Τὰ παρακάτω ποιήματα δὲν ἐντάχθηκαν σὲ κάποια ποιητικὴ συλλογὴ τοῦ Νίκου Καββαδία ἀλλὰ δημοσιεύθηκαν σὲ διάφορα ἔντυπα.
Πόθος
Πάμε στο κάμπο πέρα κει τ' απόβραδο
πιασμένοι από το χέρι ωραιο κοράσι
ο αχός της πολιτείας της αρρωστιάρικης
ποτέ να μη μπορέση να μας φτάση .
Και κει στον κάμπο πέρα τον ανθόσπαρτο
όπου γιορτάζει πάντα η φύσι
αγκαλιαστο θα νοιώσουμε τον έρωτα
ως ότου η ψυχή να μας αφήση .
Και χελιδόνι να γενή γοργόφτερο
ψηλά στον ουρανό να φτερουγίση
να διαλαλήση εκεί με τυτιρίσματα
-Χαρήκαμε τ'ό,τι είχαμε ποθήσει. ᾿
* Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας
στις 22 Ιανουαρίου 1928, αρ. φύλλου 114, σελίδα 7.
Δάκρυ
Το βράδυ πέθανε η παιδούλα
πούχε αρρωστήσει την αυγή.
Ίσως η αγνή της η ψυχούλα
με τ' άστρα θέλησε να βγη .
Κα τώρ' αστέρι θάχει γίνει
τον ουρανό για να ομορφήνη .
* Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας
στις 29 Ιανουαρίου 1928, αρ. φύλλου 115, σελίδα 2.
Ήρθε μία θύμησι...
Ήρθε μία θύμησι παληά πολύ και χτύπησε
την πόρτα της θλιμμένης της ψυχής μου ...
Ήταν ένα θλιμμένο δειλινό.
Ξερά τα φύλλα χάμω πέφτανε.
Οι γερανοί στο νότο πέταγαν.
Μέσ' στη γαλήνη τα καράβια αρμενίζαν
και συ φτωχή ψυχή κάτι περίμενες ...
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου ταξίδευε.
Στο πέλαγο η γολέτα των ονείρων σου βυθίστηκε.
Και κείνο που περίμενες το πήρανε
οι γερανοί σοτ μακρινό ταξίδι τους.
Με τα ξερόφυλλα το πήρε ο αγέρας του φθινοπώρου
το κλέψαν τα καράβια τα λευκόπανα.
Φτωχή ψυχή ... Προσμένοντας απόμεινες.
* Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας
στς 20 Μαΐου 1928, αρ. φύλλου 131, σελίδα 2.
Τὸ καλοκαίρι ἐπέρασε...
Τώρα τὸ καλοκαίρι πάει ... ἐπέρασε ...
Κ᾿ εἶνε καιρὸς νὰ φύγουμε γιὰ πέρα.
Δυὸ μῆνες ἐπεράσαμε ἔτσι ἄσκοπα
ἂν κ᾿ εἴχαμε πολλὲς ἰδέες στὸ νοῦ μας.
Ἐκεῖνα ποὺ σκεφθήκαμε δὲν κάναμε
καὶ πάντα τ᾿ ἀναβάλαμε γιὰ τ᾿ αὔριο
γιὰ κάποιαν κάθε μέρα γράμμα ἐγράφαμε
ποὺ ὅμως αὐτὴ δὲν τόλαβεν ἀκόμα.
Σὲ ναυτικὲς ταβέρνες ἐκαθήσαμε
σὲ γέρους πλάϊ ποὺ λέγαν ἱστορίες
καὶ ποὺ συχνά, σιγὰ μᾶς ἐσυμβούλευαν
μὲ λόγια ποὺ πιὰ τἄχαμε ξεχάσει.
Σὲ πανηγύρια πήγαμε χωριάτικα
ψηλὰ σὲ ρημοκλήσια γκρεμισμένα
κι ἐπιάσαμε μαντήλι καὶ χορέψαμε
μὲ παληκάρια, καὶ παιδοῦλες νιές.
Πολλὲς φορὲς τ᾿ ἀγέρι μᾶς ἐκοίμισε
μέσα σὲ βάρκα ... κάτω ἀπ᾿ ἕνα δέντρο
κι ἐκάναμ᾿ ἕναν ὕπνο τόσον ἥσυχο
ἔτσι μακρὺ ... σὰ νἄχαμε πεθάνει ...
Καὶ τ᾿ αὔριο ποτὲ δὲν ἐσκεφθήκαμε
οὔτε καὶ τὴν ἡμέρα τῆς φυγῆς μας.
... Τώρα τὸ πλοῖο μᾶς παίρνει. Πέρα τὸ ἄγνωστο
ἢ τρικυμίες!, οἱ μπόρες! ...
13.09.1928
* Δημοσιεύτηκε στὸ Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας
στὶς 21 Ὀκτωβρίου 1928, ἀρ. φύλλου 153, σελίδα 3.
Πᾶνε δυὸ μῆνες
Πᾶνε δυὸ μῆνες ποὺ ἔφυγα κ᾿ ὅμως δὲν σοὔχω γράψει
τὰ λόγιά μου πὼς ξέχασα θὰ λὲς «Πάντα ἐσὺ θἆσαι
ἡ πολυαγαπημένη μου ὅσο μακριὰ κ᾿ ἂν πάω!»
Κ᾿ ὅμως τὸ ξέρω ἐγὼ καλὰ πὼς πάντα μὲ θυμᾶσαι.
Πῶς ὅταν τὶς θολὲς βραδυὲς στὴν κάμαρά σου μόνη
κεντώντας τ᾿ ἄσπρα ροῦχα σου κάνεις σκυφτὴ νυκτέρι
σκέφτεσαι τὰ γλυκόλογα ποὺ θὲ νὰ λέῃ τὸ γράμμα
ποὺ ὁ ταχυδρόμος αὔριο στὴν πόρτα σου θὰ φέρη.
Τὸ γράμμα ποὺ κάθε πρωὶ γράφω καὶ δὲ σοῦ στέλνω
κ᾿ ἔτσι περνᾶν ἀβάσταχτα οἱ θλιβερές σου μέρες
καὶ πᾶς σιγανὰ στὴν παναγιὰ δεόμενη γιὰ μένα
ποὺ ἀλύπητα μὲ δέρνουνε οἱ μανιασμένοι ἀγέρες.
Κ᾿ ἴσως νομίζεις τώρα ἐσὺ πὼς κάποιαν ἄλλη ἀγαπῶ
βαθειά, τρανήν, ἐξωτική, ἐβρῆκα ἐδῶ στὰ ξένα
ποὺ μ᾿ ἔχει δέσει πεια σφιχτὰ καὶ μ᾿ ἔχει μαγεμμένο.
... Καὶ σκέφτομαι τὰ μάτια σου θολά, πλημμυρισμένα,
ὅμως, ἂν μπόραες γιὰ νἀρθῇς στὴν ἄθλια κάμαρά μου
σκυμμένο θὲ νὰ μ᾿ ἔβλεπες ἀπάνω σ᾿ ἕνα γράμμα
νὰ σκέφτομαι ... νὰ μὴ μπορῶ ... νὰ θέλω νὰ σοῦ γράψω
καὶ σκίζοντάς το νὰ ξεσπᾶ σ᾿ ἕνα θλιμμένο κλάμμα.
* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. φύλλου 173, 10 Μαρτίου 1929.
Κι αὐτὸς χαμογελάει...
Γνωρίζω κάποιον κύριο ποὺ ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ, παράξενα μιλεῖ κι ἕνα μονὸκλ φοράει,
γιατὶ, συχνάζει μ᾿ ἄσεμνες καὶ θλιβερὲς γυναῖκες
καὶ γιατὶ πάντα ὅτι τοῦ πεῖς αὐτὸς χαμογελάει.
Ποὺ στέκει ὧρες ἀμίλητος καὶ σὰν ἀφηρημένος,
καὶ ποὺ ὅταν, τί ἔχει τὸν ρωτοῦν οἱ φίλοι μ᾿ ἀπορία
αὐτὸς κυττάζοντας ἀλλοῦ ἀρχίζει νὰ διηγιέται
ἢ μίαν αἰσχρὴν ἢ μία πολὺ παράξενη ἱστορία.
Γιὰ μίαν ἑταίρα ὑστερικὴ ποὺ ζεῖ κι ὅλο πεθαίνει,
γιὰ ἕναν τρελλὸ ὅπου ζητάει νἅβρῃ τ᾿ ὄνειρό του,
γιὰ κάποιο γέρο ποὺ ἀγαπάει μ᾿ ἀνάστροφην ἀγάπη,
γιὰ μία γκριμάτσα τραγικὴ κάποιου χλωμοῦ Πιερρότου.
... Ξέρω ἕνα νέο ποὺ οἱ φίλοι του ἠλίθιο τὸν νομίζουν,
γιατὶ γιὰ πράγματα πολὺ περίεργα μιλάει
κι ὅσες φορὲς πασχίζουνε νὰ τόνε συμβουλεύσουν
κυττᾶ μὲ περιφρόνηση καὶ θλιβερὰ γελάει ...
* Δημοσιεύτηκε στὸ δεύτερο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου»,
τὸν Δεκέμβρη τοῦ 1929, στὴν σελίδα 8.
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ...
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου, ἕναν ὠχρὸ καμπούρη
στὸ μακρινό μου τὸ χωριὸ ποὺ ἔκανε τὸν ψαρᾶ.
Πολλὲς φορὲς ψαρεύαμε μαζί, κι αὐτὸς ξεχνιώταν
μὲ τὰ κουπιὰ στὰ χέρια του κυττώντας τὰ νερά...
Κ᾿ ἦταν μακριὰ τὰ χέρια του σὰν τὰ κουπιὰ ποὺ ἐκράτει
καὶ μία σχισμένη ναυτικὴν ἐφόραγε στολή.
Ἔμενεν ὧρες σιωπηλὸς κι ἀκίνητος σὰ σφίγγα
κι ἔπειτα ὡς νἆταν μοναχὸς ἀρχίναε νὰ μιλεῖ.
Δὲ μίλαε γιὰ ναυάγια δὲν ἔλεε γιὰ φουρτοῦνες,
ἢ γιὰ κυρὲς τῆς θάλλασας μὲ οὐρὰ καὶ μὲ φτερά,
γι᾿ ἁπλὰ ἐμιλοῦσε πράμματα καὶ γιὰ συνιθισμένα
ποὺ ὅμως στὸ στόμα του αὐτουνοῦ γινόταν θλιβερά.
Εἶχε μία βάρκα ἔτσι μικρὴ ποὺ μόλις τὸν χωροῦσε
καὶ ποὺ τὴν ἔλεε μοναχὸς «σπίτι χωρὶς σκεπή».
Ὁ κόσμος τὸν ἐπείραζεν, αὐτὸς ἀδιαφοροῦσε.
Ἴσως δὲν εἴξερε ὁ φτωχὸς τὸν πόνο του νὰ πεῖ.
Πολλὲς φορὲς τὸν ἄκουγα βραχνὰ νὰ τραγουδάει
ἕνα τραγούδι ἐρωτικὸ μαζὶ καὶ ναυτικὸ
καὶ μοῦ φαινόταν πὼς σ᾿ αὐτὰ τ᾿ ἀρρωστημένα στήθη
κρυβόταν κάποιο θλιβερὸ μεγάλο μυστικό.
Καὶ μία βραδιὰ τὸν βρήκανε μὲς τὴ μικρή του βάρκα
μὲ τὰ μικρὰ τὰ μάτια του κλειστὰ γιὰ πάντα πιά...
Θυμᾶμαι κάποιο φίλο μου ψαρᾶ ποὺ ἀφηρημένος,
τὰ καθαρὰ κύτταε νερὰ καὶ κράτταε τὰ κουπιά.
* (Στὴ μεταφορὰ τοῦ κειμένου διατηρήθηκε ἡ ἰδιοτυπία τῆς ὀρθογραφίας,
ὅπως ἐπίσης καὶ τὰ δύο «Λ» στὸ ψευδώνυμο.)
** Δημοσιεύτηκε στὸ τρίτο καὶ τελευταῖο φύλλο τοῦ «Διανοούμενου» (Ἰανουάριος 1930).
Ἀγαπάω
Ἀγαπάω τ᾿ ὅτι θλιμμένο στὸν κόσμο.
Τὰ θολὰ τὰ ματάκια, τοὺς ἀρρώστους ἀνθρώπους,
τὰ ξερὰ γυμνὰ δέντρα καὶ τὰ ἔρημα πάρκα,
τὶς νεκρὲς πολιτεῖες, τοὺς τρισκότεινους τόπους.
Τοὺς σκυφτοὺς ὁδοιπόρους ποὺ μ᾿ ἕνα δισάκι
γιὰ μία πολιτεία μακρυνὴ ξεκινᾶνε,
τοὺς τυφλοὺς μουσικοὺς τῶν πολύβουων δρόμων,
τοὺς φτωχούς, τοὺς ἀλῆτες, αὐτοὺς ποὺ πεινᾶνε.
Τὰ χλωμὰ τὰ κορίτσια ποὺ πάντα προσμένουν
τὸν ἱππότην ποὺ εἶδαν μία βραδιὰ στ᾿ ὄνειρό τους,
νὰ φανῇ ἀπ᾿ τὰ βάθη τοῦ ἀπέραντου δρόμου.
Τοὺς κοιμώμενους κύκνους πάνω στ᾿ ἀσπρόφτερό τους.
Τὰ καράβια ποὺ φεύγουν γιὰ καινούρια ταξίδια
καὶ δὲν ξέρουν καλὰ -ἂν ποτὲ θὰ γυρίσουν πίσω
ἀγαπάω, καὶ θά ῾θελα μαζί τους νὰ πάω
κι οὔτε πιὰ νὰ γυρίσω.
Ἀγαπάω τὶς κλαμμένες ὡραῖες γυναῖκες
ποὺ κυττᾶνε μακριά,ποὺ κυττᾶνε θλιμμένα ...
ἀγαπάω σὲ τοῦτον τὸν κόσμο -ὅ,τι κλαίει
γιατὶ μοιάζει μ᾿ ἐμένα.
* Περιοδικὸ τῆς Μεγάλης Ἑλληνικῆς Ἐγκυκλοπαίδειας,
τοῦ Παύλου Δρανδάκη, ἀρ. 173, 10 Μαρτίου 1929.
Ἀθήνα 1943
Οἱ δρόμοι κόκκινες γιομάτοι ἐπιγραφὲς
τρανὰ τὴν ὥρα διαλαλοῦν τὴν ὁρισμένη.
Ἀγέρας πνέει βορεινὸς ἀπ᾿ τὶς κορφὲς
κι ἀργοσαλεύουνε στὰ πάρκα οἱ κρεμασμένοι.
Μὲς στὴν Ἀθήνα ὅλα τὰ πρόσωπα βουβὰ
καὶ περπατᾶν ἀργὰ στοὺς δρόμους «ἐν κινδύνῳ»
ὡς τὶς ἑφτὰ ποὺ θ᾿ ἀκουστεῖ «Σιστὰς Μοσκβὰ»
καὶ στὶς ὀχτὼ (βαλ᾿ τὸ σιγὰ) «Ἐδῶ Λονδίνο».
Φύσα ταχιὰ σπιλιάδα, φύσα βορεινή.
Γραῖγο μου κατρακύλα ἀπ᾿ τὴν Κριμαία.
Κατὰ τετράδας πᾶν στὸ δρόμο οἱ γερμανοὶ
κάτου ἀπὸ μαύρη, κακορίζικη σημαία.
Μήνα τὸ μήνα καὶ πληθαίνουν οἱ πιστοί,
ὥρα τὴν ὥρα καὶ φουντώνει τὸ μελίσι
ὡς τὴ στιγμὴ ποὺ μὲς στοὺς δρόμους θ᾿ ἀκουστεῖ
ἡ μουσικὴ ποὺ κάθε στόμα θὰ λαλήσει.
* Δημοσιεύτηκε στὸ παράνομο περιοδικὸ «Πρωτοπόροι»,
τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1943 μὲ τὸ ψευδώνυμο Ἀ. Ταπεινός.
Σπουδαστές
Σᾶς εἶδα κάτου ἀπὸ τὴν πύρινη βροχὴ
μὲ τὰ πλακὰτ καὶ τὰ σκουτιὰ τὰ ματωμένα
ἐσᾶς ποὺ κάματε τὴ δύσκολην ἀρχὴ
κεῖνα τὰ χρόνια τὰ βαριὰ τὰ κολασμένα.
Σήμερα βλέπω τὰ δικά σας τὰ παιδιὰ
σμάρι πηχτὸ μὲς στοῦ πελάγου τὴ (σπι)λιάδα.
Πάντα κατάντικρα στὴν κάθε ἀναποδιὰ
καὶ σ᾿ ὅσους πᾶνε νὰ σταυρώσουν τὴν Ἑλλάδα.
* Ἀφιερωμένο στοὺς Μάκη Ρηγᾶτο καὶ Γιάννη Καούνη,
μέλη τῆς Δημοκρατικῆς Νεολαίας Λαμπράκη.
** Δημοσιεύτηκε στὴν «Πανσπουδαστικὴ» λίγο πρὶν ἀπὸ τὸ πραξικόπημα τοῦ 1967.
Ἐρωτικὸ γράμμα
Κοριτσάκι μου, Θαλασσωμένο ἀπόψε τὸ Αἰγαῖο.
Τὸ ἴδιο κι ἐγώ.
Χθὲς δὲν πρόλαβα νὰ καθίσω στὸ τραπέζι κι ἕνα τηλέφωνο
μὲ κατέβασε στὸ λιμάνι. Στὶς ἑφτὰ ποὺ σαλπάραμε, δὲν
μποροῦσα νὰ περπατήσω ἀπὸ τὴν κούραση. Ἡ παρηγοριά μου
ἦταν ἡ «ὥρα» σου. Ἡ λύπη μου ὅτι δὲν κυβέρνησα οὔτε στιγμὴ
τὸ καταπληκτικὸ Θαλασσινὸ σκαρί, τὸ κορμί σου.
Ἀπὸ δείλια καὶ ἀτζαμοσύνη σήκωσα τὸ κόκκινο σινιάλο τῆς Ἀκυβερνησίας.
Εἶδα χθές, πολλὲς φορὲς τὴν κοπέλα τῆς πλώρης:
Τὴ λυσίκομη φιγούρα νὰ σκοτεινιάζει, νὰ θέλει νὰ κλάψει.
Σὰ νά ῾χε πιστέψει γιὰ πρώτη φορὰ ὅτι πέθανε, ὁ Μεγαλέξανδρος,
ὅμως τὸ καρχηδόνιο ἐπίχρισμά του ἔμενε τὸ ἴδιο λαμπρό.
Μὲ τὸ αὐτοκρατορικὸ κάλυμμά του. Κόκκινο της Πομπηίας
Rosso romano, πορφυρὸ τῆς Δαμασκός.
Βελοῦδο ποὺ σκεπάζει ἱερὸ δισκοπότηρο.
Ὄστρακο ὠκεάνιο ἁλμυρό. Κρασὶ βαθυκόκκινο ποὺ δίνει
δόξα στὸ κρύσταλλο. Πληγὴ ἀπὸ κοπίδι κινέζικο.
Ἀστραπή. Βυσσινὶ ἡλιοβασίλεμα.
Λαμπάδα τῆς πίστης μου.
Ἀνοιχτὸ σημάδι τοῦ ἔρωτά μου
Ὄνειρο καὶ τροφὴ τῆς παραφροσύνης μου
Σὲ ἀγκαλιάζω.
ΚΟΛΙΑΣ
* Πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς τοῦ ὁ Νίκος Καββαδίας ἐρωτεύτηκε μία κοπέλα, τὴ Θεανὼ Σουνᾶ.
Πρόκειται γιὰ ἕνα ἀπὸ τὰ ἐρωτικὰ γράμματα τὰ ὁποῖα ἔστειλε ὁ ποιητὴς στὴν κοπέλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου