MIHAIL SADOVEANU (Πασκάνι 1880 - Βουκουρέστι 1961). Ρουμάνος πεζογράφος, γνωστός κυρίως για τα διηγήματα του και τα ιστορικά του μυθιστορήματα. Τα έργα του αναφέρονται στην αγροτική και μικροαστική ζωή της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Μολδαβίας.
Η πικρή σάτιρα του Μιχαήλ Σαντοβεάνου εστιάζεται στη θλιβερή ζωή του ανάξιου δημάρχου μιας επαρχιακής κωμόπολης που, απορροφημένος στη διασφάλιση και τη διαιώνιση της μικροεξουσίας του, αδιαφορεί πλήρως για το δημόσιο χρέος του και αντιμετωπίζει τους χωρικούς σαν αυταρχικός φεουδάρχης. Οι ηγεμονικές βλέψεις του πρωταγωνιστή του διηγήματος αποδεικνύονται αυταπάτες, καθώς ο δήμαρχος αποκαλύπτεται βυθισμένος στην ανία της έρημης ζωής του, απατημένος από τον μοναδικό του φίλο (που, όπως υποδηλώνεται, διατηρεί ερωτικό δεσμό με τη γυναίκα του δημάρχου) και, το σημαντικότερο, άκρως ανασφαλής σε ό,τι αφορά τις διαθέσεις των καταπιεσμένων χωρικών προς το πρόσωπο του. Στην κατάληξη του κειμένου, ο τρομοκρατημένος δήμαρχος τείνει για μια στιγμή να εξανθρωπιστεί αποζητώντας τη συντροφιά του ταπεινού νυχτοφύλακα. Και αυτή όμως η στιγμιαία εκδήλωση ανθρώπινης ανάγκης αίρεται, καθώς τα ανακλαστικά του δημάρχου αναλαμβάνουν την περιφρούρηση της επίπλαστης κοινωνικής του υπεροχής - και της φριχτής μοναξιάς του. Παρουσιάζοντας τον ηθικό και πολιτικό εκφυλισμό της περιφερειακής εξουσίας, το διήγημα υποβάλλει το αίτημα μιας περισσότερο ανθρώπινης και δίκαιης διαχείρισης των κοινών, αίτημα που ο αφηγητής αλλά, υποσυνείδητα, και ο ταραγμένος δήμαρχος φαίνεται να προβλέπουν ότι δεν θ' αργήσει να εκπληρωθεί.
~ * ~
Ο ΚΥΡΙΟΣ ΣΑΜΨΩΝ ΤΖΙΤΑ, ο δήμαρχος της μικρής μας πόλης, ένιωθε μεγάλη μοναξιά προχτές το βράδυ. Όταν πια η Λιζαβέτα, η υπηρέτρια, μια γυναίκα ψηλή σα δραγόνος και αδύνατη σα σανίδα, σήκωσε το σερβίτσιο του δείπνου και σέρβιρε τον καφέ, έμεινε μονάχος και συλλογισμένος μέσα στην έρημη τραπεζαρία. Απ' το φλιτζάνι του ανέβαινε ένας ανάλαφρος αχνός, όμοιος με διάφανο φάδι αράχνης, αόρατος σχεδόν μέσα στο φως που χάιδευε το κοκκινωπό του πρόσωπο με το βαρύ καλοξυρισμένο σαγόνι. Τα μικρά του ματάκια χωμένα σε βαθιές κόχες έμεναν ακίνητα με το βλέμμα προσηλωμένο ίσια μπροστά του, κάτω από τις φρυδάρες του. Ο κύριος Σαμψών Τζίτα αναλογιζόταν τη μοναξιά του.
«Τι να κάνει για να περάσει την ώρα του κανείς σε μια σιχαμένη κωμόπολη σαν τη δική μας; Ούτε καφενεία, ούτε μπυραρίες, τίποτα. Κατά τις δέκα όλα τα μαγαζιά έχουν κλείσει, ούτε γάτος έξω! Τι θ' απογίνω σ' αυτή την ερημιά; Κι αν κάνεις ότι ξεχνιέσαι κάπου κι αργήσεις, βλέπεις και παθαίνεις για να γυρίσεις σπίτι σου. Τρία τέσσερα φανάρια σ' όλη την πόλη κι αυτά περισσότερο καπνίζουν παρά φωτίζουν. Κι αν ξαφνικά πέσεις μέσ' στη λάσπη ή σε κάνα λάκκο με νερό;…» Ο κύριος Σαμψών Τζίτα -είν' αλήθεια- από καιρό το συλλογιέται πως θα 'πρεπε κάτι να κάνει για την κοινότητά του! Μα πώς; Με τα καθήκοντα και τις έννοιες που έχει στο κεφάλι του δεν ξέρει, μα την αλήθεια, τι να πρωτοκοιτάξει. Μια δημαρχία έχει ένα σωρό σκοτούρες. Χρειάζεται να 'χεις επιδεξιότητα, να ξέρεις πώς να φερθείς σε τούτονε και σ' εκείνονε, να 'χεις τα μάτια σου τέσσερα αν εκεί κάτω, στην πρωτεύουσα, το βαρόμετρο δείχνει καταιγίδα ή ξαστεριά. Ε, λοιπόν, ο κύριος Σαμψών ξέρει καλά τον κόσμο του!
Μα να τον τώρα μονάχο στο σπίτι. Η κυρία Αδέλα έφυγε για το Γιάσι.
- Τι σου 'ρθε να πας στο Γιάσι, στο κάτω κάτω της γραφής;
- Έχω να κάνω πολλές δουλειές! Ναι, νια το φόρεμά μου του χορού, για το χειμωνιάτικο καπέλο μου…
Αλήθεια, η τουαλέτα του χορού, το χειμωνιάτικο καπέλο. Αχ, αυτές οι γυναίκες με τα μπιχλιμπίδια τους! Είναι το δεύτερο βράδυ που περνάω μόνος. Το βραδάκι, βγαίνοντας απ' τη δημαρχία, έστειλε τον Μπάλα, το νυχτοφύλακα, στου αστυνόμου να τον παρακαλέσει να 'ρθει σπίτι του να παίξουν ένα πικέτο και να κοπανίσουν κάνα ποτηράκι, όπως συνηθίζεται ανάμεσα σε ανθρώπους έντιμους, τέτοιες χινοπωριάτικες νύχτες. Μα ο Λέων Βασιλίου, ο αστυνόμος, είναι κι αυτός στο Γιάσι, έφυγε απ' τ' απόγιομα κιόλας.
«Τι διάβολο, όλος ο κόσμος πάει στο Γιάσι;»
Βυθισμένος σ' αυτές τις σκέψεις, είχε ξεχάσει τον καφέ του. Τον καταπίνει αργά, σε μικρές γουλιές. Έπειτα, σηκώνοντας με κόπο τη φουσκωτή κοιλιά του, αφήνει την καρέκλα και μπαίνει στην κάμαρά του με τις μπότες του που τρίζουν. Η Λιζαβέτα έχει ετοιμάσει το κρεβάτι, έχει τοποθετήσει τις παντούφλες του πάνω στο λυκοτόμαρο, όπως πάντα. Ο κύριος δήμαρχος παίρνει τη θέση του στην πολυθρόνα του, κοντά στο κρεβάτι. Βγάζει μια εφημερίδα από την τσέπη του σακακιού του. Την έχει μισοδιαβάσει στη δημαρχία, του μένει να διαβάσει την άλλη μισή. Βουλιάζει μαλακά στην πολυθρόνα βγάζοντας έναν αλαφρό αναστεναγμό ηδονής και πέφτει στο διάβασμα των νέων από τη χώρα κι από κάθε γωνιά του κόσμου.
Έξω, ο αέρας που φύσαγε όλη τη μέρα έχει σταματήσει, μόλις που ακούγεται πότε πότε το φρικίασμα που φέρνει στα τζάμια τ' ανάλαφρο βραδινό αεράκι, σαν αναπνοή, σαν φευγαλέος ψίθυρος. Τι καλά που είναι κανείς έτσι, ευχαριστημένος, χορτάτος, στο σπίτι του, χωμένος σε μια μαλακή πολυθρόνα, διαβάζοντας όλα τα παράξενα που γίνονται στον κόσμο, χωρίς να κουνιέται, χωρίς ν' αδημονεί!
Από την κουζίνα ακούγεται ακόμα η κοσμοχαλασιά που κάνει κατά τη συνήθειά της η Λιζαβέτα πλένοντας τα πιατικά.
«Τι το πιάνει αυτό το πλάσμα; Αληθινή άγρια! Άκου την, ακόμα παλεύει με τα πιάτα και τα καταχτυπάει… για όνομα του Θεού!»
Αλλά ο κύριος Σαμψών είναι μόνος. Κανείς δεν είν' εδώ για να του απαντήσει. Η ψιλή, διαπεραστική φωνή της Αδέλας, δεν του απαντάει απόψε σαν ηχώ:
- Δεν γίνεται τίποτα, αγαπητέ μου! Αυτοί είναι οι τρόποι των υπηρετών! Ακούς εκεί, αυτοί είναι οι τρόποι των υπηρετών! Ο κύριος Σαμψών έχει πολύ δίκιο να είναι τόσο αυστηρός στην επικράτειά του.
- Τι έκανε λέει; Μπροστά μου, κύριε, ο χωριάτης αφήνει το γούνινο σκούφο του στην πόρτα. Πρέπει να καταλαβαίνει με ποιον έχει να κάνει.
Μια φωνή σαν να του ψιθυρίζει στ' αυτί:
- Τον καιρό των εκλογών όμως, όταν πλησιάζει η εκλογή νέου δημάρχου;
- Ω! Ελάτε δα!… Το παν είναι να 'χεις προστάτες! Φτάνει να πουν το ναι αυτοί οι κύριοι της πρωτεύουσας, και τέλειωσε! Και καθώς τα 'χω πολύ καλά μαζί τους…
Ο κύριος Σαμψών χαμογελάει. Ναι, τα πάει μια χαρά μ' αυτούς τους κυρίους. Όσο για τους άλλους, τους έχει του χεριού του. Οι δημοτικοί σύμβουλοι, που οι περισσότεροί τους είναι χωριάτες από τα γύρω χωριουδάκια, είναι καλά ανθρωπάκια. Πώς θα τολμούσαν αυτοί, μέσα στα χωριάτικα ρούχα τους, ν' αντιγνωμήσουν στον κύριο δήμαρχο, που στο γιλέκο του στραφτοκοπάει μια χρυσή αλυσίδα;
Ο κύριος δήμαρχος λέει:
- Θα γίνει αυτό!
Κι εκείνοι σκύβουν τα κεφάλια:
-Δεχουτόν, δεχουτόν!
Φτωχοί αφελείς!
Ο κύριος δήμαρχος χαμογελάει ξανά, γιατί αληθινά, αυτοί οι φτωχοί αφελείς δεν υποψιάζονται τίποτα, ενώ αυτός, αυτός ξέρει τόσα πολλά!
«Δεχουτόν», αλλά σε ποιον στέλνουν κάθε πρωί οι χασάπηδες το πιο παχύ κομμάτι για ψητό και οι φουρναρέοι το πιο καλοψημένο καρβέλι; «Δεχουτόν», αλλά πώς διάβολο γίνεται οι χωριάτες να σπάνε τους άξονες των αμαξιών τους στην ισιάδα, μέσ' στη μέση της πόλης; Ο κύριος Σαμψών χαμογελάει καθώς διαβάζει την εφημερίδα του. Πότε πότε σαλεύει τα χείλια, ενώ η σιωπή που κυριαρχεί στο δωμάτιο φαίνεται να τον περιζώνει και να πυκνώνει γύρω του. Στην παραμικρή κίνηση του χεριού του, η εφημερίδα αναπηδάει μ' ένα τρίξιμο. Ο κύριος Σαμψών αναστενάζει βαθιά και η σιωπή, που για μια στιγμή ξορκίστηκε, βασιλεύει ξανά. Όλ' αυτά είναι βλακείες! Έχετε μια καλή θέση στη ζωή; Είσαστε αναπαυτικά στη φωλιά σας, με τις δεκάρες σας, με τη γυναικούλα σας, με το φαΐ σας, με το πιοτί σας; Αυτό είναι το παν.
Μέσα στη ζεστασιά του δωματίου, τα βλέφαρά του βαραίνουν και κλείνουν ξαφνικά και το κεφάλι του πέφτει απότομα προς τα κάτω. Το ανασηκώνει αργά, με προσοχή και χασμουριέται μέχρι δακρύων.
Πού ήταν; Έχασε τη γραμμή. Ψάχνει να τη βρει γουρλώνοντας τα μάτια, αλλά μια ζεστή τεμπελιά του παραλύει τα μέλη.
- Νιώθω όλα μου τα κόκαλα να μαλακώνουν! μουρμουρίζει ο κύριος Σαμψών τρυφερούτσικα και ξαναπιάνει πάλι το νήμα των σκέψεών του. Ένα φάδι αράχνης χορεύει μπρος στα μάτια του.
Μπα, αδύνατο να ξαγρυπνήσει άλλο, πρέπει να πλαγιάσει.Τι ώρα είναι; Θα είναι εννιάμισι. Βγάζει το ρολόι του και το κοιτάζει πολλήν ώρα και χασμουριέται τόσο, που πάνε να ξεβιδωθούν οι μασέλες του. Όχι, είναι μόλις εννιά. Λιγουλάκι νωρίς… Εμ βέβαια, όταν είσαι ολομόναχος, δεν ξέρεις τι να κάνεις! Τ' άλλα βράδια, φλυαρεί με την κυρία Αδέλα, κουβεντιάζει πολιτικά με το φίλο του τον Λέοντα.
- Πώς τα βλέπεις τα πράγματα, αστυνόμε; Πώς πάει η πολιτική;
- Ζήτω οι δικοί μας! αποκρίνεται ο αστυνόμος, γελάει και ρίχνει μια ματιά στη μαντάμ Αδέλα.
Εκείνη λιγώνεται απ' τα γέλια. Κι έτσι περνάει ο καιρός. Μα τώρα τι γίνεται; Να πλαγιάσει, τι να κάνει;
Σηκώνει το βαρύ κορμί του, ξεφυσώντας με κόπο βγαίνει στο διάδρομο και ελέγχει την κλειδαριά της εξώπορτας. Ξαναγυρίζει, κλειδώνει την πόρτα του δωματίου του κι ύστερα γδύνεται γρήγορα, αγκομαχώντας. Μια σύντομη προσευχή, από συνήθεια, κι ύστερα αφήνεται να τουμπάρει στο μαλακό στρώμα. Το κρεβάτι βγάζει μια κραυγή, σα ζωντανό πλάσμα. Ο κύριος Σαμψών τεντώνει το λαιμό κατά τη λάμπα, που καίει πάνω στο κομοδίνο και της δίνει ένα γερό φύσημα για να τη σβήσει. Η φλόγινη γλώσσα λεπταίνει και μακραίνει ως το χείλος του γυαλιού, καπνίζει για μια στιγμή και σβήνει μ' ένα ελαφρό θόρυβο. Στο δωμάτιο απλώνεται τώρα η γαλήνη του σκοταδιού και μονάχα φεγγίζει η αδύναμη κοκκινωπή ανταύγεια του καντηλιού που κρέμεται κάτω από τα εικονίσματα, στον ανατολικό τοίχο. Ο δήμαρχος χώνει το κεφάλι του στο μαξιλάρι που οι δυο του άκρες ανασηκώνονται από τη μια μεριά κι από την άλλη και, καθώς είναι μυτερές, μοιάζουν σαν δυο τεράστια αυτιά στο δημαρχιακό κεφάλι.
Χωρίς άλλο, η μοναξιά είν' εκείνη που φέρνει στον κύριο δήμαρχο τέτοιες παράξενες σκέψεις καθώς τον παίρνει γλυκά γλυκά ο ύπνος… «Τι διάβολο θέλουν κι αυτοί οι χωρικοί στη δημαρχία;»
- Τι γυρεύετε δω; Τι με κοιτάζετ' έτσι; Τι τρέχει; Ακόμα μεθυσμένοι είσαστε; Ήπιατε πάλι;
- Το λοιπόν… να, γλιέπετε, κύριε δήμαρχε…
- Τι «το λοιπόν» και το ξελοιπόν, τι να «γλιέπω»; Νομίζετε πως έχω τον καιρό ν' ασχολούμαι με τα σας; Γι' αυτούνο με πληρώνει το Κράτος; Έχω κι έχω στο κεφάλι μου εγώ σκοτούρες!
- Το λοιπόν, να, περί αγγαρεία… Δεν μπορούμε να κάνουμε δεκαπέντε μέρες! Ο κύριος εργολάβος του δρόμου, ο κυρ εισπράχτορας…
- Τι εργολάβους και τι εισπραχτόρους μου τσαμπουνάτε;… Ποιο είν' αυτό το ανθρωπάριο που δεν έβγαλε το σκούφο του; Από πού ξεφύτρωσες; Ποιος νομίζεις πως είσαι;
Αχ, αυτοί οι χωριάτες! συλλογίζεται ο κύριος Σαμψών. Δεν το 'χουν σε τίποτα να σε απαγάγουν με το ζόρι, δε σέβονται ούτε το φαγητό σου, ούτε τον ύπνο σου. Αυτοί το χαβά τους, το ίδιο τους κάνει! Για δες εκεί κάτι βλέμματα καχύποπτα κάτω από τα σκουφιά τους!… Είναι άξιοι να σου ριχτούν στο λαιμό. Καταντάει πια επικίνδυνο να τους δέχεται κανείς!
- Τι δηλαδής; Μη δα κι εσείς δεν αρχινήσατε τη ζωή σας αναγκεμένα; Δε φάγατε μαμαλίγκα; …Μπας και δεν είστενε κι εσείς σαν κι εμάς, κάποτε;
Ορίστε μας! συλλογιέται ο κύριος δήμαρχος. Τούτοι δω είναι ικανοί να σου πετάξουν κατάμουτρα τη χειρότερη προσβολή!… Μπορεί και να επιβουλεύονται και τη ζωή σου, ακούτε που σας λέω, για όλα είναι ικανοί!
Μα ξαφνικά, ο κυρ Σαμψών τινάζεται, στριφογυρίζει απότομα πάνω στο κρεβάτι και στυλώνει τα γουρλωμένα μάτια του στο παράθυρο. Κάποιος χτύπησε δυο φορές πολύ διακριτικά το περβάζι του παραθύρου: τοκ! τοκ!
- Τι να 'ναι; αναρωτιέται ο κύριος Σαμψών καταπίνοντας το σάλιο του με μια σύσπαση. Καθώς είναι πολύ φοβιτσιάρης, νομίζει πως, μέσα στη μοναξιά του, κάθε λογής κίνδυνοι τον παραμονεύουνε. Και προπαντός μια μέρα σαν τη σημερινή που ο διάβολος έσπρωξε τον αστυνόμο να φύγει κι εκείνος για το Γιάσι! Αυτό είναι το αποκορύφωμα!
Τα μάτια του, πεταμένα έξω από τον τρόμο, δεν αφήνουν στιγμή το παράθυρο. Το στόρι είναι μισοκατεβασμένο και το ακάλυπτο μέρος του τζαμιού φαίνεται σαν μια μελανή πλάκα που δεν την είχε προσέξει ως τώρα, ένας λεκές σκιάς που κρύβει μια απειλή.
Ό,τι και 'να ναι αυτό το πράγμα απ' έξω, ακούγεται ένα χέρι να χαϊδεύει πάλι το περβάζι του παραθύρου. Ένα χτύπημα γερό, γρήγορο, μουντό τραντάζει τον τοίχο και μαζί με τον τοίχο και το στήθος του… Η καρδιά του χτυπάει να σπάσει, σταματάει ένα δευτερόλεπτο και ξαναρχίζει πιο γρήγορα, τρελά, σαν ν' απαντάει στο χτύπο που ήρθε απ' έξω. Αχνίζοντας από τον ιδρώτα, ο κύριος Σαμψών βρίσκεται την άλλη στιγμή καθισμένος στην άκρη του κρεβατιού με τα πόδια μέσα στις παντούφλες. Η απειλή για μια μοβόρα εκδίκηση, πετσόκομμα με το τσεκούρι ή κάτι τέτοιο, μια κόκκινη φρίκη, δίνουν συνέχεια στο στιγμιαίο του όνειρο που διακόπηκε. Κι όταν μια φωνή υπόκωφη, μια απειλητική κραυγή και μια βλαστήμια ακούγονται ξαφνικά κάτω από το παράθυρό του, τότε πια ολόκληρη η χωριάτικη ύπαρξή του, τρομοκρατημένη και τρεμουλιαστή, βρίσκεται μ' ένα πήδημα στη μέση της κάμαρας. Η ματιά του ξετρελαμένη απ' το φόβο, καρφώνεται στην πορτίτσα της θερμάστρας, σα να 'θελε να ορμήσει και να κρυφτεί εκεί μέσα. Κάνει μερικά σπασμωδικά βηματάκια κατά το κρεβάτι, με την έμπνευση να στριμώξει κάτω απ' αυτό το άφθονο σαρκίον του, μα αμέσως υποχωρεί πάλι προς τη μέση της κάμαρας, με τις τρίχες του κεφαλιού του όρθιες απ' την τρομάρα και μούσκεμα στον ιδρώτα.
Η φωνή απ' έξω δευτέρωσε. Την καταλαβαίνει τώρα, την αναγνωρίζει. Είναι η φωνή του Μπάλα, του νυχτοφύλακα. Μα βέβαια είναι η φωνή του Μπάλα, που φουρκισμένος, διώχνει κάτι απ' το παράθυρό του βλαστημώντας.
- Ου, ψοφήμι! Άμε στο διάβολο! Που να σου φάνε οι λύκοι το κρέας κι ο αφέντης σου το τομάρι! Τι μαστορεύεις κάτω απ' το παραθύρι, ε; Τραβάει η όρεξή σου σπασμένο τζάμι, βρωμοπανούκλα;
Τώρα, ο κύριος δήμαρχος, λαχανιασμένος ακόμα, ρίχνει στους ώμους το πανωφόρι του, κουκουλώνεται ως τα αυτιά με το γούνινο σκούφο του, ξεκλειδώνει με χέρι που τρέμει ακόμα την πόρτα και διασχίζει το διάδρομο σέρνοντας τις παντούφλες του. Ανοίγει την εξώπορτα και προβαίνει στο κατώφλι.
- Τι τρέχει, Μπάλα, φίλτατε, τι συμβαίνει;
- Ένα βρωμογελάδι, κυρ δήμαρχε! Η Κοκκίνω του Σλόιμου, του φαναρτζή…
Μια μαύρη σκιά ξεκολλάει απ' τον τοίχο. Ο νυχτοφύλακας, χαμένος σχεδόν μέσα σε μια κάπα από προβιά, με το σκούφο χωμένο ως κάτω από τ' αυτιά, τη σπάθα του παραμάσχαλα, κάνει βαριά δυο βήματα κατά την πόρτα με τις μπότες του που μυρίζουν ξύγκι.
Ο κύριος Σαμψών νιώθει ένα παράξενο γαργάλημα στο στήθος, η γλώσσα του πάλλεται από τρεμούλιασμα χαράς, θαρρείς και τα λόγια του αρνιούνται να βγουν.
- Βλέπεις, φίλε μου Μπάλα, από πολύ καιρό το μελετάω… δεν είναι σωστό τα ζωντανά να βολτατζάρουν όπου τους καπνίσει… Μα πού καιρός να τα προλαβαίνω όλα… Έχω τόσες σκοτούρες.
Ο νυχτοφύλακας μένει μουγκός.
Ο δήμαρχος τον κοιτάζει επίμονα:
- Τι θα 'λεγες, Μπάλα, αν σε κερνούσα ένα ποτηράκι ρούμι; Θα κρυώνεις, το δίχως άλλο…
- Ε, κάνει μια στάλα ψυχρούλα… κάνει ο άνθρωπος κομπιάζοντας. Μια αχτίδα του φεγγαριού γλιστρώντας πάνω από ένα σύννεφο, φώτισε το αξούριστο πρόσωπό του, που οι έγνοιες και οι στερήσεις το 'χαν αυλακώσει.
Ο κύριος δήμαρχος λέει χαμηλόφωνα:
- Να, βγαίνει το φεγγάρι…
Έπειτα περιεργάζεται πάλι τον Μπάλα, σα να τον έβλεπε για πρώτη φορά.
- Ζόρικο πράμα να 'σαι μονάχος, ε; Λείπει, βλέπεις, η γυναίκα μου στο Γιάσι… Κι ο αστυνόμος… αναρωτιέμαι τι διάβολος τον καβάλησε και δαύτονε, έφυγε κι αυτός…
Σκέφτεται για λίγο, δεν ξέρει τι άλλο να πει.
- Κι εσύ πώς τα πας;
- Καλούλια, πώς θέλετε να τα παγαίνω; μουρμούρισε ο γέροντας. Με τη χάρη του Θεού! Είκοσι χρόνια τώρα όλο τα ίδια… ο φτωχός!…
- Α, ναι! ναι! έκανε ο δήμαρχος κουνώντας το κεφάλι και βρίσκοντας πια πως άδικα είχε τρομάξει. Αλλά πού να ξέρεις; Το κακό έρχεται ξαφνικά. Τι είναι η ζωή του ανθρώπου!
Η μικρή πολιτεία είχε βουλιάξει μέσα σε νεκρική σιγαλιά. Ο Μπάλας ακουμπούσε στη σπάθα του, τυλιγμένος μέσα στην προβιά του και μέσα στη μοναξιά του.
- Άντε, θα σε κεράσω ένα ποτηράκι ρούμι! είπε ο κύριος Σαμψών τουρτουρίζοντας. Κάνει διαβολεμένο κρύο και δε μπόρεσα να κλείσω μάτι από την ώρα που πλάγιασα…
Έμεινε μια στιγμή αναποφάσιστος, ύστερα άλλαξε γνώμη:
- Δηλαδή!… Καλύτερα, σου δίνω αύριο κατιτίς να πιεις μια ρακή… Μπορείς να την πιεις στου Πάγκου Στερν ή στου Σλόιμου… Τώρα είμαι τρομερά κουρασμένος!
Αποτραβήχτηκε στη σκιά του διαδρόμου, έκλεισε την πόρτα, γύρισε δυο φορές το κλειδί. Ακούστηκε ο πνιχτός θόρυβος από τα βήματά του στο διάδρομο. Έπειτα το στρίψιμο του κλειδιού της πόρτας της κρεβατοκάμαρας. Η κουρτίνα του παραθύρου τραβήχτηκε απότομα. Κι ο νυχτοφύλακας απόμεινε μελαγχολικός και μόνος, ακούνητος, με το κεφάλι σκυφτό, μέσα στη λάμψη του φεγγαριού.
μτφρ. Δημήτρης Ραυτόπουλος