Ξέρουμε πως προσβάλλουμε τα πνευματικά δικαιώματα με την κάθε δημοσίευση στο blog και ότι με ένα νεύμα του νόμου και του δημιουργού και του κληρονόμου και του εκδοτικού και του θιγμένου θα μπορούσαμε σε ελάχιστο χρονικό διάστημα να βρεθούμε είτε πίσω από τα κάγκελα, είτε πάνω σ'αυτά. Όμως ό,τι ανεβαίνει, ανεβαίνει από την φυσική διάθεση να μοιραστούμε, να θυμίσουμε, να μονολογήσουμε όπως θα το κάναμε ούτως ή άλλως.

Πέμπτη 11 Οκτωβρίου 2012

"Ελένη": Το λιθαράκι του Ν. Γκατσογιάννη στην Ιστορία του Εμφυλίου



Νίκου Γκατζογιάννη
ΕΛΕΝΗ
Μετάφραση: ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΚΟΤΖΙΑΣ
Επιμέλεια έκδοσης: ΔΙΟΝ. Ι. ΤΣΟΥΡΑΚΗΣ
Ελληνική ευρωεκδοτική
                                                                         Εις μνήμην
ΕΛΕΝΗΣ ΓΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ 
ΑΛΕΞΑΝΔΡΑΣ ΓΚΑΤΣΟΓΙΑΝΝΗ, ΒΑΣΙΛΗ ΝΙΚΟΥ
ΣΠΟΥΡΟΥ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ, ΑΝΔΡΕΑ ΜΙΧΟΠΟΥΛΟΥ



Όλα τα ονόματα, oι τόποι και οι ημερομηνίες στο βιβλίο αυτό είναι πραγματικά.

Ο Νίκος Γκατζογιάννης (Nicholas Gage) στο ομώνυμο βιβλίο του - στο οποίο είναι βασισμένη και η ταινία του Peter Yates- περιγράφει την ιστορία και την εκτέλεση της μητέρας του από το ΕΑΜ, επειδή προσπάθησε να σώσει το γιο της από το παιδομάζωμα.  
Η ταινία δεν έχει προβληθεί ποτέ από κρατικό ή δημοτικό τηλεοπτικό σταθμό, ενώ η προβολή της στους ελληνικούς κινηματογράφους διακόπηκε μετά από λίγες ημέρες, όταν υπήρξαν αντιδράσεις από το ΚΚΕ.

Παρακάτω ακολουθεί απόσπασμα από το βιβλίο:


Στα τέλη Μαρτίου 1948, όταν οι Λιώτες άρχισαν να φυτεύουν τα πρώιμα κουκιά, κρεμμύδια και καλαμπόκια, είδαν τους αντάρτες στα σύνορα του χωριού και παρακάτω στα χαμηλώματα να φυτεύουν άλλης λογής σοδιά: νάρκες, φτιαγμένες για ν” ανθίζουν ακαριαία με το βάρος του ανθρώπινου σώματος στο κόκκινο λουλούδι του θανάτου.
Η παραλίγο πετυχημένη επίθεση στη Μουργκάνα στις αρχές του μήνα και η διαφυγή των τριών χωριανών είχαν διδάξει ένα μάθημα στους κατακτητές του Λια. Ήταν αποφασισμένοι να ταπώσουν τα χωριά της Μουργκάνας σαν νταμιτζάνα του κρασιού, ώστε κανένας να μη μπορεί να μπει ή να βγει. Φαινόταν βέβαιο ότι θα επαναληφθεί η επίθεση της Επιχειρήσεως Πέργαμος, κι έτσι ναρκοθετήθηκαν πυκνά όλα τα πιθανά μονοπάτια προσπελάσεως από τα χαμηλώματα ως πάνω στις ρεματιές. Οι σκοποί, που όλο το εικοσιτετράωρο ήταν εγκαταστημένοι σε φυλάκια από τη μια ως την άλλη άκρη του χωριού, ενισχύθηκαν για να προλάβουν σκοτούρες όπως εκείνες οι τρεις αποδράσεις.
Η Ελένη απαγόρευσε στα παιδιά της να βγαίνουν από την αυλή από το φόβο μήπως πατώντας απρόσεχτα βάλουν φωτιά σε καμιά νάρκη. Σ” όλη τη Μουργκάνα οι χωριάτες προσέχανε πια πολύ που πατάει το κάθε βήμα τους. Ωστόσο, το αναπόφευκτο συνέβη στο γειτονικό Μπαμπούρι. Είχαν διατάξει μερικά παιδιά του χωριού να οδηγήσουν ένα κοπάδι μουλάρια στον Τσαμαντά για τους αντάρτες. Ο επικεφαλής, ένα χοντροκέφαλος νεαρός, βγήκε από το δρόμο για φυσική του ανάγκη και τινάχτηκαν τα δυο πόδια του. Τα μικρότερα αγόρια κατάφεραν να τον κουβαλήσουν πίσω ως το σπίτι της ξαδέλφης της Ελένης, της Αντώνοβας Παρούση, στη δυτική άκρια του Μπαμπουριού, αλλά πέθανε εκεί, βλαστημώντας ενώ το αίμα του πλημμύριζε ποτάμι το πάτωμα μπροστά στα μικρά παιδιά της που παρακολουθούσαν .
Ο πολιτικός επίτροπος της Μουργκάνας, ο Κώστας Κολιγιάννης, αντιλαμβανόταν πως οι νάρκες και οι αυξημένες σκοπιές δεν αρκούσαν για να εξασφαλίσουν την πλήρη «συνεργασία» των χωριανών του Λα. Αποφάσισε να εγκαταστήσει στο χωριό σταθμό πολιτοφυλακής όπως εκείνος που υπήρχε στο Μπαμπούρι. Του χρειαζόταν να βρεθεί ένα σπίτι αρκετά ευρύχωρο, ώστε να υπάρχουν το γραφείο της πολιτοφυλακής, δωμάτια για τις ανακρίσεις κι ένα σίγουρο κατώι για κρατητήριο. Το μόνο αρκετά μεγάλο σπίτι του Λια ήτανε της Αμερικάνας.
Κάποιο πρωί στα μέσα Μαρτίου, η Ελένη άνοιξε την πόρτα της και είδε το Σωτήρη Δραπέτη να στέκεται απέξω. Το αντίκρισμα των φιδίσιων ματιών στο αδύνατο, νόστιμο πρόσωπο, της έφερε κόμπο στο λαιμό γιατί θυμήθηκε τη μέρα που της είχε αναστατώσει το σπίτι ψάχνοντας για όπλα.
Ο Σωτήρης πληροφόρησε την Ελένη πως ο Δημοκρατικός Στρατός χρειαζόταν το σπίτι της για το νέο σταθμό της πολιτοφυλακής του. Για λόγους ασφαλείας δε θα επιτρεπόταν να παραμείνει εκεί κανένας πολίτης. Είχε είκοσι τέσσερις ώρες διορία να βρει άλλη κατοικία για τη φαμελιά της.
Η Ελένη ήξερε πως μόνον ένα μέρος τους είχε απομείνει να πάνε· το σπίτι των γονιών της με τα δυο του δωμάτια, που ήταν άδειο αφότου τα πρωτοπαλίκαρα του Σωτήρη είχανε ξυλοφορτώσει τη Μεγάλη και την αναγκάσανε να κουβαληθεί στης θυγατέρας της.
Μέσα στη νύχτα οι Γκατζογιανναίοι τοιμάστηκαν να μετακομίσουν από το Περιβόλι στην Κατωχώρα. Εκτός από τις δεκατέσσερις γίδες, τα στρωσίδια τους, τα ρούχα τους και λίγο καλαμπόκι, δεν υπήρχαν άλλα πολλά για να περισωθούν. Ο Σωτήρης πρόσταξε την Ελένη ν” αφήσει εκεί τη ραπτομηχανή και το γραμμόφωνο· τα χρειαζόταν ο Δημοκρατικός Στρατός. Η Ελένη τύλιξε τη φωτογραφία του Χρήστου και τον κωνσταντινοπολίτικο χρυσό μαστραπά σε κάτι ρούχα, ύστερα αμίλητη άρχισε ν” αποχαιρετά το σπίτι όπου είχε περάσει τα είκοσι δύο χρόνια του γάμου της. Σ” αυτές τις κάμαρες είχε γεννήσει τα παιδιά της και είχε παρακολουθήσει να πεθαίνει η πεθερά της. Ήτανε σαν ν” άφηνε πίσω ένα κομμάτι από το κορμί της.
Η Ελένη στάθηκε για λίγο μπροστά στο εικονοστάσι στη γωνία, όπου πρώτο πράμα κάθε πρωί και τελευταίο κάθε νύχτα σταυροκοπιότανε. Τριγύρισε, χαϊδεύοντας εκείνα τα λούσα που είχανε κάνει το σπίτι της το πιο όμορφο του χωριού: το μπρούντζινο κρεβάτι, τη χτιστή παπουτσοθήκη, το τρεχούμενο νερό που πολυμήχανα κατέβαινε από βαρέλια κρεμασμένα έξω από την κουζίνα, τη θεόρατη αυλόπορτα με τα μπρούντζινα χερούλια και το κουδούνι, το πελεκητό τζάκι με τ” όνομα του αντρός της χαραγμένο. Κοίταζε για στερνή φορά από το παράθυρο τη θέα των κοιλάδων και των βουνών στο νότο. Δε θα ξανάβλεπε ποτέ από τούτη τη μεριά των βουνών στο νότο. Μόνον ένα τέταρτο κατήφορος στη βουνοπλαγιά ήτανε το μέρος που πήγαινε, της φαινόταν όμως πως βρισκότανε στην άλλη άκρη του κόσμου.
Καθεμιά από τις θυγατέρες της αποχαιρέτησε με το δικό της τρόπο το σπίτι όπου είχε γεννηθεί. Η Όλγα μάζεψε τα προικιά της από τον κρυψώνα τους στο σπίτι της Ράνως και της Τάσαινας, τα τύλιξε προσεχτικά σ” ένα μουσαμά και τα κουβάλησε στο σπίτι της γιαγιάς της. Η Φωτεινή άδραξε το σακουλάκι με τα μπιχλιμπίδια που της είχε χαρίσει ο υπεύθυνος της επιμελητείας, ο Χαντζάρας. Ο Νικόλας τριγυρνούσε αμίλητος απ” έξω, κάνοντας μια τελευταία επίσκεψη στα μέρη που του ήτανε τόσο οικεία όσο το πρόσωπο της μάνας του.
Η αναχώρηση από το σπίτι ήτανε η πρώτη μεγάλη ανατροπή της ζωής μου. Στα οχτώ χρόνια αφότου γεννήθηκα, είχανε πλήξει το Λια επιδρομές, μάχες, βόμβες, εκτελέσεις και πείνα, ωστόσο κάθε μέρα ξυπνούσα κι αντίκριζα την ίδια θέα των βουνών στα πόδια μου, με τη μουριά μπροστά μπροστά, και κάθε νύχτα αποκοιμιόμουν πλάι στο ίδιο τζάκι με τη μάνα μου και με τις αδερφάδες μου τριγύρω. Ήξερα το Περιβόλι σπιθαμή προς σπιθαμή· που έκρυβε κάθε κότα τ” αυγά της, πότε θα μπουμπουκιάσει και θα δέσει καρπό το κάθε δέντρο και που θα προσγειωθούνε τα κοράκια για να τσιμπήσουνε γυρεύοντας φαΐ και για να πέσουν ίσως σε κανένα από τα χοντροφτιαγμένα μου δόκανα. Πέρασα από τη μεριά του περιβολιού όπου είχα σκάψει την κακορίζικη χαβούζα μου για να κολυμπάω και πήγα ως τον αχερώνα πάνω από το μόλο της φάρας του Μήτρου, όπου κάποτε είχα παρακολουθήσει ένα νιόπαντρο ζευγάρι να ξεμοναχιάζεται από το συγγενολόι και να καταπιάνεται με κάτι μυστήριες ακροβασίες, που τόσο ζωηρά τις μιμήθηκα στους δικούς μου προσθέτοντας και τους κατάλληλους ήχους, ώστε η περιγραφή μου έκανε ακαριαία πάταγο σ” όλο το Περιβόλι.
Έριξα μια στερνή ματιά στα βουναλάκια και στις χαμηλές μάντρες, όπου τ” αγόρια του μαχαλά έπαιζαν τον πόλεμο. Κοντά στο σπίτι της γιαγιάς μου δεν έμεναν αγόρια της ηλικίας μου, και μολονότι ποτέ δεν κατάφερα ν” αποσπάσω το θαυμασμό του Νίκο Μήτρου, θα μου έλειπε η συντροφιά των παιδιών του μαχαλά, ακόμα και του κλαψιάρη του Λάκη, που ήταν, εντέλει, ο πιο στενός μου φίλος.
Ήξερα το σπίτι μου και την αυλή μου στην εντέλεια όπως ένας φυλακισμένος ξέρει το κελί του, και τώρα που θα φεύγαμε ένιωθα τα ίδια κακά προαισθήματα που θα νιώθει ίσως κάποιος φυλακισμένος βρίσκοντας άξαφνα την κάρτα του κελιού του ανοιχτή. Το σπίτι του παππού μου μου φαινότανε απαίσιο, γιατί, και τώρα που έλειπε ο παππούς μου, η βλοσυρή, απειλητική παρουσία του εξακολουθούσε να γεμίζει την κάθε χαραμάδα.
Η μετακίνηση από τη σιγουριά του Περιβολιού κάτω χαμηλά στο σπίτι του Χαϊδή ήτανε η πρώτη ρωγμή στο οικοδόμημα της ζωής μου, πολύ πιο δύσκολη για μένα από τη μεγάλη μετακίνηση που θα ερχόταν αργότερα, από την Ελλάδα στην Αμερική. Τότε πια δε μ” ένοιαζε τι τόπο άφηνα και που πήγαινα, γιατί δεν είχε απομείνει γωνιά στον κόσμο όπου να νιώθω ασφάλεια.
Το άλλο πρωί, τρεις πολιτοφύλακες έφτασαν στου Γκατζογιάννη λίγο μετά την αυγή. Ήταν και οι τρεις μεγαλόσωμοι και γεροδεμένοι και είχανε τα παγερά μάτια των απανταχού αστυνομικών.
Δίχως άχνα, οι Γκατζογιανναίοι παρακολούθησαν τους αστυνομικούς να μπαίνουν στο σπίτι τους, κι από πίσω ο Σωτήρης Δραπέτης, που θα ήταν ο υπεύθυνος του άλφα δύο στο χωριό. Μετά, βάζοντας μπροστά τα ζωντανά, πήρανε το δρόμο από το Περιβόλι για τελευταία φορά, δίχως να κοιτάζουνε πίσω τους.
Η εγκατάσταση σταθμού της πολιτοφυλακής προκάλεσε αμέσως κάποια αδιόρατη, ωστόσο διάχυτη, μεταβολή στην ατμόσφαιρα του Λια. Πρόσφερε στους χωριανούς μεθυστικές νέες εξουσίες και μια καθολική ανασφάλεια. Το κουτσομπολιό ήτανε ανέκαθεν το μπαχαρικό που καρύκευε και νοστίμευε τη μονοτονία της ζωής του χωριού. Σε μια βουνοπλαγιά, όπου το κάθε σπίτι έχει στα πόδια του την αυλή του από κάτω, τίποτε δεν μπορεί να μείνει κρυφό. Αν μια γυναίκα τσακωνόταν με τον άντρα της ή παραμελούσε να βάλει την μπουγάδα της, αν δυο άντρες αρπάζονταν πάνω στο τάβλι, μέσα σ” ένα εικοσιτετράωρο θα το μάθαιναν οι πάντες στο χωριό και για μια βδομάδα θα κουβεντιάζανε τα καθέκαστα.
Κανένας δεν ήταν άτρωτος στο κουτσομπολιό. Αν κάποιος δεν ήτανε άσκημος ή κοντός, χαζός, μπεκρής, απατεώνας, τσιγκούνης ή κερατάς -δηλαδή, αν δεν υπήρχε τίποτα το αξιοκατάκριτο ή κατά κάποιο τρόπο το ασυνήθιστο σε κάποιον- τότε θα τον πασάλειβε η βούρτσα της φάρας του. Ο παππούς του Λουκά Ζιάρα, λόγου χάρη ήταν παθιασμένος τζογαδόρος, σκλάβος στο ζάρι, και γι” αυτό το παράνομά του Σπυρόπουλος ξεχάστηκε και πήρε τη θέση του το Ζιάρας. Από τότε, τη φάρα του Σπυρόπουλου την ακολουθούσε η υποψία πως είχε αδυναμία στον τζόγο.
Το κουτσομπολιό του χωριού ήτανε ανέκαθεν σχετικά ανώδυνο, αλλά ο σταθμός της πολιτοφυλακής του προσέδωσε ξαφνικά νέα σημασία. Ωσότου έφτασε η πολιτοφυλακή, κανένας ουσιαστικά δε λογάριαζε τις αλληλοκατηγορίες των χωριανών. Τώρα κάποιος μπορούσε να πάει εκεί και να καταγγείλει πως ο γείτονάς του είχε κασέλες γεμάτες καλαμπόκι ενώ οι άλλοι πεινούσαν, κι ευθύς με την αύριο μια κουστωδία αντάρτες θα χιμούσαν μέσα στο σπίτι του γείτονα να του κατασχέσουν όλο το καλαμπόκι του. Αν μια χωριανή είχε κουραστεί από τις ατέλειωτες αγγαρείες και δυσανασχετούσε που την αντικρινή γειτόνισσα δεν την καλούσαν τόσο συχνά, μπορούσε να πάει στην πολιτοφυλακή και να πει πως η άλλη χωριανή είχε βάλει ξεπίτηδες μια πέτρα στο πέταλο του μουλαριού της για να κουτσαίνει. Παρευθύς η γειτόνισσα συλλαμβανόταν κι εξαφανιζότανε. Κανένας από τους καταδότες δεν καλυτέρευε έτσι την προηγούμενη κλήρα του, ωστόσο ένιωθαν κάποια αίσθηση εξουσίας βλέποντας πόσο εύκολα μπορούσαν να κάνουν τους γείτονές τους να υποφέρουν. Καθημερινά στο μονοπάτι για το Περιβόλι πηγαινοέρχονταν οι χωριανοί που είχανε να καταγγείλουν κάποια παράβαση, πάντοτε επιμένοντας να μείνει τ” όνομά τους κρυφό. Οι πολιτοφύλακες κατένευαν κι ακούγανε προσεκτικά, και μόλις έφευγε ο καταδότης κρατούσαν σημειώσεις κι έδιναν τις πληροφορίες στο Σωτήρη, που τις καταχωρούσε στο σημειωματάριό του. Λίγες βδομάδες μετά την άφιξη της πολιτοφυλακής, το Λια είχε καταποντιστεί στην παράνοια.
Οι ίδιοι οι πολιτοφύλακες ενθάρρυναν αυτό το φόβο. Άφησαν να κοινολογηθεί πως θα είχανε προνόμια όσοι καταγγέλλανε λόγια ή πράξεις που έδειχναν έλλειψη «συνεργασίας» με τους αντάρτες. Όποτε δύο η περσότεροι χωριανοί κουβεντιάζανε, κάποιος από τους αστυνομικούς τούς ζύγωνε και ρωτούσε για τι πράμα μιλούσαν. Επιπλέον, είχε διαδοθεί πως η αστυνομία διέθετε σατανικά μηχανήματα που μπορούσαν ν” ακούσουν τους πιο σιγανούς ψιθύρους πίσω από τα ντουβάρια των σπιτιών. Τούτο το παραδέχτηκαν οι χωριανοί ασυζήτητα, γιατί οι επισκέπτες στο νέο αστυνομικό σταθμό είχανε δει πάνω σ” ένα τραπέζι κάποιο βαρύ στρογγυλό μηχάνημα με μανιβέλα, που έβγαζε ύποπτο βουητό, το δίχως άλλο στα σωθικά του αποθήκευε μυστικά και παραβάσεις. Δεν ήξεραν πως ήταν όλο κι όλο μια μπαταρία με ξηρά στοιχεία που έδινε ρεύμα στο τηλέφωνο,
Επειδή οι ντόπιοι άντρες το είχανε σκάσει όταν ήρθαν οι αντάρτες, το Λια ήταν κατά κύριο λόγο ένα χωριό με γυναικόπαιδα, έτσι οι πιο πολλοί καταδότες ήτανε γυναίκες. Μερικές χωριανές τις υποπτεύονταν πως κέρδιζαν ειδικά προνόμια όχι μόνο καρφώνοντας τους γείτονές τους, αλλά και πλαγιάζοντας στα κρεβάτια των ανταρτών. Πιο συχνά κατηγορούσαν δυο χωριανές πως μ” αυτό τον τρόπο συνεργάζονταν. Η μια ήταν η Καλλιόπη Μπαρδάκα, η όμορφη, στρογγυλοπρόσωπη νεαρή χήρα και φανατική κομμουνίστρια, που ο άντρας της είχε εξαφανιστεί στα 1943, σκοτωμένος από τον ΕΔΕΣ ενώ μετέφερε μηνύματα του ΕΛΑΣ, αφήνοντάς της να ταΐσει δυο μικρά παιδιά. Τη βλέπανε να μπαίνει καθημερινά στο σταθμό της πολιτοφυλακής και συχνά ήτανε μπροστά ως μάρτυρας όταν καλούσαν χωριανούς για να τους ανακρίνουν. Η άλλη ήταν η Σταυρούλα Γιάκου Ντάνγκα, η καλλονή του χωριού που ο άντρας της ο Δημήτρης είχε επιστρέψει στο φουρνάρικό του στη Χαλκίδα λίγο μετά το θάνατο του νεογέννητου γιου τους, εγκαταλείποντάς τη στο έλεος της πεθεράς της. Αν και ο Δημήτρης Ντάνγκας πολεμούσε τώρα στον κυβερνητικό στρατό, η γυναίκα του ήτανε από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές των ανταρτών, που της αναθέσανε να ορίζει αυτή ποιες χωριανές θα πηγαίνουν στις αγγαρείες με τα μουλάρια τους. Γρήγορα η Καλλιόπη Μπαρδάκα και η Σταυρούλα Γιάκου έγιναν οι πιο επίφοβες γυναίκες του Λια.
Η μετακόμιση στο σπίτι του Χαϊδή άφησε τους Γκατζογιανναίους μέχρις απελπισίας δίχως φαγώσιμα. Στο περιβόλι είχανε την παραγωγή από το μπαξέ τους κι όπως τριγύρω τους βρίσκονταν τα σφαγεία του στρατού, ο φούρνος, η επιμελητεία και οι αποθήκες, πάντα έβρισκαν τον τρόπο κάτι να ξαφρίζουν πότε πότε από τα εφόδια των ανταρτών. Σχεδόν κάθε χωριανή που της αναθέτανε να ψήσει δεκατέσσερις οκάδες ψωμί μ” ένα σακί αλεύρι των 10 οκάδων κατάφερνε να ξεχωρίζει τόσο ώστε να φτιάξει κι ένα καρβέλι για τη φαμελιά της, κι ας ζυγίζανε μετά οι αντάρτες το ψημένο ψωμί για να προλαβαίνουν κάτι τέτοια. Ο Χαντζάρας, ο χασάπης, δεν αρνιόταν να πασάρει κάνα σκάρτο κοψίδι —κεφάλια, πατσές, μυαλά, εντόσθια— σε παιδιά που τον παρακαλούσανε γλυκούτσικα. Μια όμορφη νεαρή διατεθειμένη να χαριεντιστεί μια στάλα, όπως η Ράνω Αθανασίου, κατάφερνε να πείσει τους αντάρτες ν” ανταλλάξουν με τ” αυγά της λίγο αλεύρι, αλάτι ή σαπούνι.
Μια από τις παλιές γειτόνισσες της Ελένης ήτανε μανούλα να καλοπιάνει τους αντάρτες για να τη φιλεύουν τρόφιμα, ώσπου η παρουσία της πολιτοφυλακής σταμάτησε όλα σχεδόν αυτά τα υποβρύχια δώρα. Η Κώσταινα Θανάση ήταν μια παχουλή, κεφάτη γιαγιάκα, που το σπίτι της, κάτω ακριβώς από του Γκατζογιάννη, το χρησιμοποιούσαν γι” αποθήκη. Η Κώσταινα περιποιόταν τους αντάρτες σαν να ήτανε παιδιά της, τους έβγαζε τις στολές για να ψοφήσουνε οι ψείρες, τους μαντάριζε τις κάλτσες και κούρντιζε τη νοσταλγία τους. «Χρυσό μου αγοράκι, σαν να “χεις πυρετό!» μουρμούριζε. «Να σου φτιάξω εγώ ένα χαμομήλι. Πόσο θα πονάει για σένα η μανούλα σου!».
Οι αντάρτες χουχουλιάζονταν με τις περιποιήσεις της Κώσταινας και τις ξεπλήρωναν με δώρα παραμυθένια: μέλι, μαρμελάδα, λαρδί. Επειδή η γριούλα πάντοτε παραχάιδευε το Νικόλα Γκατζογιάννη, κατηφόριζε πότε πότε ως του Χαϊδή με κάποια από τα πολύτιμα αυτά αποχτήματα για το μικρό, κι εκείνος τα μοιραζόταν με τους δικούς του.
Αλλά δίχως το περιβόλι της και μακριά από την επιμελητεία του αντάρτη, γρήγορα η Ελένη βρέθηκε με λιγοστό καλαμποκάλευρο και δίχως σταλιά αλάτι. Η Κάντα, πάντα μίζερη με το φαγητό, αρνιόταν επίμονα να φάει το ανάλατο ψωμί στο οικογενειακό τραπέζι. Η μάνα της είχε εξαντλήσει τ” αποθέματα των παροιμιών: «Κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτερεί». «Στην αναβροχιά καλό και το χαλάζι». Τώρα καρφώνοντάς την μ” ένα βλέμμα που έκανε την κοπέλα να ζαρώσει, η Ελένη δήλωσε: «Αλάτι – ξαλάτι, πρέπει να φας αυτό το ψωμί για να μην πεθάνεις. Και θα κοιτάξω να μην πεθάνεις, ακόμη κι αν χρειαστεί να φας βολβούς και σαλιγκάρια!».
Ωστόσο, η καρδιά της πονούσε καθώς έβλεπε τα παιδιά να προσπαθούν να κατεβάσουν το άνοστο ψωμί. Εκμυστηρεύτηκε το πρόβλημά της στην Αγγελική Μπότσαρη Ντάικου, που έμενε ακριβώς πάνω από του Χαϊδή.
«Έλα μαζί όταν θα πάω στη θεία Σούλα στο Περιβόλι», είπε η Αγγελική ψιθυριστά, μήπως κανένα από κείνα τα μηχανήματα της πολιτοφυλακής που κρυφάκουγαν ήτανε γυρισμένο καταδώ. «Οι αντάρτες ψήνουν όλο το ψωμί τους στο μαγερειό της και είμαι σίγουρη πως μπορεί να σου βρει λίγο αλάτι».
Η Ελένη κίνησε μαζί με την Αγγελική ν” ανηφορίσει το μονοπάτι για το Περιβόλι πρώτη φορά αφότου τους είχανε διώξει από κει. Καθώς περνούσε έξω από το ίδιο της το σπίτι ταράχτηκε βλέποντας τα χλομά πρόσωπα των κρατουμένων να κοιτάζουν από τα σιδερόφραχτα παραθυράκια του κατωγιού της, όπου άλλοτε κρατούσε τις γίδες. Έξι αντάρτες σκοποί βολτάρανε απ” έξω. Η Ελένη είδε στην αυλή μια γυναίκα με χωριάτικη φορεσιά, που είχε πλάι της ένα κορίτσι ως δεκατριών χρονών, να μιλάνε ζωηρά ο κάποιους αντάρτες. Η γυναίκα φορούσε μαύρο σιγκούνι με κόκκινο γαϊτάνι, που έδειχνε πως ήταν από χωριό του Πωγωνίου. Το κορίτσι, με κυματιστά ρούσα μαλλιά, κρατούσε το χέρι της μάνας της. Η Ελένη παρακολουθούσε ανήσυχη, φαντάστηκε πως θα “χαν έρθει από μακρινό χωριό να μάθουν για κάποιον από τους κρατουμένους. Ζύγωσε, προσπαθώντας ν” ακούσει κάτι, αλλά ένας από τους σκοπούς στην αυλόπορτα την έδιωξε. «Τράβα, δεν έχει τίποτα εδώ να δεις», την πρόσταξε. Καθώς οι δυο γυναίκες τάχυναν το βήμα τους, η Ελένη πρόσεξε πως καμιά από τις παλιές της γειτόνισσες δε βγήκε στην αυλόθυρά της να τη χαιρετίσει. Μια παράξενη σιωπή είχε πέσει πάνω στον παλιό μαχαλά της.
Όταν έφτασαν στο σπίτι της θειας της Αγγελικής πάνω πάνω στο Περιβόλι, η τονωτική μοσκοβολιά του φουρνισμένου ψωμιού και το θερμό καλωσόρισμα της Σούλας Μπότσαρη καταλάγιασε κομμάτι την αγωνία της. Η Σούλα είπε στην Αγγελική και την Ελένη να κοπιάσουν, και μόλις άκουσε τα βάσανα της Ελένης, χάθηκε και γύρισε μ” ένα πάνινο σακουλάκι αλάτι. «Μην το συζητάς πως θα με πληρώσεις!» ψιθύρισε. «Οι γειτόνισσες πρέπει να βοηθιούνται συναμεταξύ τους τις δύσκολες ώρες. Μόνο μην πεις σε κανένα που το βρήκες!»
Άξαφνα ένας βόγκος από το πλαϊνό δωμάτιο ανόρθωσε τις τρίχες στα χέρια της Ελένης. Στην αρχή νόμισε πως ήταν άρρωστο ζωντανό, αλλά ύστερα ο βόγκος σχημάτισε τη λέξη: «Νερό!».
Η Σούλα έβαλε το δάχτυλο στα χείλια και τους έγνεψε να κοιτάξουν από την κλειδαρότρυπα στο πλαϊνό δωμάτιο. Η Ελένη έσκυψε να δει και η ανάσα της κόπηκε. Κάποιος που φορούσε τα υπολείμματα μιας στολής βρισκόταν εκεί στο πάτωμα, τεντωμένος πάνω σε μια φαρδιά σανίδα. Τα πόδια και τα χέρια του ήταν δεμένα με σύρμα στο ξύλο. Σάλευε αδιάκοπα και η Ελένη είδε πως το σύρμα είχε χωθεί παραπάνω από “να πόντο μέσα στη σάρκα στους αστραγάλους του. Το πρόσωπό του ήτανε γυρισμένο πέρα, όμως μπόρεσε ν” ακούσει τον σχεδόν ακατάληπτο βόγκο: «Νερό! Να χαρείτε, νερό!»
Γύρισε να κοιτάξει τη Σούλα και κείνη ψιθύρισε: «Είναι κρατούμενος. Είχανε πάρα πολλούς για να τους χωρέσει όλους το κατώι σου».
«Για το Θεό, δεν του δίνεις λίγο νερό;» ρώτησε η Ελένη.
«Μη γίνεσαι κουτή, παιδί μου!» είπε η ηλικιωμένη γυναίκα με φωνή άξαφνα παγερή. «Αν με τσακώσουν, θα καταλήξω κι εγώ εκεί»





Υπάρχει και η ταινία με ελληνικούς υπότιτλους, πρωταγωνιστούν οι John Malkovich Kate Nelligan, Linda Hunt και Glenne Headly



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου