ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΑΡΒΕΡΗΣ (1955-2011)
Ενοχή
Πόσο κίτρινος είναι ο ήλιος
που μας κοροϊδεύει.
Πόσο ιδανικοί εμείς αναλύοντας
τις ακτίνες του.
Πόσο απαίσχυντα ωραίοι
όταν τραβάμε το σύρτη.
Και μένουμε άφωτοι-
ο ένας απέναντι στον άλλον.
~ ~ ~ ~
Ανήκω
Στις άκρες των πλήκτρων μου
φύτρωσαν νεκροί και τραυματίες.
Ονειρεύονται τ' όνειρό μου
διαδίδουν την ύφανσή του
την όρχησή του την επιθανάτια.
Μύθος οι αλέκτορες κι οι υποκρούσεις.
Ανήκω στο συνδικάτο των τύψεων.
~ ~ ~ ~
Ερωτική διαθήκη
«Αφού λοιπόν ο νεκρός δεδικαίωται
τώρα σας λέω πως είχα τσέπες
στο γυμνό μου δέρμα.
Στην ανακομιδή στα τρίχρονα
όλοι εσείς που 'χατε νταραβέρια με το σώμα μου
σύρτε τη λήθη σας μέχρι το λάκκο
θα βρείτε κει κομμάτια γλώσσας χείλη
κραυγές χνούδια λαιμών κοντές ανάσες
ελάτε να σκυλέψετε με τη σειρά σας
ό,τι σας σκύλεψα είναι άθικτο σας περιμένει
έχω μια μουσική για σας από τα πλήκτρα των δοντιών
ελάτε
τ' αρπαχτικά σας δάχτυλα καυτά να νιώσω
για τελευταία φορά στα κόκαλά μου».
~ ~ ~ ~
Τα μάτια των δολοφόνων
Μετά το έγκλημα
Εχουν οι δολοφόνοι
Τα πιο αθώα μάτια.
Εκπληκτοι μπρος απ' τα πολύχρωμα γλυκά
εκστατικοί στις φωτεινές επιγραφές που αναβοσβήνουν
στα λαϊκά μελό 4-6
δακρυσμένοι.
Ντρέπονται για το ύψος τους στους δρόμους
βυθίζουν με μανία τα χέρια
στις ρηχές τσέπες του πέτσινου
πάνε γωνιά γωνιά μη και μας σπρώξουν.
Αν ήταν δυνατό από μια μεριά
να δείτε πώς ξυπνούν οι δολοφόνοι:
με λίγο σάλιο πάνω στο σιδερικό
σαν πιπίλα που γλίστρησε αργά.
Αλίμονο σ' εμάς
με τη σκανδάλη στα μάτια.
~ ~ ~ ~
Ο θάνατος το στρώνει
Μαύρες κουκκίδες
Διάττοντες στο χιόνι
Σήμα μικρό που χάνεται στη θέα
Να κάνει σκι πάνω σε μια νιφάδα
Το βρίσκει άλλη νιφάδα και το λιώνει
Λιώνει κι αυτή
Χιόνι στο χιόνι
Βέρμιο Φτερόλακκα ψηλά βουνά
Ο χρόνος-
Κι ο θάνατος το στρώνει
~ ~ ~ ~
Προπατορικό
Αυτός ο όφις που έφθασε στην πόλη μας
μ' ένα ακέραιο μήλο κατακόκκινο για μας
πέρασε απαρατήρητος.
Κανείς δεν το δοκίμασε
κανείς δε σκέφτηκε ούτε καν
να μπει στον πειρασμό της γεύσης του.
Βαρύ και ναρκωμένο πια το φίδι
έχει κουλουριαστεί στη μέση της πλατείας
χωνεύοντας το μήλο
αφού θα 'πρεπε
κάποιος να 'χε πεισθεί
και να δαγκώσει.
~ ~ ~ ~
Το γράμμα
Στην τσέπη του παλτού σου
παλιό σουσάμι
φλούδια φιστικιών
και το τσαλακωμένο γράμμα μου.
Ξύπνησαν λέξεις
φράσεις ανακλαδίστηκαν
έτριξα μήνες εκεί μέσα
μέρες του κρύου
νύχτες απ’ την κρεμάστρα μέσα στη σιωπή
μήπως ακούσεις
άλλαξα στίξη αμβλύνοντας υπαινιγμούς
κόπηκα ράφτηκα εν αγνοία σου
κατά τις πιθανές σου επιθυμίες.
Μα τώρα πια που μπαίνει το καλοκαιράκι
κι είναι σαφείς οι προοπτικές του μέλλοντός μας
αντί να γκρεμοτσακιστώ πηδώντας
ή αντί να με ξεγράψεις
στέλνοντας το παλτό σου στο καθαριστήριο
θα σφίξω θα μαζέψω
σε σουσάμι ή φλούδι
κι απ’ τις ραφές θα γραπωθώ για πάντα.
Κάποτε θα μ’ αγγίξουνε τα δάχτυλά σου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου