Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Α. Τερζάκης - Ex Tenebris (Μέρος Β')

                                                                                                  
ΙΙ

     Αγαπώ τα πρόσωπα που έχουν ιστορία.
   Τα πρόσωπα που τ' αυλάκωσε ο ιδρώτας της ηδονής και του μαρτυρίου. Που τα νεύρα τους κόπηκαν σαν κλωστές σ' ένα υπέρτατο τέντωμα, πασχίζοντας να ξεπεράσουν τη μπόρεσή τους. Τ' άλλα πρόσωπα μου είναι αποκρουστικά, τα ομαλά κι άψυχα. Πάνω στις στρωτές τους επιφάνειες δε βρίσκει που να σκαλώσει το συναίσθημα, γλιστράει λοιπόν, πέφτει χάμου και λασπώνεται.

     Σήμερα ο ουρανός είναι συννεφιασμένος. Σταχτί φως σουρώνει από το παράθυρο μου και γλείφει το πάτωμα. Κάτω, στο ισόγειο, ο φοιτητάκος της φιλολογίας αναδεύει τα κιτρινιασμένα χαρτιά του, βουτάει τη σουβλερή του μύτη στη σκόνη τους, και θ' αστράφτουν δίχως άλλο άπληστα τα μικροσκοπικά του μάτια.
     Αυτό μου θυμίζει μια σκηνή που βλέπω συχνά στο δρόμο μου. Ένας τυφλός φουκαράς, ενάμιση μπόι άνθρωπος, που έχει επάγγελμα να ζητιανεύει, περνάει κάθε μεσημέρι με το κουτσό του βάδισμα και τραβάει προς τα πέρα. Το ελάττωμά του είναι τέτοιο που τον κάνει να σκύβει στο κάθε βήμα, για να τιναχτεί πάλι όρθιος μόλις στεριώσει το γερό ποδάρι του. Έτσι σκαμπανεβάζει βαδίζοντας και σου δίνει την εντύπωση πως όλο θέλει να χιμήξει για κάπου μα σε κάθε βήμα αναχαιτίζεται.
     Έρχεται στρίβοντας στη μια γωνιά, φεύγει στρίβοντας στην άλλη.
   Και σε κάθε γωνιά θαρείς πως σκύβει πρώτα να ιδεί αν εκεί πίσω βρίσκεται αυτός που τον καρτερεί. Μα δεν είναι ούτε εκεί, και τον βλέπεις να ορθώνει πάλι το θλιβερό του μπόι για μια στιγμή, ώσπου να τον χάσεις ολότελα από τα μάτια σου.
     Από όλα τα μυστήρια του κόσμου, κύριε, το πιο άλυτο είναι εκείνο που θέλει τον άνθρωπο γελοίο. Μας φωνάζει στ' αυτί κάτι που λες και δεν το ξέραμε.
    Ο νεαρός μου σύνοικος ψάχνει. Έρχεται καθημερινά φορτωμένος καινούργια βιβλία, και τα μικρά του μάτια αστράφτουν, σα να σου λένε: “Να! Εδώ την κουβαλάω πια την αλήθεια. Την τσάκωσα!” Και είναι λύπηση να τον βλέπεις έτσι ιδρωκοπημένο και νηστικό.
   Έχει και μια φιλενάδα, φοιτήτρια, που ήρθε από την επαρχία να σπουδάσει δασκάλα. Είναι μια κοντούλα ασήμαντη ύπαρξη, μάλλον άσχημη. Έρχεται ταχτικά και τον βλέπει, πότε – πότε μάλιστα περνάνε τη νύχτα τους μαζί. Μελετάνε. Άλλοτε πάλι τσακώνονται, τους ακούω που ξεφωνίζουν.
Σωστό αντρόγυνο.
    Ο μικρούλης λοιπόν φοιτητής είναι ένα άρτιο υπόδειγμα ήρωα. Έχει τις πεποιθήσεις του, εργάζεται για δαύτες, μιλάει δημόσια, εκθέτει συχνά τη ζωή του σε κίνδυνο.
    Όσο όμως αυτός είναι ηρωικός, τόσο ο άλλος εκεί ψηλά, ο ποιητής, είναι ένα άχρηστο πλάσμα.
   Αυτός δε δίνει δεκάρα για τίποτα. Γελάει αθόρυβα, ένα γέλιο που καταζαρώνει το μαϊμουδίστικο πρόσωπό του όπως ξεπροβάλλει από το μαντήλι. Τα σβησμένα του μάτια δε ρίχνουν την αστραπή που βλέπεις στο γέλιο των άλλων ανθρώπων. Σε κοιτάζουν το ίδιο καθώς πριν αδιάφορα.
   Το ιδανικό του αυτουνού δεν είναι η δημιουργία, καθώς του φοιτητή. Το ιδανικό του είναι η εκμηδένιση.
    Περίεργο! Γιατί σας έρχεται αμέσως στο νου η σκέψη να τον σώσετε; Δε μπορεί να σας ξεφύγει δηλαδή μια ευκαιρία να κολακέψετε τον εαυτό σας; Η αγαθοεργία – δε σας λέω! - είναι καλή για εσωτερική κατανάλωση, αλλά έτσι πάλι, να χώνει τη μύτη της σε κάθε ιδιωτική υπόθεση, τι αδιακρισία! Σπλαχνιστείτε τον άχρηστο ποιητή, κύριε, κι απαλλάξετέ τον από τη λύπησή σας. Ξέρω, ξέρω! Θα του μιλήσετε για τον περιορισμό του ανθρώπου, για τη συνείδηση. Όμως η συνείδηση, κύριε, δεν είναι αιώνια. Αιώνια είναι η ζωή. Φταίμε γι' αυτό; Δε φταίμε.
    Και τώρα που σας μίλησα για τον μικρό κόσμο γύρω μου, για τους δυο συνοίκους μου, θα με ρωτήσετε, φυσικά, που βρίσκομαι εγώ. Περίπλοκο ερώτημα. Εγώ λοιπόν βρίσκομα ανάμεσα στους δύο. Ανάμεσα στη βεβαιότητα του ενός και στην απιστία του άλλου. Πότε με τραβάει το απάνω, πότε το κάτω.
    Περιμένω να φτάσει το βράδι. Τότε ανοίγω το παράθυρό μου και βάζω μια φωνή. Όπως σας το είπα. Τίποτ' άλλο.
     Μα να που νύχτωσε.
    Αντίκρυ ανάβουν ένα – δυο φώτα. Στο δρόμο κυνηγιώνται οι σκιές με τα ξεματωμένα χαμόγελα της εσπέρας. Κάποια βήματα άγνωστα, βιαστικά, στο λιθόστρωτο, και η μυρωδιά από ζεστό φαΐ. Κλείνονται τα παράθυρα με βρόντο. Ένα μακρινό κλάμα μωρού, όπως παλιά, στις πρωτόγονες εποχές, μέσα στα δάση.
    Στο ισόγειο τραγουδάνε, δυο φωνές: Ο φοιτητής και η φιλενάδα του. Λένε πρίμο – σεγκόντο, με του κόσμου τις παραφωνίες, ένα αργό τραγούδι. Με κάνει να συλλογιέμαι το σκοπό που θα λέγανε οι δούλοι σαν τραβούσανε κουπί στ' αλλοτινά πλεούμενα. Έξω παφλάζει το κύμα, ταξιδεύουμε.
    Η σκάλα μου τρίζει. Είναι ο αιθερομανής ποιητής που ανεβαίνει μεθυσμένος. Η μυρωδιά χώνεται από τις χαραμάδες της πόρτας μου, μπαίνει ύπουλα στην κάμαρά μου.

   Το παράθυρό μου είναι ανοιχτό, έχω σκύψει έξω. Στο χέρι μου πέφτουν δύο – τρεις χλιαρές σταλαγματιές. Θα βρέξει. 

[Του Έρωτα και του Θανάτου, Βιβλιοπωλείον της Εστίας] 



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου