Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014

Μ. Καραγάτσης - Γιούγκερμαν (αποσπάσματα) - Μέρος Α'



Ο Γιούγκερμαν (1938) είναι το τρίτο μυθιστόρημα του Μ. Καραγάτση (1908-1960). Προηγήθηκαν ο Συνταγματάρχης Λιάπκιν (1933) και η Χίμαιρα (1936). 
Ο Βασίλης Κάρλοβιτς Γιούγκερμαν είναι πρόσφυγας. Η καταγωγή του, τα βαριά σημάδια μιας νοσηρής κληρονομικότητας και το ύποπτο παρελθόν του σε συνδυασμό με τις συνθήκες στις οποίες θα ζήσει, προσδιορίζουν την εξέλιξή του σύμφωνα με τη μέθοδο του νατουραλισμού. Είναι νόθος γιος μιας Φιλανδής αστής με εκφυλιστικές καταβολές και ενός Γάλλου τυχοδιώκτη και αλκοολικού. Πρώην ίλαρχος του ρωσικού στρατού ο Γιούγκερμαν έρχεται στην Ελλάδα στις αρχές της δεκαετίας του '20 μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης (1917). Βαρύνεται με κραιπάλες, εμπορία ναρκωτικών, πλιατσικολογήματα και ένα έγκλημα. Από την ύποπτη δραστήριοτητά του έχει εξασφαλίσει κάποια οικονομική βάση.
Εγκαθίσταται πρώτα στον Πειραιά με την απόφαση να αποκτήσει με τα πιο αθέμιτα μέσα τις οικονομικές συνθήκες που θα του επιτρέψουν να συνεχίσει την έκλυτη ζωή του, αλλά συγχρόνως να αποκτήσει και κάποια κοινωνική επιρροή. Έχει ωραία εξωτερική εμφάνιση, ανεξάντλητη ζωτικότητα και πολλές ικανότητες. Είναι φύση τυχοδιωκτική και αδίστακτη.


1. [Προσπάθειες για ύποπτες επιχειρήσεις]

Πρώτη του σκέψη, μόλις εγκαταστάθηκε στον Πειραιά, ήταν τα φαρμακευτικά προϊόντα. Ανακάλυψε τις προσωπικότητες του διεθνούς αυτού εμπορίου και τις πλησίασε με τρόπο. Ήταν τρεις, τότε που κράταγαν τα πόστα: ο Λεουσάκος ο Καλαματιανός, ο Τζιέρογλου ο Κόνιαλης, κι ο Εσκενάζης ο Εβραίος. Οι άλλοι έρχονταν παρακάτω· φυτοζωούσαν με κίνδυνο και χίλια καρδιοχτύπια. Τους κυνηγούσαν οι τρεις «μεγάλοι» και τους τράκαρε η Αστυνομία. Οι μεγάλοι όμως δούλευαν με άνεση και σιγουράντζα· είχαν σχέσεις, επιρροές, πολιτικές προστασίες και, το κυριότερο, μπόλικο χρήμα για να διαφθείρουν συνειδήσεις. Ο Γιούγκερμαν κατάλαβε πως μόνο μ' αυτούς μπορούσε να δουλέψει. Ν' αρχίσει μόνος του, ή εταιρεία με μικρούς, το πράμα ήταν επικίνδυνο. Ήθελε δουλειές ήσυχες και σίγουρες.
Ο Λεουσάκος —που παρίστανε τον εισαγωγέα ακατεργάστων δερμάτων— τον δέχτηκε ψυχρά. Έχοντας οργανωμένη την επιχείρησή του σε βάσεις πολύ στέρεες, δεν έβλεπε το λόγο να συνεργασθεί μ' οποιονδήποτε. Ήθελε όργανα εκτελεστικά κι όχι συνεταίρους. Καμώθηκε λοιπόν πως δεν καταλάβαινε τις αβάντες του συνομιλητή του και τον ξεπροβόδισε ευγενικά και θετικά.
Ο Τζιέρογλου έκανε κι αυτός τον κοριό· μόνο που έδειξε κάπως μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Ρώτησε το Γιούγκερμαν με τι ζούσε. Ο φίλος μας ξεγελάστηκε και του μίλησε για τα δέκα ελβετικά χιλιάρικα. Ο λαθρέμπορος γίνηκε αμέσως μέλι γάλα, και του υποσχέθηκε τόκο 25% αν έβαζε αυτά τα χρήματα στην επιχείρησή του. Φυσικά, ο Βάσιας δεν ήταν τόσο βλάκας. Κατάλαβε ότι δεν γινόταν δουλειά, πως τα πόστα ήταν πιασμένα· κι έκρινε άσκοπο να πλησιάσει τον τρίτο «μεγάλο» — το φοβερό Εσκενάζη.
Απελπισμένος από τα φαρμακευτικά προϊόντα, άρχισε ν' ανιχνεύει τα τυχηρά παίγνια. Ήταν γερό τραπουλόχαρτο. Στη Ρωσία, μετά την Επανάσταση, όταν έχασε τ' απονιφάδια της περιουσίας του, δεν ήταν απ' το μισθό που δεν του 'δινε ο Βράγγελ που κατάφερνε να ζει. Πλιατσικολογούσε, βέβαια· μα το βασικό βιοποριστικό του επάγγελμα ήταν η τράπουλα. Κατάκλεψε πολλούς και διάφορους γερούς τζογαδόρους, δίχως να τον πιάσουν ποτέ. Γιατί να μην κάνει το ίδιο και στην Ελλάδα; Δοκίμασε λοιπόν κι αυτή την επαγγελματική προοπτική, με αποτέλεσμα όχι μονάχα ν' απογοητευθεί, αλλά να μαυρίσει το μάτι του από τρόμο. Των αδυνάτων αδύνατο να τα βγάλει πέρα με τους Ρωμιούς! Μόνον χαρτοκλέφτες υψίστης ολκής μπορούσαν να κλέψουν αυτό το λαό των άσσων του τζόγου! Όχι, τα κότσια του δεν ήσαν τόσο γερά...


2. [Η επαγγελματική αποκατάσταση]

Σε λίγο ο Γιούγκερμαν, θα προσληφθεί στην Τράπεζα Εμπορικών Παροχών, όπου χάρη στις ικανότητές του θα οργανώσει ένα δίκτυο οικονομικής κατασκοπείας των ελληνικών επιχειρήσεων, με συνέπεια την κατακόρυφη αύξηση των τραπεζικών κερδών. Στο απόσπασμα παρακολουθούμε τη συζήτηση με το Διευθυντή του Παραρτήματος της Τράπεζας του Πειραιά και την πρόσληψη του Γιούγκερμαν.

— Καλημέρα, κύριε κόμη, είπε ο Διευθυντής, γαλλικά. Καθίστε, παρακαλώ. Σε τι μπορώ να σας είμαι χρήσιμος;
Ο Γιούγκερμαν δεν παράλειψε ν' ανακαλέσει απ' την αποστρατεία τον τίτλο του κόμιτος· κι έκανε πολύ καλά. Ένας κόμης, εσαούλ των Κοζάκων, τέως πλούσιος, θύμα της Ρωσικής Επανάστασης, συμπλήρωνε πολύ ταιριαστά το διευθυντικό γραφείο μιας μεγάλης Τράπεζας. Καλοκάθισε λοιπόν στην πέτσινη πολυθρόνα, σταύρωσε τα πόδια, άναψε το πούρο που του πρόσφερε ο κ. Διευθυντής κι άνοιξε συζήτηση σε γαλλικά αψεγάδιαστα:
— Είδα ότι ζητάτε ένα γλωσσομαθή υπάλληλο. Ίσως έχω τα σχετικά προσόντα. Σ' εμάς, τη φιλανδική αριστοκρατία, η μόρφωση των παιδιών στις ξένες γλώσσες είναι κανόνας sine qua non. Οι γονείς μου —ο κόμης κι η κόμισσα Φον Γιούγκερμαν του Ρότεμπουργκ— μου 'δωσαν ανατροφή κοσμοπολίτικη, ανάλογη με την κοινωνική και την οικονομική μας θέση. Στο στρατό πήγα από οικογενειακή παράδοση. Όπως ξέρετε, ο ρωσικός στρατός είχε διάρθρωση αριστοκρατική...
Ο κ. Διευθυντής κουνούσε καταφατικά και συμπονετικά το ανόητο κεφάλι του. Ναι, ήταν πρόθυμος να βοηθήσει ένα μέλος της τάξης του, θύμα της πιο αποτρόπαιης κοινωνικής ανατροπής. Και, λέγοντας αυτά, χτυπούσε με έμφαση θεατρική το στήθος του. Ο Γιούγκερμαν, βλέποντας τη συγκινητικά καλή διάθεση του συνομιλητή του, αποφάσισε να παίξει το μεγάλο παιγνίδι:
— Καταλαβαίνετε, κύριε, πως οσοδήποτε κι αν έχω ξεπέσει, δεν έχασα τη συνείδηση της κοινωνικής μου θέσης και της προσωπικής μου αξίας. Εξάλλου δε με πιέζει άμεση οικονομική ανάγκη. Κατόρθωσα να σώσω ένα καλούτσικο χρηματικό ποσό, που μου επιτρέπει να ζήσω, μερικά χρόνια, χωρίς φροντίδες. Έχω λοιπόν όλο τον καιρό μπροστά μου, να δημιουργήσω μια επαγγελματική κατάσταση που μου αρμόζει. Δεν ξέρω ακριβώς τι είναι αυτή η θέση...
Ο κ. Διευθυντής χαμογελάει αγγελικά.
— Δίχως άλλο, κύριε κόμη, πολύ κατώτερη απ' την αξία σας· μα θα προσπαθήσω να τη φέρω στα μέτρα σας. Μην ξεχνάτε πως ο Ναπολέων άρχισε από ανθυπολοχαγός...
Ο Γιούγκερμαν χαμογέλασε πολύ πνευματωδώς:
— Λέτε να έχω την ίδια εξέλιξη με το Ναπολέοντα; Να γίνω... Διοικητής της Τραπέζης Εμπορικών Παροχών;
— Όλα είναι δυνατά, φίλτατε, στην Ελλάδα...
— Τότε, δεν αποκλείεται να σας διαδεχθώ στη Διοίκηση, όταν αποσυρθήτε λόγω ορίου ηλικίας...
Ο κ. Διευθυντής γέλασε, κατενθουσιασμένος απ' την ικανότητα κολακείας του Γιούγκερμαν, κι ύστερα είπε:
— Ας μιλήσουμε θετικά. Η θέση που σας προσφέρω —ναι, ναι! σας προσφέρω!— είναι στο Τμήμα Αλληλογραφίας Εξωτερικού. Η Τράπεζα εργάζεται πολύ με την Εμπορική Αντιπροσωπεία της Ε.Σ.Σ.Δ., κι έχουμε ανάγκη από 'να ρωσομαθή υπάλληλο. Ο μισθός είναι 350 δραχμές το μήνα· για σας 400.

Ο Γιούγκερμαν παραδέχτηκε ενδόμυχα πως το ποσό ήταν πολύ καλό. Έκανε όμως ένα ούλτιμο κόλπο:
— Ομολογώ πως ο μισθός είναι ικανοποιητικός, αν και για τις γλώσσες που ξέρω — φιλανδικά, ρωσικά, γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, τουρκικά, ουγγρικά...
— Ξέρετε τόσες γλώσσες; θαύμασε ο κ. Διευθυντής.
— Είναι όμως κι άλλο ένα ζήτημα που με κάνει δισταχτικό. Με θέλετε για αλληλογράφο με την Εμπορική Αντιπροσωπεία των Μπολσεβίκων...
— Όχι μόνον για αλληλογραφία. Θα έχετε προσωπική επαφή με τους Ρώσους. Θα κανονίζετε πολλές δουλειές...
—Τους σιχαίνομαι, κύριε Διευθυντά. Με καταλαβαίνετε, δεν είν' έτσι;
Ο κ. Διευθυντής τον χτύπησε φιλικά στον ώμο:
— Ελάτε, κύριε κόμη. Οι δουλειές είναι δουλειές και δεν επιδέχονται συναισθηματισμούς. Εξάλλου δεν είσαστε Ρώσος, μα Φιλανδός. Χάρη στους Μπολσεβίκους, η πατρίδα σας ξαναβρήκε την ανεξαρτησία της...
— Εγώ τη θέση και την περιουσία μου την είχα στη Ρωσία...
— Δε βαριέστε! Θα ξαναφτιάστε τη ζωή σας στην Ελλάδα. Λοιπόν, 450 δρχ. το μήνα. Σύμφωνοι;
Ήταν καιρός να μείνουν σύμφωνοι. Ο Γιούγκερμαν ευχαρίστησε τον κ. Διευθυντή, με ύφος πολύ συγκρατημένο· και πέρασε απ' το Ταμείο, να πάρει προκαταβολή.


3. [Οι συντροφιές και τα γλέντια του Γιούγκερμαν]

Ο Γιούγκερμαν, άψογος στο χώρο της εργασίας του, εξακολουθεί, τον πρώτο τουλάχιστον καιρό, να είναι αχαλίνωτος στην ιδιωτική του ζωή. Μέθυσος και γυναικάς, αναζητούσε τους συντρόφους του για τα γλέντια στον Πειραιώτικο υπόκοσμο. Στο παρακάτω απόσπασμα βλέπουμε τον τρόπο με τον οποίο διασκέδαζε ο ήρωας με τη συντροφιά του καθώς και μια εικόνα από τη ζωή των νεόπλουτων κατοίκων της Αθήνας την πρώτη δεκαετία του μεσοπολέμου.

Σ' αυτά τα γλέντια είχε σύντροφο κάποιο Γιάννη Μόγια, έναν τύπο του λιμανιού, κάτι ανάμεσα σημειωτή εμπορευμάτων και πράχτορα φορτηγίδων. Μεγάλη λέρα, απ' το λιγδωμένο καπέλο και τα βρωμερά πόδια του ως τα βάθη του παρασυνειδήτου του. Είχ' ένα μούτρο κρύο, κτηνώδες, στερημένο απ' την έκφραση των ματιών (φορούσε μέρα νύχτα μαύρα γυαλιά, γιατί έπασχε από τραχώματα). Η κουβέντα του ήταν γοργή, ξερή, ειπωμένη με φωνή βραχνιασμένου τενόρου. Δεν χαμογελούσε ποτέ· μα κι ούτε έδειχνε ποτέ θυμό η μορφή του, η τυποποιημένη σε μάσκα απάθειας. Κυκλοφορούσε πάντοτε με μια μεγάλη μοτοσικλέτα, που την έτρεχε δαιμονισμένα [...] Ήταν σκληρός κι απάνθρωπος με τις κοινές γυναίκες. Ήξερε να τις τυραννά με τη διεστραμμένη επιβολή του, με τις καταχθόνιες απειλές του και, αν το 'φερνε η ανάγκη, με το πιστόλι του. Σήκωνε το χέρι για το τίποτα, για το έτσι· και το κατέβαζε μ' ορμή στα φτιασιδωμένα μούτρα, δέρνοντας για γούστο, για ένα ναι ή ένα όχι. Έπαιρνε ξωπίσω του, υπασπιστή και γελωτοποιό, το Νάσο τον καμπούρη, έν' αποτρόπαιο έκτρωμα με κεφάλι καραγκιόζη και χέρια χιμπατζή, κρεμασμένα ως τη γη. Ο καμπούρης συμπλήρωνε το Μόγια σε κυνισμό και λαγνεία [...]
Αυτοί οι δυο ήσαν η ταχτική παρέα του Γιούγκερμαν. Τους γνώρισε κάποιο βράδυ, στο Ιντερνασιονάλ· έσμιξαν αμέσως τα χνώτα τους και γίνηκαν αχώριστοι. Εκείνο τον καιρό (κατά το 1921) τα μέρη της Αθήνας και του Πειραιά όπου μπορούσες να διασκεδάσεις ήσαν λιγοστά. Ο πόλεμος της Μικρασίας συνεχιζόταν αβέβαιος, κρατώντας τον κόσμο σ' εκνευρισμό. Στο αναμεταξύ οι νεόπλουτοι, μπουχτισμένοι από ευκολοκερδισμένο παρά και λιμασμένοι από μακροχρόνια νηστεία, το 'χαν ρίξει έξω. Γινόταν ένα γλέντι αλλιώτικο, ούτε πρωτόγονο ούτε συμβατικό, μα κάτι το άτοπο, το χυδαίο. Πρόβαλαν μέσα στην ξαφνιασμένη κοινωνία της Αθήνας άνθρωποι άγνωστοι, μυστήριοι, που κανείς δεν ήξερε πούθε βαστούσε η σκούφια τους, με τις τσέπες φίσκα στο χρήμα και δίχως συναίσθηση τι πάει να πει χρήμα. Σπαταλούσαν ποσά αφάνταστα σ' ένα γλέντι κακόγουστο κι άνοστο, μη λογαριάζοντας τίποτα, μην ξέροντας πώς να διαθέσουν τα εκατομμύριά τους. Βασική προϋπόθεση του γλεντιού ήταν ν' αποχτήσουν αμερικάνικο αυτοκίνητο και να τριγυρνάν στους ανύπαρχτους τότε δρόμους της Αττικής, αράζοντας σε ξωτικά λιμάνια —Ραφήνα και Σκαραμαγκά— που ο μη εκατομμυριούχος μονάχα στ' όνειρό του μπορούσε να τα ιδεί. Ήσαν εκεί κάτι βρωμοταβέρνες, που παρίσταναν τα κέντρα πολυτελείας, που πουλούσαν τα τηγανητά μπαρμπούνια και τον μποτιλιαρισμένο σταφιδίτη σε τιμές αστρονομικές.
Είχαν και κάτι βρωμερές «αίθουσες δι' οικογενείας» με μοναδική επίπλωση ένα ντιβάνι ξεχαρβαλωμένο από τ' αμέτρητα αγκαλιάσματα της πελατείας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου