περίπου, οι λεγόμενες τιμητικές συντάξεις περιορίστηκαν σε τριάντα ετησίως (για σχεδόν είκοσι συναφείς επαγγελματικές κατηγορίες),  ενώ τα κριτήρια, που πλέον έπρεπε να είναι αυστηρά και να αφορούν   πρωτίστως στην ποιότητα του έργου όσο και στο χαμηλό εισόδημα   του υποψήφιου,  δόθηκαν μερικές φορές με  ύποπτα πάλι κριτήρια.
Το χειρότερο: σύμφωνα με  το καινούριο νομοσχέδιο, όπως το συζητήσαμε στην Εταιρεία Συγγραφέων, οι τιμητικές λεγόμενες συντάξεις    περιορίζονταν σε 3 κάθε χρόνο, αριθμός που μάλλον άλλαξε σε 15,   για  όλες  ωστόσο τις προηγούμενες καλλιτεχνικές    κατηγορίες.  Περιορίζονταν επίσης αρκετά οι αποδοχές, ενώ  επρόκειτο να ανέβει και το όριο ηλικίας. Επίσης, οι προϋποθέσεις για την αίτηση  τιμητικής σύνταξης άγγιζαν πια τα όρια του ανθρώπινου εξευτελισμού, διότι  αυτή, η τιμητική λεγόμενη σύνταξη, έχει  δυστυχώς ταυτιστεί με τις συντάξεις απορίας.  Αυτές, ωστόσο,  αναγκαίες και χρήσιμες   κατά τα άλλα,  δίνονται, ή πρέπει να δίνονται, από τα αρμόδια υπουργεία  και θεσμούς  (Ταμείο κοινωνικής πρόνοιας, ή άλλα).  Επείγει, λοιπόν, όσο τίποτε άλλο να απεμπλακούν  οι  λεγόμενες τιμητικές συντάξεις από τις συντάξεις απορίας.
3) Ένας τρίτος παραλογισμός είναι το ότι, ακόμη και  την υπό κατάργηση  τιμητική σύνταξη να πάρει  κάποτε ένας συγγραφέας, δεν θα μπορεί πλέον να εισπράττει δικαιώματα ούτε από τα παλιά βιβλία του, ούτε από όσα καινούρια βιβλία  ενδεχομένως γράψει. Διότι,  σύμφωνα με έναν άλλο καινούριο  νόμο, οι κάθε είδους συνταξιούχοι δεν δικαιούνται να έχουν μπλοκάκι. Ο συγγραφέας όμως,  είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση συνταξιούχου που συνεχίζει και να παράγει έργο και να εισπράττει –εάν    εισπράττει –  δικαιώματα από το προηγούμενα έργο του όσο ζει. Σημειώνω ότι το επάγγελμα του συγγραφέα, παρότι δηλώνεται στην εφορία ως επάγγελμα,  δεν έχει ακόμη  προσδιοριστεί επίσημα (γίνονται προσπάθειες από την Εταιρεία Συγγραφέων), όπως έχει γίνει με άλλα συγγενή, και εισοδηματικά επίσης μη σταθερά,  επαγγέλματα   π.χ. του μουσικού, του ηθοποιού, του ξεναγού ακόμη,  κλπ. Ο προσδιορισμός του τι είναι το επάγγελμα του συγγραφέα θα διευκόλυνε  τη λύση  ορισμένων  προβλημάτων.
4) Η Εταιρεία Συγγραφέων εδώ και δεκαετίες  προσπαθεί, άλλοτε πιο συγκροτημένα κι άλλοτε πιο πρόχειρα, να λύσει το  οξύτατο πρόβλημα  συνταξιοδότησης των  συγγραφέων. Παρ’ όλο τον σεβασμό μου στις κατά καιρούς προσπάθειές της, σε  ορισμένες από τις οποίες συμμετείχα κι εγώ, δεν κατάφερε την   μέχρι σήμερα  επίτευξη μιας «κανονικής» σύνταξης και ασφάλισης των συγγραφέων, ενώ παράλληλα κινδυνεύει και η λεγόμενη τιμητική.  Αποδίδω αυτή την αποτυχία    κατά κύριο λόγο στον  κυνισμό και  την υποκρισία  των προηγουμένων κυβερνήσεων, που τελικά  αρκέστηκαν στις υποσχέσεις ή στα   κούφια λόγια για την «ισχυρή πολιτιστική βιομηχανία» που διαθέτει η χώρα μας, χωρίς να λύσουν τα βασικά προβλήματα ζωής των δημιουργών της. Ίσως οφείλεται και  στη σύμφυτη παθολογία της Εταιρείας,  ενδεχομένως και άλλων λογοτεχνικών σωματείων,    επειδή η συντριπτική πλειοψηφία των μελών της  αδιαφορεί ολότελα για το ζήτημα. Δηλαδή, η συντριπτική πλειοψηφία των μελών ασκεί άλλο επάγγελμα και δεν δηλώνει «συγγραφέας», με αποτέλεσμα να έχει ασφάλιση και συνταξιοδότηση από άλλα επαγγελματικά ταμεία. Αντίθετα,  τα μέλη  των συλλογικών φορέων άλλων καλλιτεχνικών κατηγοριών (π.χ. εικαστικών, μουσικών κλπ.) δηλώνουν σχεδόν όλα το ίδιο επάγγελμα. Αυτό κάνει τα σωματεία τους πολύ πιο διεκδικητικά και πιο αποτελεσματικά στις διεκδικήσεις τους, ακόμη και στον αριθμό των συνταξιοδοτούμενων τελευταία.
Αυτή είναι   η  χαρτογράφηση των οικονομικών προβλημάτων των, κατά τα άλλα γνωστών και καταξιωμένων, συγγραφέων. Οι προσπάθειες πρέπει να συνεχιστούν για να αλλάξει, ει δυνατόν, η αθλιότητα του χάρτη. Έχω αρχίσει όμως να απογοητεύομαι. Με παίρνουν και τα χρόνια…

~ ~ ~

- Γιώργος Ξενάριος 
Ο θεσμός των τιμητικών συντάξεων –θεσμός που απαντάται σε όλες τις πολιτισμένες χώρες του κόσμου− συστήθηκε για να επιβραβεύει δημιουργούς με «διακεκριμένη προσφορά» στον «πολιτισμό», σύμφωνα με τον νομοθέτη. Αν και ο όρος «διακεκριμένη προσφορά» θα έπρεπε να αντικατασταθεί με την περίφραση: «το έργο εκείνων των δημιουργών που τροποποιεί κάθε φορά την ισορροπία του συστήματος παραγωγής του πολιτιστικού προϊόντος», ωστόσο το πνεύμα του νομοθέτη είναι σαφές: απονέμει δημόσιο έπαινο, συνοδευμένο –κατά περίσταση και υπό (αυστηρούς) όρους− από ένα στοιχειώδες μέσο βιοπορισμού σε όσους από τους (διακεκριμένους) δημιουργούς το έχουν ανάγκη.
Η «τιμητική σύνταξη» λοιπόν έχει, πρωτίστως, ένα ηθικό και, συμπληρωματικά, ένα οικονομικό- περιουσιακό περιεχόμενο. Αυτό το δεύτερο είναι το ελάχιστο αντιστάθμισμα που παρέχει η πολιτεία στον δημιουργό απέναντι στις δυσχέρειες του επαγγελματικού του βίου: η απουσία κοινωνικής ασφάλισης για τον συγγραφέα, η αβεβαιότητα για την πορεία των βιβλίων του, ένα νομικό, οικονομικό πλέγμα που γίνεται ολοένα πιο τραχύ για όποιον –συχνά με αυταπάρνηση− ασκεί την τέχνη του λόγου είναι στοιχεία που έχουν γίνει δεύτερο πετσί για τον συγγραφέα. Και η «τιμητική σύνταξη», αν δεν σφραγίζει, πάντως βοηθάει τον δημιουργό να ζήσει με κάποια αξιοπρέπεια στη δύση της ζωής του (σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα, κυριολεκτικά, τον σώζει από την πενία).
Ο δημόσιος έπαινος λοιπόν που διατυπώνεται με την τιμητική συνταξιοδότηση δεν είναι ούτε φιλανθρωπική παραχώρηση εκ μέρους της πολιτείας αλλά ούτε συμφυές δικαίωμα όποιου δηλώνει συγγραφέας ή καλλιτέχνης. Είναι κατάκτηση εκείνου του συγγραφέα (και μόνο αυτού) που με το συνολικό έργο μιας ολόκληρης ζωής κατόρθωσε να επηρεάσει, να παραλλάξει ή να τροποποιήσει ουσιαστικά τη μορφή του λογοτεχνικού προϊόντος.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου